18 Νοεμβρίου 2017

Η Ανασύσταση της Αμυντικής Βιομηχανίας είναι βασικός πυλώνας για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση αυτού του τόπου. Του Αλέξανδρου Οικονομίδη


Σήμερα θα σας μιλήσω με μιαν διπλή ιδιότητα[1]:
1ον Με την εμπειρία που απόκτησα ως μέλος μιας οικογενειακής επιχείρησης, που ενώ ξεκίνησε σαν ένα παραδοσιακό μηχανουργείο από τον πατέρα μου το 1950, κατέληξε μέχρι την πτώχευσή της το 1997, να είναι ίσως η μεγαλύτερη ιδιωτική βιομηχανία κατασκευής αμυντικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας.
2ον Σαν μέλος του «Ινστιτούτο Ενδογενούς Παραγωγικής Ανασυγκρότησης» (ΙΝ.Ε.Π.Α.), στο οποίο προσπαθούμε από το 2012, να συμβάλουμε στην δημιουργία ενός Εθνικού Στρατηγικού Παραγωγικού Οράματος.

Η διαδρομή της εταιρείας ΕCON ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ συνέπεσε με την οδύσσεια της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, τουλάχιστον κατά το δεύτερο μέρος της που ξεκινά ουσιαστικά από την πτώση της δικτατορίας το 1973 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπου η επικράτηση των εμπόρων -μεσαζόντων -μεταπρατών, σε αγαστή συνέργεια με το πολιτικό κατεστημένο, είναι οριστική πλέον και διαρκεί μέχρι σήμερα χωρίς ορατό τέλος.


1ο μέρος ανάπτυξης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας - μεσοπόλεμος

Το 1ο μέρος της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας ουσιαστικά ξεκινά το 1922, μετά την μικρασιατική καταστροφή, με την ψήφιση του νόμου 2948/1922 «περί προαγωγής της Βιομηχανίας και Βιοτεχνίας».
Είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κράτος εφαρμόζει βιομηχανική πολιτική με σκοπό την ανόρθωση της βιομηχανίας, προβλέποντας στο άρθρο 16 την προτίμηση των εγχωρίων βιομηχανιών κατά τη διενέργεια των κρατικών προμηθειών.[2]

Η άνοδος του δείκτη της παραγωγής του κλάδου βιομηχανιών μετά το 1934 οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας.

Δείκτης Βιομηχανικής παραγωγής 1928-1938[3]


Μηχανολογικές βιομηχανίες
1928
       100
1929
93,67
1930
88,14
1931
85,85
1932
71,64
1933
67,74
1934
137,15
1935
415,12
1936
306,02
1937
603,45
1938
681,75

Μιλώντας για την πολεμική βιομηχανία στην Ελλάδα του μεσοπολέμου εννοούμε ουσιαστικά μία μόνο ιδιωτική επιχείρηση, την Α.Ε. Πυριτιδοποιείου και  Καλυκοποιείου, υπό την διεύθυνση του Μποδοσάκη (Πρόδρομο) Αθανασιάδη.[4]  

Τον Ιούνιο του 1939, το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, θα εγκαινιάσει τις πρώτες εγκαταστάσεις στο Σκαραμαγκά, μια και το πρώτο μηχανουργείο της Ελλάδας του Βασιλειάδη, που διατηρούσε ναυπηγείο στην ίδια περιοχή, το είχε ήδη εξαγοράσει ο Μποδοσάκης.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι για να προαχθεί η αναγκαιότητα ύπαρξης εθνικής βιομηχανικής πολιτικής, στον μεσοπόλεμο αναπτύσσεται στον τύπο αρθρογραφία για την οικοδόμηση βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα. Μάλιστα αρθρογραφούν, με ψευδώνυμο, υπουργοί της τότε κυβέρνησης Μεταξά, «προσφέροντας στο αναγνωστικό κοινό τόσα στοιχεία για το θέμα όσα δεν δημοσιεύθηκαν σε ολόκληρα τα πρώτα 100 χρόνια από την ανεξαρτησία της Ελλάδας»[5].  

Το 1ο μέρος της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας και γενικότερα της ελληνικής μεγάλης βιομηχανίας, «παγώνει» με την γερμανική κατοχή και κλείνει οριστικά με την επικράτηση στον εμφύλιο πόλεμο των συνεργατών των δυνάμεων κατοχής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκτέλεση του Δημήτρη Μπάτση, έναν ενεργό κομμουνιστή μεν αλλά προερχόμενο από την εθνική αστική τάξη, η οποία έγινε παρά τις διαμαρτυρίες των συμμάχων ιδιαίτερα των ΗΠΑ.
Η βασική αιτία είναι ότι ασχολήθηκε και έγραψε το 1947 ένα βιβλίο σταθμός μέχρι και σήμερα: «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα».

Διαχρονική πολιτική των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων της δεξιάς ήταν η καταστροφή της μέχρι τότε όποιας  εναπομένουσας εθνικής αστικής βιομηχανικής τάξης και η αντικατάσταση της με μια νέα ευκαιριακή, μεταπρατική, παρασιτική τάξη, η οποία σε άμεση συνέργεια με το πολιτικό σύστημα, σηματοδότησε την στροφή όλων των μετέπειτα καθεστώτων σε μία ανάπτυξη παρασιτική και εξωγενώς εξαρτώμενη.

Συνεργοί της στροφής αυτής είναι ένα κρατικοδίαιτο συνδικαλιστικό καθεστώς και μιας μετέπειτα κρατικοδίαιτης αριστεράς, η οποία είχε ήδη χάσει την επαφή της με τους ανθρώπους της εργασίας στην παραγωγή.
Τα στελέχη της προέρχονται πλέον είτε από τον κρατικό μηχανισμό, είτε είναι χρόνια μισθοδοτούμενα κομματικά μέλη, είτε από τους κρατικοδίαιτους συνδικαλιστικούς φορείς, κυρίως των ΔΕΚΟ, αποκομμένοι ουσιαστικά από το αντικείμενο της εργασίας τους.
Μιας αριστεράς η οποία στην πράξη συνήργησε στην εφαρμογή μιας παρασιτικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα μέσω της κατανάλωσης και της μεγέθυνσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και των συνεπικουρούμενων ανεξέλεγκτων δανείων.


Ανάπτυξη της μικρής βιοτεχνίας στις δεκαετίες 1950-1980
Η μερική όμως ακόμα συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού στη χώρα, και η μαζική μετεγκατάσταση στις μεγάλες αστικές περιοχές των ηττημένων του εμφυλίου, οι οποίοι ήταν και αποκλεισμένοι από τον δημόσιο μηχανισμό, επιτρέπει τη δημιουργία 100δων μικρών μηχανουργείων και άλλων βιοτεχνιών.
Αυτή η ανάπτυξη της εποχής, ήταν στα αλήθεια και ο κορμός μιας ενδογενούς ανάπτυξης, η οποία δεν στηρίχθηκε σε ξένα κεφάλαια, και σε κανένα σχέδιο Μάρσαλ, αλλά στη υπεράνθρωπη κινητοποίηση του ελληνικού λαού μετά τον εμφύλιο, ενοποιημένου στην πράξη, πέρα και πάνω από πολιτικές πεποιθήσεις.
Αυτή η εποχή παρήγαγε υπεραξία κατεξοχήν από τις μικρές βιοτεχνίες.


2ο μέρος ανάπτυξης της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας 1974-1995
Με την πτώση της δικτατορίας, η ελπίδα και η απαίτηση για μια καινούργια εποχή, μακριά από τα μετεμφυλιακά πάθη, παλεύει να εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνία.
Η γύμνια του ελληνικού στρατού, που διαπιστώθηκε με την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, είναι ακόμα νωπή.
Η απαίτηση για εθνική ανεξαρτησία και απεξάρτηση των αμυντικών προμηθειών της πατρίδας μας, από την αμερικανική και ευρωπαϊκή βιομηχανία, είναι παλλαϊκή.

Η κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και των ενόπλων δυνάμεων για τον σκοπό αυτόν, έχει σαν πρώτο αποτέλεσμα την δημιουργία της Υπηρεσίας Πολεμικής Βιομηχανίας  ΥΠΟΒΙ με μόνο προϊστάμενο τον εκάστοτε Υπουργό Άμυνας, και σε αυτήν συμμετέχουν:

1) Τα 3 σώματα στρατού, Αεροπορία, Πεζικό, Ναυτικό.
2) Ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων ΣΕΒ.
3) Ο Σύνδεσμος Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού ΣΕΚΠΥ.
4) Ο ΕΟΜΜΕΧ.
5) Το υπουργείο Βιομηχανίας

Η ΥΠΟΒΙ σκοπό είχε
·      Να συγκεντρώσει - καταγράψει τις επιχειρησιακές ανάγκες των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων.
·      Να εξετάσει μαζί με τους φορείς που συμμετείχαν σε αυτήν, τις δυνατότητες  κατασκευής στην Ελλάδα.
·      Να προτείνει απο τους ξένους κατασκευαστικούς οίκους, αυτόν που δίνει το μεγαλύτερο μέρος για ελληνική κατασκευή.
·      Να καταγράψει και μετά να πιστοποιήσει τις ελληνικές εταιρείες σύμφωνα με το σύστημα ποιοτικής εξασφάλισης κατά ΝΑΤΟ.
·      Να ελέγχει και να πιστοποιεί την ελληνική προστιθέμενη αξία που επιτυγχάνεται για κάθε παραγγελία του Ελληνικού στρατού.

Το 1986 δημιουργείτε ειδικό Γραφείο Αντισταθμιστικών Οφελημάτων (ΓΑΟ) υπαγόμενο στον τότε ΥΦΕΘΑ (Θ. Στάθη) και προϊστάμενο τον πτέραρχο Π. Κοντοδιό,  δύο σημαντικοί άνθρωποι που εδώ αξίζει να τους αναφέρουμε μια και πραγματικά πιστέψανε και πάλεψαν με όλες τους τις δυνάμεις, για την ελληνοποίηση των προμηθειών.

Το Γραφείο Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων καθιερώνει την υποχρεωτική παροχή Αντισταθμιστικών (ΑΟ), από τους ξένους προμηθευτές, σε τομείς  που περιλάμβαναν συμπαραγωγές στις βιομηχανίες μας, μεταφορά τεχνολογίας, απορρόφηση και αγορά ελληνικών προϊόντων από τους ξένους οίκους, δημιουργία με αυτούς κοινών επιχειρήσεων κλπ.
Ο βασικός σκοπός ήταν τα ΑΟ να πηγαίνουν εκεί που εμείς θέλαμε, και όχι εκεί που επεδίωκαν οι ξένοι προμηθευτές, σε μία προσπάθεια να πάρει η αμυντική μας βιομηχανία τη θέση που της άξιζε στον τότε διεθνή χώρο.

Υπήρχε απαίτηση να ενσωματώνονται τα ΑΟ στις αγορές, πριν από την υπογραφή των κύριων συμβάσεων. Άλλωστε αυτό το έκαναν πολλές χώρες πριν από μας (π.χ Βέλγιο, Δανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Κορέα, Ισραήλ, Ισπανία, Ελβετία) με εξαιρετικά και θεαματικά για την εποχή τους αποτελέσματα.


Η κινητοποίηση των ελληνικών βιοτεχνικών μονάδων.

Η εθνική αμυντική βιομηχανία μιας χώρας δεν αποτελείται μόνο από τις παραγωγικές εγκαταστάσεις, δυνατότητες ή εταιρείες της. Το βασικότερο στοιχείο της αμυντικής βιομηχανίας είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτής της χώρας και η δυνατότητα άμεσης ενσωμάτωσης της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας για την ανάπτυξη αμυντικών συστημάτων.

Ο ΣΕΚΠΥ δημιουργείται από 150 εργοστάσια βιοτεχνίες που πλαισιώνουν τον πρώτο καιρό αυτήν την προσπάθεια. Οι εταιρείες αυτές συμμετέχουν στα αμυντικά προγράμματα με ένα  και μόνο κοινό πρόταγμα.
Την μεγιστοποίηση της ελληνικής προστιθέμενης αξίας ΕΠΑ.

Αξίζει να σκεφθούμε ότι εκείνη την εποχή, από το 1974 έως το 1980 δεν υπήρχαν καν κατασκευαστικά σχέδια διαθέσιμα στον ελληνικό στρατό. Όλα έπρεπε να δημιουργηθούν ουσιαστικά από το μηδέν, σύμφωνα με το δείγμα, αλλά υπήρχε μεγάλο θράσος και πίστη ότι αν κάποιος άλλος το έχει ήδη κατασκευάσει τότε μπορούμε και εμείς.
Βέβαια υπήρχαν τότε σπουδαίοι αξιωματικοί, ιδιαίτερα του Τεχνικού Σώματος, που πιστέψανε και παλέψανε για την ελληνοποίηση των προμηθειών. Χωρίς αυτούς τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει και τους οφείλουμε ουσιαστικά τα μέγιστα.

Όλα αυτά έγιναν όχι μόνο λόγω προσωπικής προσπάθειας, αλλά το σημαντικότερο, διότι υπήρχε ένα συλλογικό όραμα για το μέλλον αυτού του τόπου, ένα όραμα που  ξεπερνούσε τις όποιες προσωπικές φιλοδοξίες και επέβαλε την συνεργασία του καθενός, μαζί και του χρήστη δηλαδή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με τελικό σκοπό την κατασκευή και παράδοση του τελικού προϊόντος.

Η αρχική αυτή ώθηση στην παραγωγή εγχώριου αμυντικού εξοπλισμού, είχε σαν άμεση συνέπεια, την παράλληλη ανάπτυξη συγγενικών και μη κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας όπως μηχανουργείων, πλαστικών, οπτικών, ηλεκτρονικών, εκρηκτικά-χημικά προϊόντα, χυτεύσεις υψηλής ακριβείας, καλωδιώσεις, βαφές καθώς και στην αεροναυπηγική, στις τηλεπικοινωνίες και στα πληροφοριακά συστήματα.

Η εταιρεία μας, είναι ίσως η πρώτη στην Ελλάδα που πολύ γρήγορα  αντιλήφθηκε ότι το παρ όλες τις συνεχείς επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογικό εξοπλισμό, στις οποίες προβαίναμε προκειμένου να παράξουμε υποκατασκευαστικό έργο για τις παραγγελίες μέσω των αντισταθμιστικών οφελημάτων, το παραγόμενο πλεόνασμα μεταφερόταν στους οίκους του εξωτερικού, ενώ σε μας παρέμεναν τα τραπεζικά δάνεια.

Έτσι λοιπόν πήραμε την απόφαση να στραφούμε σε ολοκληρωμένο προϊόν -σύστημα.

Το 1986 λάβαμε μέρος σε διεθνή διαγωνισμό του ελληνικού στρατού για την προμήθεια Διοπτρών νυκτερινής σκόπευσης τον οποίο και κερδίσαμε αφού ανταγωνιστήκαμε 12 οίκους του εξωτερικού στα τεχνικά και οικονομικά δεδομένα.
Για τον σκοπό αυτό αγοράσαμε από την Αυστριακή εταιρία Swarovski την τεχνολογία, Know How και license για την κατασκευή της Διόπτρας Νυκτερινής Σκόπευσης, που και την ονομάσαμε Ανδρομέδα.

Η υποχρέωση που αναλάβαμε ήταν σε μια σταδιακή αύξηση της Εγχώριας Προστιθέμενης Αξίας στα 5 χρόνια που θα υλοποιείτο στην Ελλάδα, από 35% τον 1ο χρόνο σε ποσοστό άνω του 55% τον 5ο χρόνο[6].
Η επιτυχημένη υλοποίηση αυτού του προγράμματος μας έδωσε την δυνατότητα να σχεδιάζουμε πλέον μόνοι μας και άλλα οπτικά όργανα, όχι μόνο για τον Ελληνικό στρατό αλλά και για εξαγωγές.

Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τα εργοστάσια παραγωγής, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Γερμανία, στην Γαλλία είτε στην Ιταλία, διαπίστωνα ότι πολλές ελληνικές εταιρείες δεν είχανε τίποτα να ζηλέψουν σε τεχνολογικό εξοπλισμό, οργάνωση και τεχνολογία, σχετικά με τις πολύ μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες της Δύσης, μάλιστα πολλές φορές και τις ξεπερνούσανε .
Πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι γραμμές παραγωγής αμυντικού υλικού στη Δύση, όπως και οι αντίστοιχες ελληνικές, δεν είχαν τίποτα από το μαζικό «φορντικό μοντέλο», των εργοστασίων καταναλωτικών αγαθών και ιδιαίτερα εκείνο των αυτοκινητοβιομηχανιών.


Από υποκατασκευαστής σε κύριο κατασκευαστή

Με την εμπειρία που αποκτήσαμε, λόγω της εμπλοκής μας στην κατασκευή αμυντικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας, αντιληφθήκαμε ότι για να εξασφαλίσουμε πλήρως την τεχνολογία κατασκευής ενός εξελιγμένου αμυντικού συστήματος, ο μόνος τρόπος είναι να είσαι κύριος κατασκευαστής και όχι υποκατασκευαστής. Δηλαδή ο ίδιος να ελέγχεις την μεταφορά της τεχνολογίας που ενσωματώνεις. Μετά είναι στο χέρι σου να την εξελίξεις και εφαρμόσεις σχεδιάζοντας αποκλειστικά δικά σου πλέον συστήματα.

Από την στιγμή αυτή και μετά, επιδιώκαμε να είμαστε εμείς πλέον οι κύριοι κατασκευαστές, και να χρησιμοποιούμε τους ξένους οίκους, που ήδη κατείχαν την τεχνολογία, σαν δικούς μας υποκατασκευαστές.
Την πολιτική αυτή αν η πολιτεία την επέτρεπε στην πράξη, θα δημιουργούσε δραματικές ωφέλειες για την εγχώρια οικονομία.

Τον πρώτο καιρό κατά τον οποίο υλοποιούσαμε τα αντισταθμιστικά ωφελήματα, η εταιρεία μας δεν ενοχλούσε τους εμπόρους οι οποίοι ανταγωνίζονταν να μας αναθέτουν υποκατασκευαστικό έργο.

Όταν όμως πλέον στραφήκαμε στην κατασκευή ολοκληρωμένων αμυντικών συστημάτων τότε στοχοποιηθήκαμε άμεσα από τους μεσάζοντες οι οποίοι είχαν την ανοικτή στήριξη όχι μόνο από τους εκάστοτε υπουργούς Εθνικής Άμυνας, αλλά και από το τραπεζικό καθεστώς και από κάποιους στρατιωτικούς της εποχής αυτής οι οποίοι είχαν μετατραπεί πλέον «ανοιχτά» σε υπαλλήλους των διαφόρων μεσαζόντων.

Δεν είναι τυχαίο ότι στρατηγός των προμηθειών ο οποίος μας είχε δημιουργήσει τα χίλια όποια προσκόμματα και αναβολές για την υπογραφή συμβάσεων με το ΓΕΣ, μετά την αποστρατεία του ανέλαβε, από τον «εθνικό» προμηθευτή του Υπουργείου Άμυνας οποίος το εξαγόρασε μετά την πτώχευση μας, την διεύθυνση του πρώην εργοστασίου μας στο Μαρκόπουλο Αττικής,.

Μετά την παύση των δραστηριοτήτων της ECON, οι ίδιοι οι έμποροι που βάλανε λυτούς και δεμένους για να την κλείσουν, αφού προσλάμβανε πρώην στελέχη και τεχνικούς της εταιρείας, δημιουργήσανε νέες εταιρείες με διπλό στόχο.
Από τη μια να μπορούν να λυμαίνονται ανενόχλητοι τα εξοπλιστικά προγράμματα, δηλαδή την «προμήθεια» από την εμπορική πώληση, η οποία σημειωτέον είναι παράνομη μια και απαγορεύεται να υπάρχουν μεσάζοντες σε πωλήσεις αμυντικού υλικού, και από την άλλη να καταχρώνται -ξεπλένουν το μερίδιο των αντισταθμιστικών ωφελημάτων που δήθεν προοριζόταν για την ελληνική βιομηχανία.


Το τέλος της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας.

Το τι κάνουν είναι πολύ απλό, αποδυναμώνουν αρχικά την ΥΠΟΒΙ και τελικά την καταργούν δημιουργώντας την Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών, την δε διεύθυνση Α.Ο την μεταφέρουν στον εκάστοτε υπουργό Άμυνας.

Για την καταστροφή της τότε ιδιωτικής αμυντικής βιομηχανίας δεν πρέπει να παραβλέψουμε και τον ρόλο που έπαιξαν πολλά από τα στελέχη των δημοσίων αμυντικών βιομηχανιών -ΔΕΚΟ, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι τις ιδιωτικές βιομηχανίες, και είτε απλά τις συκοφαντούσαν είτε προσπαθούσαν να βάζουν εμπόδια στην ανάληψη υποκατασκευαστικού έργου, μια και τους στερούσαν τις αντίστοιχες ιδιωτικές προμήθειες από τους οίκους του εξωτερικού.
Βέβαια ποσώς ενδιαφερόντουσαν για το γεγονός ότι κλείνοντας πρώτα τις ιδιωτικές βιομηχανίες έρχεται και η σειρά των δημοσίων αμυντικών βιομηχανιών, όπως κατέληξαν σήμερα που κλείνουν η μία μετά την άλλη.

Με λίγα λόγια το πολιτικό προσωπικό, μαζί με τις τράπεζες, ΔΕΚΟ, δημοσιογράφους, συνδικαλιστές και ορισμένα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων συνήργησαν ώστε σήμερα η ελληνική αμυντική βιομηχανία να πάψει ουσιαστικά να υφίσταται.[7]


Αναγκαιότητα υιοθέτησης ενός ενδογενούς  παραγωγικού μοντέλου.

1.         Εθνική ανεξαρτησία, χωρίς ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση και ισχυρή εθνική αμυντική βιομηχανία δεν υφίσταται. Η παραγωγική μας υπόσταση παρακολουθεί τους δείκτες της εθνικής μας ανεξαρτησίας.

2.        Δημοκρατία χωρίς Εθνική Ανεξαρτησία, είναι δημοκρατία κατ επίφαση για ανιστόρητα ανθρωποειδή. Δημοκρατία δεν υφίσταται για ανέστιους νομάδες, προϋποθέτει λαό και πατρίδα.

3.        Ανάπτυξη χωρίς ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, είναι κενή νοήματος, για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Σημαίνει πλήρη υποταγή και αφανισμό.

Η ανασύσταση μιας νέας αμυντικής βιομηχανίας μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί σαν αιχμή του δόρατος για την ανασυγκρότηση της εθνικής παραγωγής, και μάλιστα σε τομείς υψηλής τεχνολογίας με σαφείς εξαγωγικούς στόχους.

Τα μνημόνια δεν προκάλεσαν την παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας, αλλά απλώς την επιτάχυναν και την ολοκλήρωσαν. Η παραγωγική αποδιάρθρωση, η αποβιομηχάνιση της χώρας και κατά συνέπεια η τεράστια σημερινή ανεργία, συντελείται αδιαλείπτως τα τελευταία τουλάχιστον 50 χρόνια.

Μια οικονομία στην οποία το εισόδημά της ανακυκλώνεται μεταξύ καταστημάτων ρουχισμού, καφετεριών και σουβλατζίδικων δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάπτυξη. [8]

Η μικρή  όμως ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, που ακόμα υφίσταται στην Ελλάδα, καθιστά σήμερα εφικτή τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού παραγωγικού τομέα, τεχνολογικής αιχμής και μικρού μεγέθους σε παγκόσμια κλίμακα, που εκμεταλλεύεται τις ρωγμές και τα κενά του «μαζικού» βιομηχανικού μοντέλου.

Είμαστε μία μικρή χώρα και μπορούμε να παράγουμε ιδιαίτερο προϊόν υψηλής αξίας για τις μητροπόλεις του κόσμου. Εκεί έγκειται η δυνατότητα μας να υπερβούμε την κρίση. 


Κατεύθυνση ενός νέου αναπτυξιακού σχεδίου με κορμό τη μεγιστοποίηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας

Η πετυχημένη επένδυσή μας σε έναν τομέα οπτικών, με σοβαρή τεχνολογία κατασκευής, λείανσης φακών και επιστρώσεων ιδιαίτερων τεχνολογικών απαιτήσεων που και μέχρι τότε ήταν ανύπαρκτη στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με την Αυστρία που βασιζόντουσαν σε μια παράδοση πολλών αιώνων στο γυαλί, απαντάει σε ένα καίριο ερώτημα που αφορά  σε ποιους τομείς πρέπει να στραφούμε προκειμένου να πετύχουμε την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας.
Η εύκολη απάντηση σε αυτό το ερώτημα, ότι δηλαδή πρέπει να στραφούμε στους τομείς που έχουμε στρατηγικό πλεονέκτημα (αλήθεια ποτέ δεν κατάλαβα στα αλήθεια τι σημαίνει αυτό;), ή στους τομείς από  τους οποίους  έχουμε πολλές εισαγωγές, δίνονται από γραφειοκράτες, καθηγητές ή ανθρώπους που ποτέ δεν έχουν επιχειρήσει και δεν έχουν τελικά παράξει κανένα προϊόν με προστιθέμενη αξία.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στη δεκαετία του 1980, οφείλεται στην εφαρμογή κανονισμού προμηθειών από το Υπουργείο Άμυνας , κατά τα πρότυπα του αμερικανικού στρατού[9], με υποχρέωση τα προσφερόμενα υλικά να έχουν Ελληνική Προστιθέμενη Αξία (ΕΠΑ) ίση ή μεγαλύτερη του 35% (>=35%).
Οι Αμυντικές Προμήθειες λειτούργησαν με βάση την ΕΠΑ έως το 2009 και περιγράφονταν πλήρως σε δημοσιευμένα ΦΕΚ..  

Η Εγχώρια παραγόμενη Προστιθέμενη Αξία πρέπει να αποκτήσει την αληθινή της εθνική σημασία που έχει για την χώρα μας, και όχι μόνο να χρησιμοποιείται ως λέξη κενή και μόνο για την επιβολή φόρου ΦΠΑ (Φόρου Προστιθέμενης Αξίας). Πόσοι αλήθεια γνωρίζουν σε τι συνίσταται η Προστιθέμενη Αξία; Είναι αλήθεια τραγικό να ακούς το πολιτικό προσωπικό της χώρας να μιλάει μεν για αύξηση της Εγχώριας Προστιθέμενης Αξίας ενώ στην πράξη να εφαρμόζει νόμους και μέτρα που ουσιαστικά εξαφανίζουν αυτούς που μπορούν να την παράξουν.

Σημειώνουμε με έμφαση ότι η εγχώρια προστιθέμενη αξία είναι που δημιουργεί τον πλούτο και όχι η εισαγόμενη, που ενδεχομένως δημιουργείται από τις ξένες επενδύσεις, η οποία πολύ συχνά δεν παραμένει στην χώρα και ιδίως δεν δημιουργεί τους ισχυρούς συνδέσμους με τους λοιπούς κλάδους και τομείς της ελληνικής οικονομίας, που είναι η προϋπόθεση για την ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας.

Όσον αφορά τον στόχο της μείωσης της ανεργίας, με όραμα «την οικονομία της γνώσης», δηλαδή να αντικαταστήσουμε τους κλασικούς παραγωγικούς συντελεστές (γη, κεφάλαιο, εργασία) με του άυλους συντελεστές και τελικά τις υπηρεσίες, μόνο σαν κακόγουστο ανέκδοτο μπορεί να ακουστεί σήμερα, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν ότι «οι γίγαντες του διαδικτύου είναι ουσιαστικά νάνοι σε ό,τι αφορά το εργατικό τους δυναμικό. Οι εταιρείες Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft, έχουν όλες μαζί, λιγότερους υπαλλήλους από τη Volkswagen.» [10]

Η στήριξη και ανάπτυξη των μικρών μεταποιητικών επιχειρήσεων, και γενικότερα των μικρών παραγωγών, είναι η μόνη που ουσιαστικά μπορεί άμεσα να προσφέρει πολλαπλασιαστικά νέες, ποιοτικές και μακροβιότερες θέσεις εργασίας που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος μας.

Η μεταποίηση αποτελεί το θεμέλιο της οικονομικής ανάπτυξης, διότι είναι ο τομέας που κατά κύριο λόγο δημιουργεί γνώση και τεχνολογία και κρατάει το κλειδί για ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης

Οι υπηρεσίες και ο κυβερνητικός τομέας δεν αυξάνουν τον πλούτο, απλώς κυκλοφορούν το χρήμα. Η μεταποίηση δημιουργεί πλούτο, διότι παίρνει αγαθά χαμηλότερης αξίας, προσθέτει την εργατική δύναμη και την γνώση και δημιουργεί μεγαλύτερη αξία, την προστιθέμενη αξία.

Όταν η μεταποίηση εξαφανίζεται, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, το επίπεδο των μισθών πέφτει ακόμα και στον τομέα των υπηρεσιών, όπως έχει γίνει φανερό την εποχή των Μνημονίων που βιώνουμε στην χώρα μας.


Ένα όμως τέτοιο σχέδιο
·      είναι αδύνατο να δημιουργηθεί μέσα σε γραφεία από οιοσδήποτε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς (αριστερούς ή δεξιούς) ως δια μαγείας, στο όνομα της κοινωνίας αλλά με απούσα αυτήν,
·      είναι αδύνατο να συμβεί χωρίς την αληθινή αφύπνιση και συμμετοχή της ιδίας της κοινωνίας,
·      και η ίδια η κοινωνία είναι αδύνατο να συμμετέχει αν δεν διαθέτει σαφέστατη ανάλυση του πραγματικού ζητήματος, και της πραγματικής υποκειμενικής της δυνατότητας να συνεισφέρει στη λύση, όχι απλά σαν ψηφοφόρος αλλά κυρίως σαν ενεργό κοινωνικό και παραγωγικό υποκείμενο.

Ένα τέτοιο σχέδιο
έχει πιθανότητα και δυνατότητα  να συμβεί, μόνο αν ανακτηθεί η απολεσθείσα  εθνική κυριαρχία, η αυτοεκτίμηση και ο σεβασμός του κόσμου προς την χώρα μας, μέσα από μια πραγματική ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, με την ουσιαστική συμμετοχή ολόκληρης της κοινωνίας.

Αυτή και μόνη έλλειψη συγκροτημένου σαφούς σχεδίου και στρατηγικής, συνιστά εκ των πραγμάτων την αποδοχή της στρατηγικής των όποιων ξένων κέντρων έχουν την δύναμη να παρεμβαίνουν στον γεωπολιτικό μας χώρο.


Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.





[1] Ομιλία στα πλαίσια της εκδήλωσης του Άρδην «Εξοπλιστικά προγράμματα, αντισταθμιστικά οφέλη και ελληνική αμυντική βιομηχανία», στις 14 Νοεμβρίου 2017.

[2] Χρήστος Χατζηιωσήφ «Η γηραιά σελήνη η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία 1830-1940» εκδ. Θεμέλιο σελ. 282
[3] Στο ίδιο σελ 155

[4] Η Α.Ε. Πυριτιδοποιείου και  Καλυκοποιείου (ΠΥΡΚΑΛ) προέκυψε από την συγχώνευση του Ελληνικού Πυριτιδοποιείου με το καλυκοποιείο Αδελφοί Μαλτσινιώτη το 1908. Το δε 1934 η Εθνική Τράπεζα μεταβιβάζει τις μετοχές της και τον έλεγχο της εταιρείας στον Μποδοσάκη (Πρόδρομο) Αθανασιάδη.

[5] Στο ίδιο σελ 171. «Οι ζυμώσεις, που γίνονταν πάνω σ' αυτό το θέμα μέσα στην κυβέρνηση, τις τράπεζες και τους βιομήχανους, βλέπουν για πρώτη φορά το φως δημοσιότητας στις αρχές του 1937 με μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ. Δεδομένου του φιλοκυβερνητικού χαρακτήρα της εφημερίδας, των δεσμών με κύκλους βιομηχάνων και του καθεστώτος λογοκρισίας, μόνο από το περιβάλλον του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και θερμού υποστηρικτή της μεταλλουργίας σιδήρου, Ανδρέα Χατζηκυριάκου, μπορούν να προέρχονται τα άρθρα της εφημερίδας. Η προσφυγή στη δημοσιότητα δείχνει ότι η ομάδα αυτή συναντά μεγάλη αντίδραση μέσα στην ίδια κυβέρνηση και τους οικονομικούς κύκλους, ελληνικούς και ξένους, και ελπίζει να εκβιάσει τις αποφάσεις, δίνοντας, μέσω του τύπου, στο πρόβλημα της σιδηρουργίας το χαρακτήρα μείζονος εθνικού ζητήματος». 

[6] Εάν αφαιρέσουμε το κόστος της εισαγόμενης υποχρεωτικά καθοδικής λυχνίας τότε η ΕΠΑ ανερχόταν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 80%.

[7] Στον τομέα της Άμυνας η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας 2009/81/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο περί προμηθειών, απαγορεύει οποιαδήποτε προνομιακή ανάθεση έργου στην εγχώρια βιομηχανία.
Η κατάργηση της Εγχώριας Βιομηχανικής Συμμετοχής (ΕΒΣ), της Ελληνικής Προστιθέμενης Αξίας (ΕΠΑ) και των Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων (ΑΩ) που αποτελούσαν σημαντική παράμετρο για τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την εισαγωγή τεχνογνωσίας στη χώρα μας, δημιουργεί πλέον ένα αβέβαιο περιβάλλον για τη βιομηχανική δραστηριότητα αυτών των επιχειρήσεων.
Παρόλα αυτά η εφαρμογή της οδηγίας 2009/81 στην Ε.Ε, κατά το διάστημα Αύγουστος 2011-Μάρτιος 2013 είχε σαν αποτέλεσμα:
·        το 92% το συμβάσεων που υπογράφηκαν από τα κράτη μέλη να ανατεθεί στην εγχώρια βιομηχανία τους ενώ
·        σε αξία συμβάσεων το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 97%.
βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Για να χαραχθεί μια πολιτική της ΕΕ στον τομέα του αμυντικού εξοπλισμού. Commission staff working document on defense COM(2013)542 final tab.12-13].
Είναι σαφές ότι οι χώρες της «αναπτυγμένης» Ευρωπαϊκής Δύσης, προστατεύουν ακόμα και σήμερα την εγχώρια Βιομηχανία τους.
[8] Κωνσταντίνος Γάτσιος: Ποια Ανάπτυξη; http://endogenis.blogspot.gr/2016/05/blog-post.html#more

[9] Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, οργανώθηκε στη διάρκεια της Δικτατορίας από τις Αμερικανικές υπηρεσίες, με δύο βασικά θετικά χαρακτηριστικά:
  • Υπήρχε κανονισμός προμηθειών με σαφείς όρους. Βασικό στοιχείο των ελληνικών προμηθειών αποτελούσε ο δείκτης της Ελληνικής Προστιθέμενης Αξίας .
  • Υπήρχε Πρωτόκολλο Αλληλογραφίας. Δεν υπήρχε περίπτωση να στείλεις επιστολή και να μην λάβεις σύντομα τεκμηριωμένη απάντηση, δεν υπήρχε περίπτωση η επιστολή να «χαθεί», ενώ αυτός που σου απαντούσε έφερε και την ευθύνη και δέσμευε την υπηρεσία του.
[10] Νίκος Σμυρναίος Digital Labor: Η φάμπρικα του 21ου αιώνα; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας