Απρίλης 2012
Π ε
ρ ι ε χ ό μ ε ν α
1.
Το δημόσιο χρέος και η μομφή περί συλλογικής ενοχής του ελληνικού λαού
2.
Εδικές αναπτυξιακές λειτουργίες των δομικών στοιχείων της παραγωγής
2.1
Γενικές παρατηρήσεις
2.2
Τα δομικά χαρακτηριστικά του εγχώριου παραγωγικού μηχανισμού
3. Η
συζήτηση για την κατάλληλη αναπτυξιακή στρατηγική
3.1
Οι προτάσεις Δ. Μπάτση και Κ.Βαρβαρεσου
3.2
Συστατικά στοιχεία της επιλεγείσας αναπτυξιακής στρατηγικής
4. Κύριες συνέπειες των δομικών αδυναμιών της
εγχώριας παραγωγής
4.1
Γενικές διαπιστώσεις
5. Κυβερνητικές πολιτικές προ αντιμετώπιση των
δομικών αδυναμιών της εγχώριας
παραγωγής
6. Τα ο παλαιό και τα «νέα» μοντέλα οικονομικής
ανάπτυξης
6.1
Τα βασικά χαρακτηριστικά του παλαιού μοντέλου
6.2
Το ¨νέο¨ μοντέλο της παγκοσμιοποίησης
7. Δομικές συνέπειες από την ένταξη στην ΟΝΕ
7.1
Εξισορρόπηση ανταγωνιστικών αδυναμιών μέσω μεταβιβάσεων
χρηματικών πόρων
8. Ποιοι φέρουν το κύριο βάρος της
τεχνικοοικονομικά εξαρτημένης ανάπτυξης της χώρας
9. Τι δέον γενέσθαι
Υ π ο σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς
1. To Δημόσιο χρέος και η μομφή περί συλλoγικής
ενοχής του ελληνικού λαού.
Mετά την πανηγυρική
διάψευση των μέχρι τώρα διακηρύξεων της κυβέρνησης Παπανδρέου και της Τρόικα περί σωτηρίας της
πατρίδας ανέλαβε η νέα κυβέρνηση του κ. Παπαδήμου υπό την συνεχιζόμενη εποπτεία
της Τρόικα το έργο της σωτηρίας με τα
ίδια βασικά σωστικά μέσα: την δραστική δηλαδή περικοπή μισθών και συντάξεων,
την συνεχιζόμενη πολύπλευρη και εξοντωτική φορολόγηση που πλήττει πρωτίστως τα
μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, τις μαζικές απολύσεις από τον δημόσιο
τομέα και την εκποίηση –αξιοποίηση επί το ευηχότερον- της δημόσιας
περιουσίας. Παράλληλα προς τα ¨σωτήρια¨ αυτά μέτρα πρέπει να αναφερθεί η
πρόσφατη επίθεση στο δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων, και η σταδιακή αποδόμηση,
μέχρι και κατάρρευση του συστήματος κοινωνικής
ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης.
Το σχεδόν πάγιο έλλειμμα των εξωτερικών πληρωμών σε συνδυασμό με τα ελλείμματα
του δημόσιου προϋπολογισμού έχουν εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος σε πρωτοφανή για
περίοδο ειρήνης ύψη.
Οι τελευταίοι κυβερνήτες –χάριν της
σωτηρίας, όπως ισχυρίσθηκαν, της χώρας– αποδέχθηκαν τις συνταγές λιτότητας της
Τρόϊκα οδηγώντας την ελληνική κοινωνία στα πρόθυρα της ανθρωπιστικής καταστροφής. Χαρακτηριστικό
γνώρισμα της συνεχιζόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης είναι ο φαύλος
κύκλος μεταξύ ύφεσης – αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος – αύξησης του
δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ – επιδείνωσης της ύφεσης κ.ο.κ.
Δύο καταρχήν ερωτήματα τίθενται εδώ: Πρώτον,
ποιος είναι ο κύριος υπεύθυνος για το
σημερινό οικονομικό αδιέξοδο; τις
δηλαδή πταίει; για να θυμηθούμε τα λόγια του αείμνηστου Χαρίλαου Τρικούπη,
και δεύτερον πώς μπορεί να βγει η
ελληνική κοινωνία από τη σημερινή κρίση και να μην επιτρέψει μελλοντικά έναν
νέο εθνικό εξευτελισμό και οικονομική εξαθλίωση της μεγάλης πλειοψηφίας των
πολιτών της και κατά κύριο λόγο των νέων;
Είναι καταρχήν προφανές ότι η δημιουργία των ετήσιων ελλειμμάτων του δημόσιου προϋπολογισμού και ως εκ τούτου και η σταδιακή
αύξηση του δημόσιου χρέους, που προβάλλεται κατά τρόπο αξιωματικό ως η κύρια
γενεσιουργός αιτία της κρίσης - οφείλεται στην διαφορά μεταξύ των
εισπραττόμενων εσόδων και των πραγματοποιούμενων δαπανών εκ μέρους γενικά του δημόσιου
τομέα. Είναι εξάλλου γενικά παραδεκτό
και στατιστικά τεκμηριωμένο ότι η υστέρηση των εσόδων έναντι των δαπανών
οφείλεται κυρίως στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή, την φοροαποφυγή και την γιγάντωση
της εγχώριας παραοικονομίας. Η διόγκωση
δε των δαπανών οφείλεται πρωτίστως
στους μαζικούς κομματικούς διορισμούς που πραγματοποίησαν στο δημόσιο γενικά
τομέα οι κυβερνήσεις του παρελθόντος, τις συγκριτικά υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες,
τις υπερτιμολογήσεις των κρατικών προμηθειών, τις συστηματικές υπερβάσεις των δημόσιων
έργων (παράδειγμα: οι υπερφίαλες δαπάνες των ολυμπιακών αγώνων), τις παράνομες
συνταξιοδοτήσεις και τέλος τις αυξανόμενες δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου
χρέους.
Είναι, ως εκ τούτου, αυτονόητο ότι η δημιουργία των ελλειμμάτων και η
γιγάντωση του δημόσιου χρέους δεν προκλήθηκαν από απρόβλεπτα ή αναπότρεπτα γεγονότα (όπως πόλεμοι, φυσικές καταστροφές,
θανατηφόρες επιδημίες κ.λ.π) αλλά κατά κύριο λόγο από τις συνειδητές πράξεις ή
παραλείψεις των δύο πολιτικών κομμάτων που άσκησαν μεταπολεμικά την κυβερνητική
εξουσία. Αυτό που τώρα αποτελεί πλέον κοινή συνείδηση σε ολόκληρη την ελληνική
κοινωνία είναι ότι στην χώρα αυτή
επικρατούσε και εξακολουθεί να επικρατεί το κομματικό κράτος πελατειακών
σχέσεων, αναξιοκρατία, διαπλοκή, διαφθορά και σπατάλη του δημόσιου χρήματος,
κοινωνικά άδικη κατανομή των βαρών και σε τελική ανάλυση καταλήστευση της εργασίας των έντιμων
πολιτών και του δημόσιου πλούτου γενικότερα.
Είναι όμως λογικό να υποθέσουμε, όπως υποστηρίζεται γενικά, ότι οι έλληνες
πολίτες ρέπουν εκ φύσεως προς την διαφθορά, την αναξιοκρατία, την διαπλοκή και
γενικά προς όλα τα αρνητικά φαινόμενα που αποδίδονται συλλήβδην στο σύνολο των
πολιτών της σημερινής ελληνικής κοινωνίας; Με άλλα λόγια είναι οι έλληνες εκ
γενετής απατεώνες, διεφθαρμένοι, δολοπλόκοι κ.λ.π; Αν πράγματι ανήκουν στον DNA των ελλήνων
πολιτών όλα τα παραπάνω αντικοινωνικά γονίδια
τότε πρέπει αναγκαστικά να δεχτούμε ότι για το σημερινό κατάντημα
ευθύνονται ισότιμα όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες, υπάρχει δηλαδή η λεγόμενη συλλογική ενοχή[i].
Την θέση περί συνολικής ενοχής του
ελληνικού λαού προσπάθησαν πράγματι να προβάλλουν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ως
την κύρια εξήγηση της σημερινής, υποτίθεται απρόσμενης, οικονομικής κατάρρευσης[ii].
Οι επίσημες δηλώσεις και δημοσιεύσεις περί αναξιόπιστων και τεμπέληδων ελλήνων
στο εξωτερικό και οι αντίστοιχες δηλώσεις του τύπου «μαζί τα φάγαμε» ή «η Ελλάδα είναι μια διεφθαρμένη χώρα» από
επίσημους κυβερνητικούς φορείς του εσωτερικού απέβλεπε στην δημιουργία
αισθημάτων συλλογικής ενοχής στον
ελληνικό λαό[iii]. Ας αφήσουμε όμως στους κοινωνικούς
ψυχολόγους, βιολόγους, και πολιτικούς επιστήμονες να αποφανθούν, ως περισσότερο
αρμόδιοι, για τα καθοριστικά στοιχεία συγκρότησης του χαρακτήρα και της
συμπεριφοράς των σύγχρονων ελλήνων. Στο σημείο
αυτό έχει ήδη τεθεί εκ των πραγμάτων το επόμενο ερώτημα, αν δηλαδή και
σε ποιο βαθμό ευθύνονται για το σημερινό
οικονομικό και κοινωνικό τέλμα αποκλειστικά οι υποκειμενικές ανεπάρκειες των
μεταπολεμικών κυβερνήσεων ή ευθύνεται εξίσου ή και περισσότερο η αναπτυξιακή στρατηγική που εφαρμόσθηκε κατά
την περίοδο αυτή.
Θεωρήσαμε σκόπιμο, πριν αναφερθούμε στην
ποιότητα και τις επί μέρους διαστάσεις της επιλεχθείσας στρατηγικής, να επιχειρήσουμε
μία σύντομη παρέκκλιση, εν είδη αναλυτικής παρένθεσης, παρουσιάζοντας συνοπτικά
μερικές όψεις της αναπτυξιακής διαδικασίας, γκρίζες κατά κάποιο τρόπο ζώνες,
που παρά την βαρύνουσα κατά την γνώμη μας σημασία τους για την εν γένει
πολιτική οικονομικής και κοινωνικής
ανάπτυξης δεν αποτελούν εν τούτοις αντικείμενο σοβαρού
προβληματισμού και συζήτησης ούτε σε
ακαδημαϊκό αλλά ούτε και σε πολιτικό και
δημοσιογραφικό επίπεδο. Ο σκοπός της παρένθεσης αυτής είναι διττός.
Αφενός να αναδείξει τους καθοριστικούς
παράγοντες στους οποίους
οφείλεται η κλαδική αποδιάρθρωση του ελληνικού παραγωγικού συστήματος και
αφετέρου να αιτιολογήσει την καταφανή πλέον έλλειψη ανταγωνιστικής ικανότητας
των εγχώριων παραγωγικών μονάδων, ιδιαίτερα εκείνων πουν παράγουν διεθνώς
εμπορεύσιμα προϊόντα, σε μακροπρόθεσμη κυρίως βάση.
2. Ειδικές αναπτυξιακές λειτουργίες των
δομικών στοιχείων της παραγωγής
2.1
Γενικές παρατηρήσεις
Αρχίζουμε
με μια απλή, σχεδόν αυτονόητη,
διαπίστωση διαχρονικής ισχύος. Είναι
γνωστό ότι σήμερα για την παραγωγή κάθε είδους
υλικού αγαθού ή υπηρεσίας χρειάζονται 3 βασικά στοιχεία.
1) Αγαθά παγίου κεφαλαίου (εργαλεία, μηχανές,
μεταφορικά μέσα, κατασκευαστικά έργα),
2) Πρώτες
και βοηθητικές ύλες και
3) εργασιακή
δύναμη (ειδικευμένη ή/και ανειδίκευτη).
Το σύνολο όλων των διαθέσιμων και ορθολογικά,
ποσοτικά και ποιοτικά επιλεγμένων συνδυασμών αυτών των τριών στοιχείων συνιστά
αυτό που στην οικονομική ορολογία αποκαλείται τεχνολογία της παραγωγής.
Η ενεργοποίηση ενός τέτοιου συνδυασμού έχει
ως αποτέλεσμα την παραγωγή είτε
α) ενδιάμεσων υλικών αγαθών, μετασχηματισμένων
δηλαδή πρώτων υλών που προορίζονται για περαιτέρω επεξεργασία ή
β) τελικών
υλικών αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται αντίστοιχα να χρησιμοποιηθούν είτε
για καταναλωτικούς ή επενδυτικούς σκοπούς, δηλαδή για την ανατροφοδότηση της
παραγωγικής διαδικασίας με νέες ποσότητες παγίου κεφαλαίου και πρώτων και
βοηθητικών υλών.
Η τεχνολογία της παραγωγής, (η ποιότητα δηλαδή και ποσότητα
των 3 στοιχείων και ο συνδυασμός τους) μεταβάλλεται διαχρονικά επηρεαζόμενη
βασικά από τον συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ
των παραγωγικών μονάδων. Ο ανταγωνισμός χρησιμοποιεί
κατά κύριο λόγο ως μέσα α) την παραγωγή εντελώς νέων προϊόντων καταναλωτικής η/και παραγωγικής
υφής β) την μείωση του κόστους παραγωγής και συνακόλουθα της τιμής των παραγόμενων
προϊόντων και γ) την βελτίωση της ποιότητάς τους[iv].
Η χρησιμοποίηση αυτών των δυνατοτήτων εκ μέρους των παραγωγικών μονάδων
υπαγορεύεται κατά κανόνα από την
επιδίωξη αποκόμισης μεγαλύτερων κερδών (πρωτοποριακά κέρδη) ή την εκ μέρους των ακολουθούντων τους
πρωτοπόρους προσπάθεια διατήρησης της κερδοφορίας και της παραμονής των επιχειρήσεών τους στην
αγορά.
Η μεταβολή της τεχνολογίας μιας επιχείρησης,
που προκαλείται από την χρησιμοποίηση των παραπάνω μέσων ανταγωνισμού
έχει μεν, όπως αναφέρθηκε, ως κύριο
κίνητρο την αύξηση (ή μεγιστοποίηση) των κερδών, προϋποθέτει όμως κατά κανόνα και την
αντίστοιχη μεταβολή της εφαρμοζόμενης τεχνικής (ενός δηλαδή ή περισσότερων εκ των 3 στοιχείων
που την συγκροτούν) των επιχειρήσεων ή/και ολόκληρων κλάδων οι οποίοι
είναι προμηθευτές ή και πελάτες της. Εάν οι τεχνικές βελτιώσεις που
μεταβάλλουν την τεχνολογία παραγωγής έχουν ως αποτέλεσμα είτε την αύξηση του
παραγόμενου προϊόντος με την ποσοτικά ίδια χρήση των 3 στοιχείων ή την
διατήρηση του ίδιου ύψους του προϊόντος με μειωμένη χρήση αυτών των στοιχείων, τότε γίνεται λόγος για την δημιουργία τεχνικής προόδου. Η έννοια της τεχνικής προόδου περιλαμβάνει όχι
μόνο την εφάπαξ τεχνική βελτίωση στα πλαίσια μιας επιχείρησης αλλά και την περαιτέρω διάχυση ή διασπορά της σε ολόκληρη κατά το
δυνατόν την οικονομία. Η κατασκευή π.χ
από μία επιχείρηση ενός εντελώς νέου προϊόντος
προϋποθέτει ως επί το πλείστον νέου
είδους εργαλεία και μηχανήματα,
διαφορετικές πρώτες ή επεξεργασμένες ύλες και ενδεχομένως νέες εργασιακές
/ερευνητικές ή οργανωτικές δεξιότητες του εργατικού δυναμικού. Η τελική κατασκευή
του αρχικά σχεδιαζόμενου νέου προϊόντος συνεπάγεται κατά συνέπεια μεγαλύτερες ή
μικρότερες μεταβολές της τεχνολογίας παραγωγής στις επιχειρήσεις περισσότερων κλάδων – προεξάρχοντος του κλάδου των μηχανοκατασκευών[v]
- ή και την εμφάνιση εντελώς νέων παραγωγικών κλάδων.
Η αρχική χρησιμοποίηση και η συνεχής
διαφοροποίηση και βελτίωση των μηχανών στην διεύρυνση της κλαδικής διάρθρωσης,
της ποσοτικής αύξησης και ποιοτικής
βελτίωσης της παραγωγής από την εποχή της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης (από
τα μέσα δηλαδή περίπου του 18ου αιώνα) μέχρι σήμερα έχει επιφέρει επαναστατικές μεταβολές στο ύψος και
τη σύνθεση των παραγόμενων προϊόντων. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί απόδειξη της οργανικής σχέσης και
αλληλεξάρτησης που υπάρχει μεταξύ ανταγωνισμού, μεταβολών της τεχνολογίας και
αντίστοιχης αύξησης και διαφοροποίησης της παραγωγής[vi].
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι κινητήριος
δύναμη των παραπάνω μεταβολών της δομής της παραγωγής αποτέλεσε η προοπτική
κερδοφόρας ικανοποίησης των
καταναλωτικών αναγκών και η αντίστοιχη ενεργός ζήτηση εκ μέρους του
πληθυσμού για τα προσφερόμενα προς ικανοποίησή τους αγαθά. Η γένεση δε και
συνεχής διαφοροποίηση των αναγκών αυτών - σπανίως εξεταζόμενη από τα εγχειρίδια
των οικονομικών επιστημών - με εξαίρεση ίσως των καθαρά βιοτικών δεν προκύπτουν
κατά πηγαίο τρόπο από τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά επηρεάζονται από τον τρόπο, το επίπεδο
και την σύνθεση της εκάστοτε παραγωγής
και της κατανάλωσης. Οι ανάγκες π.χ για παρακολούθηση από την τηλεόραση ενός
ποδοσφαιρικού αγώνα ή η αποστολή μηνυμάτων μέσω του κινητού τηλεφώνου δεν
εμφανίσθηκαν ούτε μπορούσαν να εμφανισθούν κατά την κλασική περίοδο του αρχαίου
ελληνικού πολιτισμού.
H δυνατότητα
εξασφάλισης των 3 βασικών στοιχείων της παραγωγικής διαδικασίας από έναν εθνικό
παραγωγικό μηχανισμό αποτελεί, κατά συνέπεια, αναντικατάστατο δείγμα για την
τεχνικά αυτοδύναμη επέκταση, συνεχή διαφοροποίηση και ποιοτική βελτίωση της
εθνικής παραγωγής. Η παραγωγή δε και η προσφορά ειδικά των δύο βασικών στοιχείων της
παραγωγικής διαδικασίας δηλαδή των αγαθών παγίου κεφαλαίου και της ειδικευμένης
εργασιακής δύναμης, ιδιαίτερα των πρώτων,
εξαρτάται τόσο από τον διεθνή
καταμερισμό εργασίας όσο και από την
τεχνική – οργανωτική ανάπτυξη των εθνικών παραγωγικών μονάδων και το
επιστημονικό επίπεδο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μιας χώρας.
Αυτό σημαίνει
ότι η αυτόνομη κατασκευή ενός μέρους
τουλάχιστον των κεφαλαιουχικών αγαθών από τον παραγωγικό μηχανισμό μιας
κοινωνίας αποτελεί αδιάψευστο κριτήριο των τεχνικών δυνατοτήτων αυτής της
κοινωνίας. Με την εγχώρια δε κατασκευή εργαλείων, μηχανημάτων και
μεταφορικών μέσων που αντιστοιχούν στο τεχνικό επίπεδο και τις
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της συγκεκριμένης κοινωνίας και την κατάλληλη
οργάνωση του εκπαιδευτικού της συστήματος εξασφαλίζονται οι βασικοί όροι της
ανταγωνιστικής ικανότητας των παραγωγικών
μονάδων αυτής της κοινωνίας. Εξυπακούεται ότι η ανταγωνιστική αυτή
ικανότητα επιτυγχάνεται τελικά στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού και
εξειδίκευσης της παραγωγής. Η προσφορά του τρίτου στοιχείου, των πρώτων δηλαδή
και βοηθητικών υλών, εξαρτάται ως επί το πλείστον από κλιματικούς και
γεωλογικούς παράγοντες που είναι βασικά ανεξάρτητοι από τις τεχνικές ικανότητες
μιας χώρας. Οι ύλες αυτές (όπως π.χ διάφορα αγροτικά προϊόντα, πολύτιμα ορυκτά,
πετρέλαιο κ.λ.π) δεν είναι πάντα προσιτές σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της
γης και η απόκτησή τους εξασφαλίζεται αναγκαστικά μέσω διακρατικών ανταλλαγών
και μεταφοράς από τις χώρες που τις διαθέτουν
στις χώρες που τις χρησιμοποιούν.
2.2. Τα δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού παραγωγικού
μηχανισμού
Στην
Ελλάδα σταμάτησε ουσιαστικά η παραγωγή αγαθών παγίου κεφαλαίου
(πλην κατασκευών) κατά το διάστημα της
μετάβασης της παραγωγής αυτών των αγαθών από την χειροτεχνική και βιοτεχνική
στην εργοστασιακή μορφή οργάνωσης των
παραγωγικών μονάδων. Η παρατήρηση αυτή αφορά κυρίως στην αυτοδύναμη κατασκευή
από τους εγχώριους χειροτέχνες και βιοτέχνες όλων σχεδόν των απαιτούμενων
εργαλείων και στοιχειωδών ακόμη μηχανημάτων για την γεωργική παραγωγή καθώς και
την ναυπήγηση ιστιοφόρων πλοίων στα ναυπηγεία της Σύρου, Γαλαξιδίου, Πειραιά κ.λ.π. Η γενική εκμηχάνιση της εθνικής
παραγωγής στις τεχνολογικά προηγηθείσες
χώρες του εξωτερικού – αρχής γενομένης από την Αγγλία - μέσω της γενικής χρήσης
επιτόπια παραγόμενων μηχανών ανάγκασε
τις ελληνικές κατασκευαστικές μονάδες λόγω φθίνουσας ανταγωνιστικής ικανότητας
και επιβολής όρων ελευθέρου εμπορίου είτε να εγκαταλείψουν σταδιακά εξ
ολοκλήρου την κατασκευαστική δραστηριότητα ή να περιορισθούν σε καθαρά
επισκευαστικές εργασίες των εισαγόμενων από το εξωτερικό μηχανημάτων και
μεταφορικών μέσων.
Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης, εκτός των αρνητικών
επιπτώσεων που αναπόφευκτα είχε στην απασχόληση και το ισοζύγιο εξωτερικών
πληρωμών, ήταν η απαξίωση της μέχρι τότε αποκτηθείσας τεχνογνωσίας μαζί με τους υλικούς και
ανθρώπινους φορείς της.
Η απαξίωση αυτή απέτρεψε – και αυτό είναι ιδιαίτερα
σημαντικό – την αξιοποίησή της για την μετάβαση σε τεχνολογικά ανώτερες μορφές
οργάνωσης των εγχώριων επιχειρήσεων όπως αυτό συνέβη στις ανεπτυγμένες χώρες
του εξωτερικού. Η τεχνική αδυναμία εγχώριας παραγωγής προϊόντων παγίου
κεφαλαίου, που αποτελούν προϋπόθεση κάθε σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας και
όρο μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικής ικανότητας των παραγωγικών μονάδων, σήμανε την έναρξη της τεχνικής καταρχήν και
οικονομικής, όπως θα δειχθεί στη συνέχεια,
εξάρτησης της χώρας από τις τεχνολογικά και οικονομικά ανεπτυγμένες
χώρες του εξωτερικού.
3. Η
συζήτηση για την κατάλληλη αναπτυξιακή
στρατηγική.
3.1
Οι προτάσεις Δ. Μπάτση και Κ. Βαρβαρέσου
Το πρόβλημα της βαθμιαίας δημιουργίας κλάδων
εγχώριας παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών
και γενικότερα βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα τέθηκε από τον Δ. Μπάτση ήδη από
το 1947 στα πλαίσια της πράγματι αξιόλογης συζήτησης που έλαβε χώρα κατά την
αμέσως μεταπολεμική περίοδο με θέμα την επιλογή της κατάλληλης για την χώρα
στρατηγικής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Στην συζήτηση αυτή
συμμετείχαν πολλοί τεχνικοί και κοινωνικοί
επιστήμονες (μεταξύ άλλων οι Ζολώτας, Αγγελόπουλος, Κιτσίκης,
Βαρβαρέσος, Μπάτσης, Καρτάλης, Ζίγδης κ.λ.π).
Ιδιαίτερης βαρύτητας και γενικά αντιπροσωπευτικές για τη συζήτηση αυτή
ήσαν οι απόψεις που διατύπωσαν γραπτώς οι Δ. Μπάτσης[vii] και Κ.Βαρβαρέσος[viii].
Ο Μπάτσης, εμφορούμενος από σοσιαλιστικές
ιδέες, υποστήριξε την αναγκαιότητα προγραμματισμένης (επεξεργάστηκε 3
αντίστοιχα επενδυτικά προγράμματα)
δημιουργίας βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα ως προϋπόθεση για την
επίτευξη όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της πολιτικής ανεξαρτησίας της
χώρας. Εκφράζοντας δε τις απόψεις των δυνάμεων της εθνικής αντίστασης και
ιδιαίτερα της οργάνωσης ΕΠ-ΑΝ (επιστήμη – ανοικοδόμηση) θεωρούσε ως αναπόφευκτο
φορέα των προτεινόμενων έργων το δημόσιο και χρηματοδότη το τραπεζικό σύστημα
του οποίου πρότεινε την εθνικοποίηση.
Ο καθηγητής Κ. Βαρβαρέσος αντίθετα
επικέντρωσε τις προτάσεις του πρωτίστως στην αντιμετώπιση της δύσκολης
οικονομικής κατάστασης εκείνης της περιόδου (αρχές της 10ετίας του 1950)
διατύπωσε όμως, ως συνεπής εκφραστής των φιλελεύθερων ιδεών, και τις σκέψεις
του για την στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης που θεωρούσε ενδεδειγμένη για την
χώρα.
Η στρατηγική αυτή ήταν διαμετρικά
αντίθετη από την πρόταση του Μπάτση.
Ο Βαρβαρέσος πρότεινε συγκεκριμένα την
κατά προτεραιότητα προώθηση της αγροτικής παραγωγής και της κατασκευής λαϊκών κατοικιών.
Απόρριπτε ως οικονομικά ανορθολογική την
δημιουργία βαριάς βιομηχανίας και
εισηγείτο αντί αυτής την ανάπτυξη μικρών περιφερειακών μονάδων παραγωγής ειδών
λαϊκής κυρίως κατανάλωσης. Μετά το τραγικό τέλος του Μπάτση (εκτελέσθηκε ως
γνωστόν μαζί με τον Μπελογιάννη το Μάρτη του 1952) σταμάτησε ουσιαστικά και η
συζήτηση για την δημιουργία βαριάς
βιομηχανίας στην Ελλάδα.
3.2 Η
επιλεγείσα στρατηγική
Γεωργικό χώρο
Οι
κύριες κατευθύνσεις της στρατηγικής
οικονομικής ανάπτυξης που επελέγησαν τελικά κατά και εφαρμόσθηκαν μεταπολεμικά στην
Ελλάδα, υπαγορεύθηκαν κυριολεκτικά από τους εκπροσώπους της τότε αμερικανικής
αποστολής (στις αρχές της 10ετίας του 1950). Η αποστολή αυτή, λόγω των ειδικών
πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την αμέσως μετεμφυλιακή περίοδο στη χώρα αλλά και διεθνώς (απαρχές
ψυχρού πολέμου), ασκούσε ουσιαστικά μέσω των μελών της κυβερνητική εξουσία
καθορίζοντας π.χ μεταξύ άλλων τον τρόπο διάθεσης όχι μόνο των αμερικανικών αλλά ακόμη και των
γλίσχρων εκείνης της εποχής ελληνικών χρηματικών πόρων[ix].
Οι Αμερικανοί απέρριψαν, όπως αναμενόταν,
κατηγορηματικά τις προτάσεις του Μπάτση περί δημιουργίας βαριάς βιομηχανίας και
εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος καθώς επίσης και τις φιλολαϊκές πλευρές
(κατασκευή π.χ λαϊκών κατοικιών) των οικονομικών προτάσεων του καθηγητή Βαρβαρέσου.
Γνωστοί υπέρμαχοι του μηχανισμού της αγοράς, του ελεύθερου
εμπορίου, και της ελεύθερης δράσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας εισηγήθηκαν οι εκπρόσωποι της αμερικανικής
αποστολής την ¨εξασφάλιση επαρκούς
προσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για την ίδρυση μικρών βιομηχανιών
παραγωγής καταναλωτικών αγαθών ελβετικού και βαυαρικού τύπου με προοπτική
εξαγωγής τους στις χώρες της Μέσης Ανατολής¨[x].
Κατά την διάρκεια της 10ετίας του 1950 δημιουργήθηκαν πράγματι βάσει του
σχεδίου Μάρσαλ αξιόλογες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και έργα
βελτίωσης της υποδομή στον γεωργικό τομέα (αποξηραντικά και αρδευτικά κυρίως
έργα). Παρά την ασκηθείσα όμως έντονη κριτική απέναντι στις αντιαναπτυξιακές συμπεριφορές των εκπροσώπων της τότε ιθύνουσας
τάξης –χαρακτηριστικό παράδειγμα η τύχη των αποκαλούμενων ¨πατωμένων
πιστώσεων¨- οι Αμερικανοί καθιέρωσαν ως κύριο φορέα της αναπτυξιακής
διαδικασίας την εγχώρια και ξένη ιδιωτική πρωτοβουλία (βλέπε Ν 2687/ 1953 για
τις ξένες επενδύσεις),
Αν εξαιρέσει κανείς μερικές αναποτελεσματικές τελικά διακηρύξεις
που διατυπώθηκαν (μέσω του 5ετούς
προγράμματος 1983-87) από την πρώτη κυβέρνηση
του Α. Παπανδρέου, οι απόψεις αυτές της αμερικανικής αποστολής αποτέλεσαν τον πυρήνα του
αναπτυξιακού μοντέλου που εφαρμόσθηκε περισσότερο ή λιγότερο προσαρμοσμένο στις
εγχώριες και διεθνείς κοινωνικοοικονομικές συνθήκες από όλες τις μεταπολεμικές
κυβερνήσεις της Ελλάδας.
4. Κύριες
συνέπειες των δομικών προβλημάτων της εγχώριας παραγωγής
4.1
Γενικές διαπιστώσεις
Η αδυναμία έστω και στοιχειώδους ανάπτυξης βιομηχανικών
μονάδων παραγωγής αγαθών παγίου κεφαλαίου (πλην κατασκευών) καθώς και κλάδων ή
επιχειρήσεων που αποτέλεσαν ιστορικά και
εξακολουθούν να αποτελούν τους προμηθευτές
των αναγκαίων για την παραγωγή τους
αγαθών και υπηρεσιών, έχει οδηγήσει de facto στην
δημιουργία και εμπέδωση στην Ελλάδα ενός κλαδικά αποδιαρθρωμένου, τεχνικά
εξαρτημένου και σχετικά καθυστερημένου εγχώριου παραγωγικού συστήματος με μεγάλα παραγωγικά κενά στο
πλέγμα των διακλαδικών και διεπιχειρησιακών του ροών. Με βάση τις
στατιστικά τεκμηριωμένες αυτές διαπιστώσεις
μπορούμε να απαριθμήσουμε και να περιγράψουμε συνοπτικά μερικές από τις
κύριες συνέπειες που είχε η παραγωγική δομή της χώρας στη διαδικασία της
μεταπολεμικής οικονομικής της εξέλιξης. Οι συνέπειες αυτές είναι εν συντομία οι
εξής:
α) Η
αδυναμία δημιουργίας και διάχυσης
τεχνικής προόδου
Όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία της παραγράφου
2 και τις σχετικές διαπιστώσεις της παραγράφου 3 το αποδιαρθρωμένο και τεχνικά
εξαρτημένο εγχώριο παραγωγικό σύστημα αδυνατούσε και εξακολουθεί να αδυνατεί εξ
αντικειμένου να δημιουργήσει αυτοδύναμα εντελώς νέα προϊόντα ή να εφεύρει και
εισάγει νέες μεθόδους παραγωγής που να επιτυγχάνουν αισθητή μείωση του κόστους
(και των τιμών) ή βελτίωση της ποιότητας των εγχώριων προϊόντων[xi].
Η αδυναμία αυτή που ισοδυναμεί με ουσιαστική ανικανότητα των εγχώριων
παραγωγικών μονάδων να ενσωματώσουν αυτοδύναμα τυχόν εφευρέσεις ή/και
σημαντικές τεχνικές βελτιώσεις μέσω καινοτομικών πρωτοβουλιών στην παραγωγική
διαδικασία, αποτελεί την κύρια εξήγηση
της αποδεδειγμένα πλέον περιορισμένης ανταγωνιστικής ικανότητας των εγχώριων
μονάδων, ιδιαίτερα εκείνων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα.
β) Η
περιορισμένη συσσώρευση παγίου
κεφαλαίου στη μεταποιητική βιομηχανία
Η ανυπαρξία, όπως τονίσθηκε, κλάδων και παραγωγικών επιχειρήσεων που
εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στην παραγωγή εργαλείων, μηχανημάτων και μεταφορικών
μέσων (πλην κατασκευών) αποκλείει αναγκαστικά κάθε δυνατότητα συσσώρευσης
παγίου κεφαλαίου σε αυτούς τους κλάδους
και επιχειρήσεις με εξαίρεση τις μονάδες που ασχολούνται αποκλειστικά με
επισκευαστικές εργασίες και μερικά περιορισμένων τεχνικών δυνατοτήτων ναυπηγεία
που πραγματοποιούν ακόμη μικρής έκτασης και χωρητικότητας ναυπηγήσεις. Εκτός από
την έλλειψη συσσώρευσης παγίου
κεφαλαίου στους ουσιαστικά ανύπαρκτους αυτούς
κλάδους, εμφανίζονται παράλληλα
περιορισμοί κερδοφόρας συσσώρευσης και σε άλλους κλάδους και
επιχειρήσεις της μεταποιητικής κυρίως βιομηχανίας. Οι περιορισμοί αυτοί
οφείλονται στην υπό καθεστώς ανταγωνισμού και ελευθέρου εμπορίου μακροπρόθεσμα
προβληματική, όπως διαπιστώθηκε, ανταγωνιστική τους ικανότητα. Η υπάρχουσα
ελληνική βιομηχανία συγκρινόμενη με την αντίστοιχη βιομηχανία των οικονομικά ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών παρουσιάζει μία
διάρθρωση που την χαρακτηρίζει είτε ή ουσιαστική ανυπαρξία βασικών κλάδων και επιχειρήσεων, ιδιαίτερα
εκείνων που ανήκουν στις τεχνολογίες αιχμής, είτε η ύπαρξη επιχειρήσεων και
κλάδων που ασχολούνται με δραστηριότητες ευκαιριακού χαρακτήρα, με συνήθως
ανύπαρκτες ή υποτυπώδεις ενδοκλαδικές
και διακλαδικές διασυνδέσεις.
γ) Η αύξηση της ανεργίας και της
υποαπασχόλησης
Ο συγκριτικά μικρός (και κατακερματισμένος)
γεωργικός κλήρος (32 - 35 περίπου στρέμματα κατά μέσο όρο), η μειονεκτική
μορφολογία της καλλιεργήσιμης γεωργικής γης (ιδιαίτερα η συγκριτικά μεγάλη
αναλογία των ημιορεινών και ορεινών
περιοχών) και η σταδιακή εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής δημιούργησε
και διεύρυνε το παραγωγικά πλεονάζον εργατικό δυναμικό στον αγροτικό τομέα
ιδιαίτερα κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές 10ετίες. Δεδομένου εξ άλλου ότι τα
σύγχρονα μηχανήματα και μεταφορικά μέσα καθώς και πολλά άλλα εφόδια και
φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες προέρχονταν στην συντριπτική τους
πλειοψηφία από το εξωτερικό η αύξηση του εργατικού πλεονάσματος, που αυτά de facto δημιουργούσαν, δεν
εύρισκε παρά μόνο εν μέρει παραγωγική
απασχόληση στις εγχώριες βιομηχανικές μονάδες και γενικότερα στα αστικά
κέντρα της χώρας. Πέραν του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στον αγροτικό
τομέα προβληματική ήταν και η εξεύρεση απασχόλησης των νεοεισερχόμενων στην
αγορά εργασίας ηλικιών των αστικών περιοχών, λόγω κυρίως της υπανάπτυξης της
εγχώριας βιομηχανίας και των άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενων με αυτή υπηρεσιών.
Αισθητή επιδείνωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας στα μεγάλα κυρίως αστικά
κέντρα αποτέλεσε και η μαζικά μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών κατά την διάρκεια και το τέλος του εμφυλίου
πολέμου.
δ) Η εξεύρεση συναλλαγματικών πόρων
(πριν την είσοδο στην ΟΝΕ)
Εξ
αιτίας της αδυναμίας παραγωγής νέων γενικά προϊόντων από τον εγχώριο παραγωγικό
μηχανισμό τα συνεχώς νεοεμφανιζόμενα ή ποιοτικά βελτιούμενα καταναλωτικά,
επενδυτικά και ενδιάμεσα προϊόντα - στο βαθμό που υπήρχαν δυνατότητες
αντίστοιχης ζήτησης - εισάγονταν και εξακολουθούν να εισάγονται αποκλειστικά
από το εξωτερικό. Η εξ αυτού του λόγου συνεχώς συρρικνούμενη μη ανταγωνιστική
εγχώρια υλική παραγωγή των διεθνώς κυρίως εμπορεύσιμων προϊόντων – τελευταία και στον αγροτικό τομέα – έθετε επιτακτικά στις
κυβερνήσεις που άσκησαν την εξουσία κατά την μεταπολεμική περίοδο, πέραν του
προβλήματος της εγχώριας απασχόλησης, το
πιεστικό πρόβλημα της αναζήτησης πηγών χρηματοδότησης των συνεχώς αυξανόμενων
εισαγωγών που αδυνατούσε τεχνικά να
παράγει ο εγχώριος παραγωγικός μηχανισμός και δεν μπορούσαν, όπως θα
διαπιστώσουμε, να καλυφθούν από τις
εισπράξεις των ελληνικών εξαγωγών.
Το καθεστώς που είχε γενικά διαμορφωθεί στις
εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της Ελλάδας με τις τεχνολογικά κυρίως
ανεπτυγμένες χώρες του εξωτερικού ήταν σε γενικές γραμμές το ακόλουθο: Οι εισαγωγές καταναλωτικών, επενδυτικών και
ενδιάμεσων - κυρίως νέων αλλά και παραδοσιακών - προϊόντων αυξάνονταν
καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο σταθερά διευρύνοντας το χάσμα που
προκύπτει από την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών. Η ασυνήθιστα υψηλή αρνητική
αναλογία εισαγωγών - εξαγωγών κυμαινόταν περίπου μεταξύ 3 προς
1 υπέρ των εισαγωγών.
Η ουσιαστική
παγίωση αυτής της κατάστασης εκφράζεται
εύγλωττα από το ορατό πλέον μεγάλο και
συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό κάλυψης της
εγχώριας ζήτησης από τα εισαγόμενα προϊόντα και την απορρέουσα από αυτό
διεύρυνση του εξωτερικού εμπορικού ελλείμματος. Η αρνητική επίδραση του
αυξανόμενου εμπορικού ελλείμματος στην ανάπτυξη της οικονομίας υπέβοσκε καθόλη
την μεταπολεμική περίοδο – αντιμετωπιζόταν με δανεισμό και υποτιμήσεις της
δραχμής - και ήταν επόμενο κάποτε να εκδηλωθεί φανερά – όπως και έγινε - το
πλήρες αδιέξοδό του.
5. Αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της
εγχώριας παραγωγής.
Τις παραπάνω αρνητικές συνέπειες του εγχώριου
παραγωγικού συστήματος ήσαν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένες να χειρισθούν
πολιτικά οι ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις που υπήρξαν εν μέρει και οι
ίδιες δημιουργοί των συνθηκών που είχαν αυτές τις συνέπειες. Όφειλαν δηλαδή να αντιμετωπίσουν τα αρνητικά,
όπως διαπιστώσαμε, αποτελέσματα που
προέκυπταν από την εφαρμογή του υπαγορευμένου
από την αμερικανική αποστολή
μοντέλου αναπτυξιακής στρατηγικής.
Ποιες
όμως συγκεκριμένα πολιτικές εφάρμοσαν οι
μεταπολεμικές κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση των παραπάνω καθοριστικών για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και
κοινωνίας συνεπειών;
α) Όσον αφορά την εξήγηση της
περιορισμένης ανταγωνιστικής ικανότητας των εγχώριων παραγωγικών μονάδων ουδέποτε
έγινε επίσημα ή ανεπίσημα παραδεκτό ότι
η τεχνική και οργανωτική υπανάπτυξη του εγχώριου παραγωγικού συστήματος
αποτελεί την κύρια αιτία της χαμηλής
ανταγωνιστικότητας των εγχώριων προϊόντων και ιδιαίτερα των διεθνώς
εμπορεύσιμων. Αποτελούσε και εξακολουθεί
ακόμη να αποτελεί και σήμερα πάγια σχεδόν επωδό των αρμόδιων κυβερνητικών και
επιχειρηματικών φορέων o ισχυρισμός ότι
η έλλειψη ανταγωνιστικότητας των εγχώριων παραγωγικών μονάδων οφείλεται
στο θεωρούμενο ως υψηλό επίπεδο των μισθών ή αποδίδεται επιλεκτικά σε μερικά
αρνητικά αίτια, όπως π.χ ή γραφειοκρατία της δημόσιας διοίκησης, που
χρησιμοποιούνται κατά διαστήματα από διάφορους διεθνείς οργανισμούς για την
ιεραρχική κατάταξη των χωρών με βάση την «ανταγωνιστική τους ικανότητα [xii]».
Επειδή η πλειοψηφία αυτών των κριτηρίων ανταγωνιστικότητας αφορά στην
ποιότητα θεσμών και λειτουργιών του
εποικοδομήματος γι’ αυτό και
αντικατοπτρίζουν, ως επί το πλείστον, άμεσα ή έμμεσα το υπάρχον τεχνικό –
οργανωτικό επίπεδο του κάθε εθνικού
παραγωγικού συστήματος, ανάγεται δηλαδή σε τελική ανάλυση στις εγγενείς του
τεχνικές - οργανωτικές ικανότητες ή/και
αδυναμίες.
β) Οι περιορισμοί συσσώρευσης παγίου
κεφαλαίου αφενός στους κλάδους παραγωγής αγαθών αυτού του είδους κεφαλαίου
(εργαλείων μηχανημάτων και μεταφορικών μέσων) και αφετέρου στις χαμηλής
παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας
παραγωγικές μονάδες των υπόλοιπων τομέων και κλάδων ανάγκασε την ιδιωτική
πρωτοβουλία να στραφεί προς επιχειρηματικές ευκαιρίες με λίγο ή πολύ εξασφαλισμένη
κερδοφορία και αποφυγή κατά το δυνατόν κάθε δραστηριότητας που θα αντιμετώπιζε
τον άμεσο ανταγωνισμό των παραγωγικών μονάδων των τεχνολογικά
ανεπτυγμένων χωρών. Τέτοιες ευκαιρίες που προσφέρονται κατά κανόνα σε όλες σχεδόν τις τεχνολογικά εξαρτημένες
χώρες εντοπίζονται συνήθως α) στον τομέα
των κατασκευών (κατασκευή κυρίως
κατοικιών και δημοσίων έργων) β) στο
εμπόριο γενικά με υπερτροφική συνήθως
ανάπτυξη του λιανικού εμπορίου γ) στον τομέα του τουρισμού δ) στις χερσαίες μεταφορές και τέλος σε μονάδες της μεταποιητικής
βιομηχανίας που παράγουν κυρίως i) μη διεθνώς
εμπορεύσιμα προϊόντα ii)
παραδοσιακά καταναλωτικά και ενδιάμεσα προϊόντα έντασης κατά προτίμηση
εργασίας iii) συμπληρωματικά προς την παραγωγή των τεχνολογικά
ανεπτυγμένων χωρών προϊόντα iv) καταναλωτικά ως επί το πλείστον προϊόντα
από εγκατεστημένα στην Ελλάδα παραρτήματα πολυεθνικών εταιρειών ή παραγωγή
τυποποιημένων προϊόντων με δικαίωμα χρήσης ξένων προτύπων και την πληρωμή
αντίστοιχων Royalties[xiii].
Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι τόσο η
γεωργία όσο και η βιομηχανία δεν αποτελούσαν ελκυστικούς τομείς επένδυσης
παρά τα προσφερόμενα από την πολιτεία
γενναιόδωρα κατά κανόνα φορολογικά, νομισματικά και διοικητικά κίνητρα[xiv].
Τις περισσότερες φορές οι ιδιώτες επιχειρηματίες, από την περίοδο ακόμη των
διαβόητων «παγωμένων πιστώσεων», καταστρατηγώντας ή παρακάμπτοντας τις
δεσμεύσεις του νόμου περί κινήτρων, εισέπρατταν τις χρηματικές επιδοτήσεις και
τις διέθεταν τελικά αντί για επενδύσεις στους παραγωγικούς τομείς για τους
οποίους και προορίζονταν σε άλλες πιο επικερδείς (συνήθως εμπορικές) δραστηριότητες[xv].
γ) Το οξύ πρόβλημα της ανεργίας και
υποαπασχόλησης αντιμετωπίσθηκε α) με
την προώθηση της μαζικής μετανάστευσης των ελλήνων σε παραγωγικές βασικά
ηλικίες στην Αυστραλία, Καναδά και στις
ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως στην Δυτική Γερμανία) β) με την εξίσου μαζική
πρόσληψη, κατά προτίμηση με κομματικά κριτήρια, υπεράριθμων σε υπηρεσίες,
οργανισμούς και επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ολυμπιακή, ΟΣΕ κ.λ.π) του δημόσιου
γενικά τομέα γ) με την απορρόφηση ενός τμήματος
από τον αναπτυσσόμενο τομέα των κατασκευών[xvi]
(κυρίως κατοικιών) και την παροχή υπηρεσιών τουρισμού και τέλος δ) με την μαζική στροφή και ανάληψη
ενός υπερβολικά μεγάλου αριθμού μικρής κλίμακας επιχειρηματικές δραστηριότητες
στον τριτογενή γενικά τομέα (τομέας των
υπηρεσιών) και κατά πρώτο λόγο σε σωρεία μικροεπιχειρήσεις του λιανικού
εμπορίου και των μεταφορών (λεωφορεία, φορτηγά, ταξί). Η μεν μετανάστευση
στέρησε την Ελλάδα από εργατικό δυναμικό
των πιο παραγωγικών ηλικιών, η δε μαζική πρόσληψη στο δημόσιο τομέα διόγκωσε το
κόστος για μισθούς και συντάξεις και αύξησε τη γραφειοκρατία, και τις εστίες
της αναξιοκρατίας και της διαφθοράς. Ειδικά οι αθρόες προσλήψεις στις δημόσιες
επιχειρήσεις προκάλεσαν αύξηση του κόστους λειτουργίας τους και συνακόλουθα και
των τιμών των προσφερόμενων υπηρεσιών τους. Οι μικροεπιχειρήσεις του λιανικού
εμπορίου κατόρθωναν να επιβιώνουν προσφέροντας αναγκαστικά τα προϊόντα σε
υψηλές τιμές, αποφεύγοντας συνήθως με διάφορους τρόπους τη φορολόγηση και
παραβιάζοντας κατά κανόνα τις διατάξεις
της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Σχετικά με την ανάπτυξη των
μεταφορών η κρατική πολιτική υποβοήθησε άμεσα ή έμμεσα την δημιουργία κλειστών
επαγγελμάτων και στην περίπτωση των
φορτηγών και λεωφορείων στην ουσιαστική καταδίκη των δημόσιων σιδηροδρόμων.
δ) Η κατάσταση του ισοζυγίου εξωτερικών
πληρωμών είχε συνοπτικά ως εξής : Στο ύψος του μεγάλου και απόλυτα
αυξανόμενου ελλείμματος των εμπορικών
ανταλλαγών με το εξωτερικό πρέπει να προστεθεί και το αντίστοιχο έλλειμμα που
εμφανίζει εν τω μεταξύ και η κίνηση των εισοδημάτων (αμοιβές, μισθοί - τόκοι,
μερίσματα, κέρδη) που πραγματοποιούνται από και προς το εξωτερικό. Το σύνολο
των παραπάνω δύο ελλειμμάτων (εμπορικού και εισοδημάτων) δεν καλύπτεται παρά
μόνο εν μέρει από το πλεόνασμα που προκύπτει από τις καθαρές εισπράξεις
του τουρισμού αλλοδαπών και της υπερπόντιας εμπορικής ναυτιλίας. Μετά
κυρίως την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ένα αρκετά αξιόλογο ποσοστό - όχι όμως
το σύνολο - του υπόλοιπου ελλείμματος καλύπτεται από τις δωρεάν μεταβιβάσεις
χρηματικών πόρων (χρηματικά πακέτα της ΕΕ, μεταναστευτικά εμβάσματα κ.α) από το
εξωτερικό και κυρίως την σύναψη δανείων. Η τελική κάλυψη του ελλείμματος
των διεθνών μας συναλλαγών εξασφαλιζόταν κατά το τελευταίο ειδικά χρονικό
διάστημα -του έτους 2007-8 συμπεριλαμβανομένου- από την αγορά εγχώριων
χρηματιστηριακών τίτλων από αλλοδαπούς επενδυτές, που πέραν του συγκυριακού της
χαρακτήρα ισοδυναμούσε και αυτή τελικά
με εξωτερικό δανεισμό. Η μαζική δε φυγή των κεφαλαίων αυτών από την εγχώρια
κεφαλαιαγορά, μόλις εμφανίσθηκαν στο εξωτερικό
τα πρώτα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης (2008), αποτέλεσε την έναρξη και επιτάχυνση των αρνητικών συνεπειών
της κρίσης και στην Ελλάδα και απέδειξε την διοικητικά ανεξέλεγκτη και ουσιαστικά απρόβλεπτη διεθνή κίνηση αυτών των
κεφαλαίων.
Ανακεφαλαιώνοντας τα αποτελέσματα της
οικονομικής πολιτικής των μεταπολεμικών γενικά κυβερνήσεων μπορούμε
συμπερασματικά να πούμε ότι τελικά ούτε
το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας των
εγχώριων παραγωγικών μονάδων αντιμετωπίσθηκε ούτε και ρεαλιστικές λύσεις για
την παραγωγική απασχόληση και κυρίως το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών μπόρεσε να
εξασφαλισθεί. Αντίθετα τα προβλήματα αυτά οξύνθηκαν με την είσοδο της χώρας
στην ΕΟΚ (μετέπειτα ΕΕ) με τη γνωστή κατάληξη.
Η σημερινή τραγική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και
κοινωνίας αποτελεί αδιάψευστο
¨επίτευγμα¨ της κατά τα φαινόμενα ακατάλληλης και αναντίστοιχης προς τις ανάγκες της πολιτικής. Ένα π.χ αντιπροσωπευτικό
δείγμα της διαστρεβλωμένης διάρθρωσης του εγχώριου παραγωγικού συστήματος είναι
η ασυνήθιστη για χώρες του επιπέδου ανάπτυξης της Ελλάδας συμβολή των 3 παραγωγικών
τομέων στη σύνθεση του Ακαθάριστου εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Σύμφωνα με
τελευταίες στατιστικές η Γεωργία συμβάλλει κατά 3,0%, η Βιομηχανία κατά 12,0%
και οι Υπηρεσίες κατά 85,0% στο ΑΕΠ. Είναι προφανές ότι σεβαστό τμήμα του τομέα
των υπηρεσιών υποκρύπτει έντονη παρασιτική δραστηριότητα. Είναι, ως εκ τούτου
αναπόφευκτο να τεθεί εκ νέου το πρόβλημα
της ενδεδειγμένης στρατηγικής για την μελλοντική αναπτυξιακή κατεύθυνση της
χώρας, όπως αυτό έγινε στις αρχές της 10ετίας του 1950.
6. Το ¨παλαιό¨
και το “νέο” μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης
6.1 Tα
βασικά χαρακτηριστικά του παλαιού μοντέλου
Μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων της
επερχόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης τα πολιτικά κόμματα που είχαν την
ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ και
Ν.Δ) αλλά και η πλειοψηφία των ΜΜΕ και των κοινωνικών επιστημόνων αναγνώρισαν
κάτι που ήταν πλέον αυτονόητο. Ότι
δηλαδή η οικονομική πολιτική ή, όπως συνηθίζεται, το
μοντέλο[xvii]
οικονομικής ανάπτυξης που εφαρμόσθηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα δεν είναι πλέον εφαρμόσιμο και ότι χρήζει
οπωσδήποτε βελτίωσης[xviii]
αν όχι αντικατάστασης. Δεν γίνεται όμως από την πλευρά κυρίως των υποστηρικτών
αυτής της άποψης (πολιτικών, επιστημόνων, δημοσιογράφων) διεξοδική αναφορά ούτε
στη δομή και την θεωρητική θεμελίωση του
παλαιού μοντέλου ούτε, έστω και συνοπτικά, στα κύρια σημεία διαφοροποίησης του
υποτίθεται εκκολαπτόμενου νέου μοντέλου από το παλαιό.
Αυτό που στο
ακαδημαϊκό αλλά και πολιτικό επίπεδο είχε προταθεί γενικά από την διεθνώς
επικρατούσα αναπτυξιακή θεωρία και στρατηγική ως το ενδεδειγμένο μοντέλο
οικονομικής ανάπτυξης κατά την μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν τίποτα άλλο από
την αναπτυξιακή στρατηγική που υπαγόρευσε η αμερικανική αποστολή στην Ελλάδα
στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο. Η στρατηγική αυτή (εφεξής θα αποκαλείται
μοντέλο) συνίστατο, όπως είδαμε, στην γενική ανακήρυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του ελεύθερου
ανταγωνισμού ως των κύριων μοχλών
προώθησης της οικονομικής δραστηριότητας εντός πάντα των πλαισίων που υπαγόρευαν οι επικρατούσες συνθήκες στην εσωτερική και διεθνή αγορά. Ο ρόλος του κράτους και ειδικότερα των 5ετών οικονομικών
προγραμμάτων, που μέχρι τις αρχές της 10ετίας του 1990 εθεωρούντο ως αναγκαία
όργανα της αναπτυξιακής πολιτικής, συνίστατο κυρίως στην δημιουργία ευνοϊκού
επιχειρηματικού περιβάλλοντος προς διευκόλυνση της δράσης των ιδιωτών
επιχειρηματιών. Το ευνοϊκό περιβάλλον
συνίστατο κυρίως στην εξασφάλιση εκ
μέρους του κράτους της βασικής υποδομής (π.χ ενέργεια, συγκοινωνίες,
επικοινωνίες, υγεία, εκπαίδευση) και την θέσπιση πολύπλευρων (νομισματικών,
φορολογικών, διοικητικών κ.λ.π) αναπτυξιακών κινήτρων.
Οι βασικές
κατευθύνσεις αυτού του μοντέλου είχαν
ήδη γίνει, όπως είναι γνωστό, από το τέλος του πολέμου υπό την υπόδειξη και,
όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, ασφυκτική πίεση της αμερικανικής αποστολής,
επίσημα αποδεκτές τόσο από τα ελληνικά κυβερνητικά κόμματα όσο και από την
πλειοψηφία των ΜΜΕ και της ακαδημαϊκής κοινότητας της χώρας. Επιβεβαίωση αυτού
του ισχυρισμού αποτελούν οι διακηρυσσόμενοι γενικά σκοποί και τα προτεινόμενα
μέτρα των 11 κυρίως 5ετών προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που
συντάχθηκαν κατά την διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου μέχρι της αρχές της
10ετίας του 1990[xix].
6.2 Το ¨νέο¨ μοντέλο της παγκοσμιοποίησης
Τα βασικά
χαρακτηριστικά αυτού του νέου μοντέλου, που μόλις αναφέρθηκαν, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την 10ετία
του 1990 (κατά την τελευταία δηλαδή 20ετία) με μερικές προσαρμογές που
προέκυψαν από την βαθμιαία απελευθέρωση
και ελεύθερη διακίνηση των διεθνών χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων. Τα συσσωρευμένα και σε μεγάλο βαθμό λιμνάζοντα
αυτά κεφάλαια στα χρηματοπιστωτικά
κέντρα των οικονομικά ανεπτυγμένων κυρίως χωρών
εξ αιτίας περιορισμένων δυνατοτήτων ικανοποιητικής κερδοφορίας στους
παραγωγικούς τομείς των χωρών αυτών
πίεσαν και πέτυχαν την πλήρη και σχεδόν ανεξέλεγκτη ελευθερία κινήσεών τους
τόσο στην εσωτερική όσο και στις διεθνείς αγορές. Η εξέλιξη αυτή ευνοήθηκε και
επιταχύνθηκε από την κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών στην ανατολική Ευρώπη
που αποτελούσαν μέχρι τις αρχές της 10ετίας του 1990 ανυπέρβλητο εμπόδιο διείσδυσης των κεφαλαίων αυτών στον αρκετά εκτεταμένο
γεωγραφικό τους χώρο.
Ως ικανοποιητικότερες ευκαιρίες τοποθέτησης
αυτών των κεφαλαίων – λόγω εξασφάλισης σχετικά υψηλών επιτοκίων, έλλειψης
ορατού επιχειρηματικού κινδύνου και αυξημένης κινητικότητάς τους -
παρουσιάσθηκαν αφενός η αθρόα δανειοδότηση των ελλειμμάτων των κρατικών
προϋπολογισμών και αφετέρου η σχεδόν απεριόριστη χρηματοδότηση της ιδιωτικής
κατανάλωσης, ιδιαίτερα για την απόκτηση αγαθών που ικανοποιούσαν
διακαείς και μακροχρόνιους πόθους μεγάλης μερίδας καταναλωτών, όπως π.χ η
απόκτηση ιδιωτικής κατοικίας, και νέου μοντέλου ιδιωτικού αυτοκινήτου. Για την
προσέλκυση ως εκ τούτου χρηματοδοτικών πόρων και την τοποθέτησή τους στους
συγκριτικά περιορισμένης κερδοφορίας
παραγωγικούς τομείς (αγροτικός και κυρίως βιομηχανικός τομέας)
επικράτησε έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών, ο λεγόμενος δημοσιονομικός
ανταγωνισμός[xx].
Ο ανταγωνισμός αυτός συνίσταται στην προσφορά – εν είδη μειοδοτικού
πλειστηριασμού - από τα διαγκωνιζόμενα
κράτη των ευνοϊκότερων δυνατών κινήτρων για την προσέλκυση των επιθυμητών προς
παραγωγική επένδυση κεφαλαίων, όπως την αισθητή μείωση της φορολογικής
επιβάρυνσης, την υποτίμηση της αξίας της
εγχώριας εργασιακής δύναμης, την εξασφάλιση υπηρεσιών ικανοποιητικής και φθηνής
βασικής υποδομής (ενέργεια, ύδρευση, αποχέτευση, συγκοινωνίες, τηλεπικοινωνίες)
και την βαθμιαία επιχειρηματική δραστηριοποίησή τους σε τομείς που μέχρι τώρα ανήκαν στην αποκλειστική
αρμοδιότητα του δημοσίου.
Το «νέο» μοντέλο διαφέρει κατά συνέπεια από το
παλαιό κατά το ότι θεσμοθετεί απλώς απόλυτη ελευθερία και ευνοϊκότερους όρους
κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είτε αυτό επενδυθεί τελικά στην
πραγματική οικονομία ή τοποθετηθεί σε χρηματιστηριακούς τίτλους του δημόσιου
και ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα εκτοπίζει
όλο και περισσότερο το κράτος από κάθε σχεδόν κοινωνική και παραγωγική
δραστηριότητα, ανακηρύσσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ κρατών, επιχειρήσεων
και προσώπων ως την πεμπτουσία της
οικονομικής προόδου και εγκαταλείπει κάθε ιδέα μακροοικονομικού
προγραμματισμού. Στο μετά το 1990 χρονικό διάστημα διακόπηκε
πράγματι η σύνταξη στην Ελλάδα 5ετών προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και υποβαθμίστηκε
ο ρόλος και η νομική μορφή του επιστημονικά αρμόδιου για την σύνταξη αυτών των
προγραμμάτων ΚΕΠΕ (Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών ερευνών). Το
κράτος αποσύρθηκε και εξακολουθεί
βαθμιαία να αποσύρεται - εκόν άκον - από την δραστηριότητά του στους
νευραλγικούς τομείς της υγείας, ενέργειας,
των συγκοινωνιών και επικοινωνιών παραχωρώντας σταδιακά τη θέση του σε
εγχώριους ή/και ξένους ιδιώτες επιχειρηματίες. Η νέα αυτή εκδοχή του
αναπτυξιακού μοντέλου (εφεξής θα αποκαλείται «μοντέλο παγκοσμιοποίησης»)
έχει γίνει αποδεκτή και
εφαρμόζεται ήδη de facto από την προηγούμενη και την σημερινή κυβέρνηση. Έχει
δε εξασφαλισθεί και η γραπτή ακόμη
δέσμευση των αρχηγών των μέχρι τώρα δύο κυβερνητικών κομμάτων να επιταχύνουν
ακόμη περισσότερο τους ρυθμούς απόσυρσης
του κράτους από την εναπομείνασα παραγωγική και κοινωνική του δραστηριότητα,
την περαιτέρω απορύθμιση της αγοράς εργασίας και την εκποίηση ή, όπως
συνηθίζεται να λέγεται, αξιοποίηση της
δημόσιας περιουσίας.
Διερωτάται
κανείς σε τι συνίσταται εν τοιαύτη περιπτώσει το διατυμπανιζόμενο τώρα από τα
πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ ως νέο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που
θα αποτελέσει την απαρχή της νέας εποχής για την χώρα. Είναι πασιφανές ότι από
την έλευση της τρόικας στην Ελλάδα και την υπογραφή των 2 μνημονίων μπορεί πράγματι
να γίνει λόγος για την εφαρμογή μιας ειδικής εκδοχής του γνωστού μοντέλου
παγκοσμιοποίησης που περιγράφηκε ήδη πιο πάνω. Δεν πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά
για νέο από θεωρητικής σκοπιάς μοντέλο αλλά για την ασυνήθιστα βίαιη και
σχεδόν τιμωρητική επιβολή των βασικών διαρθρωτικών συνταγών του μοντέλου της
παγκοσμιοποίησης που έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία σε
πλήρες αδιέξοδο.
Η όποια
κριτική – με εξαίρεση τα κόμματα της αριστεράς – της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής έχει
ασκηθεί μέχρι τώρα είτε από το εσωτερικό ή από το εξωτερικό (κυρίως υπηρεσιακοί
φορείς ή επίσημα πρόσωπα της Ε.Ε και του ΔΝΤ) δεν αναφέρεται στις θεωρητικές
βάσεις του εφαρμοζόμενου σήμερα μοντέλου παγκοσμιοποίησης καθεαυτού αλλά στον
τρόπο που το εφαρμόζουν στην πράξη οι
αρμόδιοι πολιτικοί φορείς του. Η βασική
κατηγορία και κριτική επικεντρώνεται
δηλαδή στην καθυστέρηση και ατολμία των ελληνικών κυβερνήσεων να προβούν στην
κατάργηση κάθε ρυθμιστικής διάταξης που περιορίζει το μηχανισμό της αγοράς και
τον ελεύθερο ανταγωνισμό να λειτουργήσουν ελεύθερα επιβάλλοντας τους ευεργετικούς, όπως υποστηρίζεται, για την
οικονομία και κοινωνία κανόνες τους. Εάν
η συμπεριφορά των φορέων αυτών ήταν συμβατή με αυτούς τους όρους και κανόνες
τότε – κατά τους παραπάνω επικριτές -
δεν θα υπήρξε η σημερινή καταστροφική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία
και κοινωνία. Άρα εκ των πραγμάτων δεν τίθεται θέμα
αναθεώρησης των θεωρητικών βάσεων του εφαρμοζόμενου ήδη μοντέλου παγκοσμιοποίησης ειδικής εκδοχής, αλλά αλλαγής
της μέχρι τώρα αντιαναπτυξιακής νοοτροπίας
και συμπεριφοράς των δημόσιων και ιδιωτικών του φορέων.
Το ερώτημα
βέβαια που τίθεται εδώ είναι αν και σε ποιο βαθμό είναι δυνατή και ρεαλιστική η
αυτόκλητη αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτικών φορέων ή εάν είναι το εφαρμοζόμενο μοντέλο που δεν
αφήνει και τόσο πολλά περιθώρια στα πολιτικά κόμματα που ασκούν εξουσία να
εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους μεταβάλλοντας επαναστατικά τις εκλογικά
δοκιμασμένες πρακτικές του παρελθόντος, του κομματικού δηλαδή κράτους και των πελατειακών σχέσεων.
Πιο ρεαλιστική φαίνεται η προσπάθεια ορθολογικότερης συγκρότησης του
παραγωγικού γενικά συστήματος και μέσω
αυτού η σταδιακή μεταβολή της συγκεκριμένης συμπεριφοράς παρά η αυτόνομη
μεταβολή αυτής της συμπεριφοράς δια της εσωτερικής π.χ πειθούς, χωρίς να θιγεί
το υπάρχον σύστημα παραγωγής πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε και παγιώθηκε. Επειδή η πρωτόγνωρη ως προς την έκταση και
ένταση κατάρρευση του ελληνικού παραγωγικού συστήματος πραγματοποιήθηκε τελικά
στα θεωρούμενα ως προστατευτικά πλαίσια της ευρωπαϊκής ένωσης και της ΟΝΕ,
θεωρήθηκε σκόπιμο να σχολιάσουμε την αναπτυξιακή νοοτροπία και συμπεριφορά των
κυβερνητικών κομμάτων όπως αυτές
εκδηλώθηκαν στα παραπάνω πλαίσια.
7. Οι δομικές συνέπειες από την ένταξη στην ΟΝΕ
7.1 Η
εξισορρόπηση των ανταγωνιστικών αδυναμιών μέσω της μεταβίβασης Χρηματικών πόρων
Η
Ελλάδα κλήθηκε, μετά την πλήρη ένταξή της στην ελεύθερη εσωτερική αγορά της ΕΕ
(αρχές της 10ετίας του 1990) και την είσοδο στην ΟΝΕ με το αποδιαρθρωμένο παραγωγικό σύστημα και το
για αστικά καθεστώτα αναχρονιστικό πολιτικό, θεσμικό και διοικητικό
εποικοδόμημα, να ανταγωνισθεί τις τεχνικά και οικονομικά προηγμένες χώρες που
αποτελούσαν τον πυρήνα και το κέντρο λήψης αποφάσεων της ευρωπαϊκής ένωσης.
Παράλληλα με την έλλειψη προστασίας της εθνικής παραγωγής στην εσωτερική αγορά
της ΕΕ μειώθηκε και για μερικά προϊόντα εξαλείφθηκε και η δασμολογική προστασία
έναντι τρίτων χωρών που εμφανίζουν παρόμοια παραγωγική διάρθρωση με την ελληνική
αλλά χαμηλότερο συνήθως επίπεδο μισθών και τιμών πρώτων υλών[xxi]. Ήταν πλέον ηλίου φαεινότερο ότι το εγχώριο
παραγωγικό σύστημα και το αντίστοιχο εποικοδόμημά του δεν ήσαν αντικειμενικά
σε θέση να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον ελεύθερο ενδοευρωπαϊκό αλλά και σε αρκετούς τομείς τον διεθνή
ανταγωνισμό που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της συγκρότησης και λειτουργίας
της ευρωπαϊκής ένωσης.
Διερωτάται όμως κανείς, σε τι μπορεί να
υπολόγιζαν οι ελληνικές κυβερνήσεις των δύο πρωτίστως κυβερνητικών
κομμάτων όταν επεδίωκαν την συμμετοχή
της χώρας αρχικά στην ΕΟΚ και εν συνεχεία στην ΟΝΕ. Από τις διάσπαρτες
διακηρύξεις των κομμάτων αυτών με εξαίρεση την αρχική ρητορική, ως απεδείχθη,
αντίθεση του Α. Παπανδρέου προς την ΕΟΚ στις αρχές του 1980, προκύπτει ότι από
την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή κοινότητα αναμενόταν πρωτίστως η δωρεάν
μεταβίβαση χρηματικών πόρων από τα κοινοτικά ταμεία, η εισροή άμεσων
επενδυτικών κεφαλαίων και τέλος η πολιτική σταθερότητα και αναβάθμιση της χώρας
στην περιοχή της Ν.Α Ευρώπης.
Τα τότε
κυβερνώντα κόμματα πίστευαν, ως φαίνεται, ότι η εξασφάλιση δωρεάν χρηματικών
μεταβιβάσεων, η αναμενόμενη εισροή άμεσων επενδύσεων και ή λόγω ευρώ δυνατότητα
χαμηλότοκης χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου και των ιδιωτών από τις
χρηματοπιστωτικές αγορές θα ήταν αρκετό αντιστάθμισμα στην πίεση που θα ασκούσε
στην εγχώρια παραγωγή η ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά των οικονομικά ανεπτυγμένων
ευρωπαϊκών χωρών αλλά και άλλων χωρών που διέθεταν παρόμοια παραγωγή προς την
ελληνική. Με την απόφασή τους αυτή τα ελληνικά κυβερνητικά κόμματα έδιναν την εντύπωση ότι έχοντας
συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες εθνικά αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης
επεδίωκαν να μεταβιβάσουν ουσιαστικά την
πολιτική ευθύνη για την μελλοντική οικονομική και κοινωνική εξέλιξη καθώς και την
σταθερότητα του δικομματικού status quo από τις ελληνικές κυβερνήσεις στους
αρμόδιους φορείς της ευρωπαϊκής ένωσης.
Η νέα κατάσταση που επικράτησε μετά την είσοδο στην ελεύθερη εσωτερική αγορά
και την ΟΝΕ ήταν να διατηρείται μεν
(λόγω ευρώ) σχετική σταθερότητα των τιμών αλλά παράλληλα να μειώνεται ή και να
εκτοπίζεται η παραγωγή και η απασχόληση από τις
εγχώριες παραγωγικές μονάδες της μεταποιητικής κυρίως βιομηχανίας. Απτή
απόδειξη της αναμενόμενης αυτής εξέλιξης ήταν η δημιουργία σωρείας προβληματικών
επιχειρήσεων που αναγκάσθηκαν να αναστείλουν την παραγωγής τους παρά το
σύγχρονο εξοπλισμό και το ειδικευμένο εργατικό τους δυναμικό (π.χ Πειραϊκή-Πατραϊκή,
Χαρτοποιία Λαδόπουλου κ.λ.π). Παράλληλα διευκολύνθηκε αισθητά η αύξηση των
εισαγωγών μέσω των χρηματικών μεταβιβάσεων (των γνωστών πακέτων) της ΕΕ και
της εν τω μεταξύ ευκολότερης (χαμηλότοκης) χρηματοδότησής τους με δημόσιο ή
ιδιωτικό δανεισμό.
Τα σημαντικά
χρηματικά ποσά των δωρεάν μεταβιβάσεων
που διατέθηκαν, ως φαίνεται, σε μεγάλο βαθμό για καταναλωτικούς σκοπούς
καθώς και η δυνατότητα εύκολης προσφυγής στις χρηματοπιστωτικές αγορές από το
δημόσιο και τους ιδιώτες, δεν κατάφεραν, όπως αποδείχθηκε, όχι μόνο να
βελτιώσουν την οικονομικά αναποτελεσματική διάρθρωση της εθνικής παραγωγής και την
ανταγωνιστικότητα των εγχώριων παραγωγικών μονάδων, για τα οποία και υποτίθεται
ότι προορίζονταν, αλλά ούτε να αποτρέψουν την επελθούσα ουσιαστική χρεωκοπία
της χώρας.
Τώρα είναι πλέον τοις πάσι φανερό
- αν και δεν γίνεται ρητά παραδεκτό - ότι για το σημερινό οικονομικό κατάντημα
της Ελλάδας ευθύνονται
α) το αποδιαρθρωμένο και τεχνικά παρηκμασμένο σύστημα της εγχώριας παραγωγής με το
αντίστοιχο πολιτικό, θεσμικό και κοινωνικό του εποικοδόμημα
β) οι πολιτικές εκ
μέρους όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, με διαφορετικό ασφαλώς μερίδιο
ευθύνης, για τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος της οικονομικής και
κοινωνικής ανάπτυξης.
Ιδιαίτερα όμως των τελευταίων (μετά το
2000) κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας
Δημοκρατίας που έκαναν, ως απεδείχθη, κατάχρηση των δανειακών δυνατοτήτων που
προσέφερε η συμμετοχή στην ΟΝΕ (αύξηση των δαπανών μέσω χαμηλότοκου δανεισμού)
για εξυπηρέτηση βραχυχρόνιων κυρίως κομματικών συμφερόντων και γ) η ενσκήψασα
στα τέλη της 10ετίας του 2000 διεθνής
οικονομική κρίση που επιτάχυνε απλώς την σοβούσα από καιρό ελληνική οικονομική
κατάρρευση.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι οι νομισματικές συνέπειες από τη
συνεχιζόμενη και διευρυνόμενη δυσαναλογία μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών ήταν
πριν την συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, διαφορετικές από αυτές που
αντιμετώπισε η χώρα μετά το 2000 όταν
αντικατέστησε τη δραχμή με το ευρώ. Κατά
την περίοδο της δραχμής τις πάγιες ανισορροπίες στο ισοζύγιο εξωτερικών
πληρωμών αντιμετώπιζαν οι κυβερνήσεις με διοικητικό έλεγχο του συναλλάγματος
και κυρίως με επανειλημμένες ανοικτές ή
καλυπτόμενες (συρόμενες) υποτιμήσεις της δραχμής έναντι των κυρίαρχων ξένων
νομισμάτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ την μεταβολή της ισοτιμίας της δραχμής
έναντι του γερμανικού μάρκου. Στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου το 1 μάρκο
αντιστοιχούσε σε 7,5 δραχμές. Κατά το έτος εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ 1 μάρκο
αντιστοιχούσε περίπου σε 180 δραχμές. Από καθαρά θεωρητικής σκοπιάς η εφαρμογή
των ρυθμίσεων των μνημονίων δεν είναι ως εκ τούτου τίποτε άλλο από την
υποκατάσταση των μέχρι τώρα εξωτερικών υποτιμήσεων με αντίστοιχη εσωτερική
υποτίμηση. Το ιδιάζον πάντως χαρακτηριστικό της εφαρμοζόμενης εσωτερικής υποτίμησης είναι
ο βίαιος και τιμωρητικός τρόπος επιβολής και ή καταφανής οικονομική αναποτελεσματικότητά
της.
8. Ποιοι φέρουν το κύριο βάρος της τεχνικά
εξαρτημένης ανάπτυξης.
Οι κοινωνικές τάξεις και στρώματα που έφεραν
μέχρι το τέλος της 10ετίας του 2000 το
κύριο βάρος της μορφής αναπαραγωγής της
εγχώριας παραγωγικής διαδικασίας, που περιγράφηκε συνοπτικά πιο πάνω, ήσαν,
κατά πρώτο λόγο, οι εργατοϋπάλληλοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες και
επαγγελματοβιοτέχνες, ιδιαίτερα οι νέοι σε ηλικία εργαζόμενοι και, περισσότερο
όλων, οι πολυάριθμοι «νόμιμοι και παράνομοι» οικονομικοί μετανάστες, που εργάζονται
στην ύπαιθρο ή στα αστικά κέντρα. Αντίθετα, επικρατούσε έντονη ανισοκατανομή
του εισοδήματος – τουλάχιστον μέχρι την υπογραφή των μνημονίων - υπέρ των
κερδών για τους κατόχους τίτλων ιδιοκτησίας χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
H κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε
αισθητά λόγω του τελευταίου «κουρέματος», που έπληξε κυρίως αυτούς που είχαν
δανείσει το ελληνικό δημόσιο, όπως οι μικροαποταμιευτές και τα ασφαλιστικά ταμεία με τα χρήματα των
εργαζομένων.
Οι τράπεζες αντίθετα θα
ενισχυθούν για τις απώλειες του κουρέματος με κεφάλαια που θα τους παράσχει το
ελληνικό δημόσιο από το νέο δάνειο των 130 δισ. ευρώ της ΕΕ. Στην κατηγορία των
ωφελημένων ανήκουν και οι κάθε είδους φοροδιαφεύγοντες και φοροαποφεύγοντες και
οι ¨προνοητικοί¨ (λέγεται ότι ανάμεσά τους υπάρχουν και αρκετοί πολιτικοί) που φρόντισαν να φυγαδεύσουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Στους
ευνοημένους γενικά του εξαρτημένου μηχανισμού
αναπαραγωγής συγκαταλέγονται και μια σειρά από στελέχη και παντοειδείς
συμβούλους μερικών κρατικών ή κρατικοδίαιτων οργανισμών και επιχειρήσεων καθώς
και μερικές επιχειρήσεις (βιομηχανικές και άλλων τομέων) που επωφελήθηκαν από
την πλήρη ή αισθητή έλλειψη ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Στην κατηγορία
αυτή ανήκουν οι μονοπωλιακά και ολιγοπωλιακά λειτουργούσες επιχειρήσεις και ή
δημιουργία καρτέλ. Είναι επίσης
αυτονόητο ότι η αναξιοκρατία, διαφθορά, ατιμωρησία και η άνθηση γενικά των
κομματικών πελατειακών σχέσεων αποτελούσαν – με το οικονομικά αζημίωτο συνήθως
- αναγκαία συνθήκη πολιτικής αναπαραγωγής και απρόσκοπτης λίγο ή πολύ εναλλαγής
των δύο κυβερνητικών κομμάτων στην εξουσία.
Η πολιτική λογική του μοντέλου
παγκοσμιοποίησης που εφαρμόσθηκε μετά
την 10ετία του 1990 αποκαλύφθηκε από το περιεχόμενο των 2 μνημονίων που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου
και Λ. Παπαδήμου καθ’ υπαγόρευση της Τρόϊκας. Τα πρωτοφανή για περίοδο ειρήνης
μέτρα μείωσης του εισοδήματος των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων
(κυρίως μισθωτών καιν συνταξιούχων), η κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και
ιδιαίτερα των νέων με πανεπιστημιακή μόρφωση, η συνεχιζόμενη για 4ο έτος μεγάλη μείωση του
εθνικού εισοδήματος με τις ανάλογες
συνέπειες για την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών εκφράζουν παραστατικά την
οικονομική δομή της κοινωνίας που ευαγγελίζεται το μοντέλο παγκοσμιοποίησης που
άρχισε, όπως τονίσθηκε, και συνεχίζει να
εφαρμόζεται από τα δύο κυβερνητικά
κόμματα και την αυστηρή καθοδήγηση της Τρόϊκας.
9. Τι δέον γενέσθαι;
Οι
Έλληνες πολίτες έχουν γίνει μέχρι τώρα αποδέκτες πολλών «βαρυσήμαντων»
διακηρύξεων των πολιτικών κομμάτων εξουσίας, όπως τα κατά καιρούς προεκλογικά
συνθήματα για «αλλαγή», «κάθαρση», «εκσυγχρονισμό», «επανίδρυση του κράτους», «δημιουργία της
νέας Ελλάδας» κ.λ.π. Δεδομένου όμως ότι
τα προεκλογικά αυτά συνθήματα παρέμειναν τελικά, όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον,
απλά συνθήματα τίθεται τώρα το ερώτημα
αν και πως υπό την επικρατούσα σήμερα γενική πολιτική και οικονομική
συγκυρία μπορεί να αλλάξει η εγχώρια παραγωγική δομή και το αντίστοιχο
εποικοδόμημά της που ευθύνονται αναμφίβολα για όλες τις σημερινές αρνητικές
πλευρές όχι μόνο της
κοινωνικοοικονομικής αλλά και της πολιτικής μας ζωής. Θεωρητικά
τουλάχιστον, παρουσιάζονται 2 κατά βάση διαφορετικές εκδοχές για την μελλοντική
οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της
Ελλάδας.
Εξυπακούεται ότι η μορφή της
τελικής υλοποίησης των εκδοχών αυτών εξαρτάται
αναπόφευκτα από την εξέλιξη και έκβαση της σοβούσας διεθνούς χρηματοπιστωτικής
κρίσης και ιδιαίτερα της συζητούμενης ήδη μεταβολής της γενικότερης οικονομικής και
περιφερειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρώτη
εκδοχή εκφράζεται αυθεντικά με επουσιώδεις μόνο διαφορές από τα δύο
κυβερνητικά κόμματα που φέρουν ακέραια την ευθύνη για την σημερινή κατάσταση
και συνεχίζουν να υλοποιούν τις εξοντωτικές για την πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών δεσμεύσεις του τελευταίου μνημονίου.
Παρά το γεγονός ότι και τα δύο αυτά κόμματα συνεχίζουν κατά τον παραδοσιακό
τρόπο τις διακηρύξεις
περί «νέας αρχής» ή «δυναμικής διαπραγμάτευσης» έναντι της τρόικας για
μια νέα Ελλάδα που αυτή τη φορά θα είναι – άγνωστο και κρύφιο με ποιο τρόπο -
τελεσίδικα απαλλαγμένη από όλες τις γνωστές πατροπαράδοτες πολιτικές αδυναμίες
του παρελθόντος, ηχούν ως τετριμμένες πλέον επαναλήψεις πολλαπλά ανεκπλήρωτων κομματικών ευχών.
Από την ασκηθείσα κατά το παρελθόν πολιτική
που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση και τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα
εφαρμογής των μέτρων και δεσμεύσεων των μνημονίων σε συνδυασμό με τις νέες
γενικόλογες διακηρύξεις των δύο κυβερνητικών κομμάτων, διαφαίνεται η βασική
τους θέση αναφορικά με το πρόβλημα των μελλοντικών προοπτικών της οικονομικής
και κοινωνικής ανάπτυξης της Ελλάδας.
Τα κόμματα αυτά είναι, κατά τα
φαινόμενα, πεπεισμένα ότι σε τελική ανάλυση μόνο το αλλοδαπό κεφάλαιο με τη
μορφή χρηματοδότησης ή άμεσων επενδύσεων και τις υπέρτερες τεχνικές και
οργανωτικές του ικανότητες μπορεί να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα αφ’ ενός την
περαιτέρω επιβίωση και ανάπτυξη σε επικουρικό και βασικά συμπληρωματικό ρόλο
του εγχώριου γενικά κεφαλαίου και αφ’ ετέρου την δική τους πολιτική και
εκλογική επιβίωση και εναλλάξ αναρρίχηση
στην εξουσία υπό συνθήκες έστω και ενός ομοιώματος σύγχρονης αστικής
δημοκρατίας.
Και τα δύο αυτά κόμματα
καλλιεργούν μέσω και της απροκάλυπτης συνδρομής των κατά πλειοψηφία φίλιων
ΜΜΕ άμεσα ή έμμεσα την εντύπωση ότι οι
πολίτες αυτής της χώρας δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν οι ίδιοι ένα
επιθυμητό και αντίστοιχο προς την έντιμη εργασία τους βιοτικό επίπεδο. Για την επίτευξη και
διατήρηση αυτού του επιπέδου είναι – σύμφωνα με την λογική αυτών των κομμάτων -
απαραίτητη η συνεχής τεχνική και προ πάντων οικονομική βοήθεια των ξένων
εκάστοτε προστάτιδων, κατά κάποιο τρόπο, δυνάμεων. Η νοοτροπία αυτή που έχει
καλλιεργηθεί από την πάση θυσία ικανοποίηση καταναλωτικών αναγκών οι οποίες
υπερβαίνουν τις οικονομικές δυνατότητες που αντιστοιχούν στην αξία της εγχώριας
παραγωγής έχει δημιουργήσει στις σχέσεις των πολιτικών εκπροσώπων της χώρας με
τους κάθε φορά υποψήφιους χορηγούς δωρεάν χρηματικών πόρων ένα είδος πρακτικής ευφυούς και ¨εθνικά …υπερήφανης¨ επαιτείας που
παρουσιάζεται και αξιολογείται τελικά στο εσωτερικό ως ιδιαίτερη επιτυχία
και ικανότητα των εγχώριων κυβερνητικών
εκπροσώπων[xxii].
Η σύνταξη των λεγόμενων ¨ελληνικών στατιστικών¨ και οι πρόσφατοι πανηγυρισμοί
για τη μείωση (κούρεμα) του ύψους των δανειακών υποχρεώσεων μέσω εξασφάλισης
νέου δανείου με επαχθέστερους όρους από την κυβέρνηση συνασπισμού των δύο
κομμάτων αποτελούν έμπρακτα δείγματα της παραπάνω νοοτροπίας και πρακτικής.
Με βάση όμως τη μέχρι τώρα διεθνή και εγχώρια
αρνητική εμπειρία η συνέχιση και εμβάθυνση του μοντέλου παγκοσμιοποίησης και
της εξαρτημένης αναπαραγωγής που έχουν πρακτικά υιοθετήσει τα δύο κόμματα έχει
σχεδόν εξαντλήσει, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας, τα αναπτυξιακά του όρια. Οι σχεδόν
ανυπέρβλητες δυσκολίες εξυπηρέτησης του συσσωρευμένου -και μετά τη μείωση-
υπέρογκου δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, η απεγνωσμένη προσπάθεια της επ’
άπειρον εξασφάλισης δωρεάν μεταβιβάσεων χρηματικών πόρων από το εξωτερικό και η
πλήρης εν τω μεταξύ αδυναμία
εξεύρεσης δανειακών πόρων από τις
χρηματοπιστωτικές αγορές σηματοδοτούν τα χρηματοδοτικά όρια της εξαρτημένης κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης, που
πραγματοποιήθηκε μέχρι σήμερα στην Ελλάδα.
Είναι βέβαιο ότι αν δεν μεταβληθεί ριζικά η ακολουθούμενη από την ΕΕ
αναπτυξιακή και περιφερειακή πολιτική και συνεχισθεί, όπως προαλείφεται από τις
δεσμεύσεις του τελευταίου μνημονίου, η
υπαγορευόμενη από την τρόικα πολιτική,
τότε η ήδη δρομολογημένη ουσιαστικά τεχνική - οργανωτική υποβάθμιση της
εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας και η αναγκαστική υπαγωγή της στον περιφερειακό προγραμματισμό των πολυεθνικών
επιχειρήσεων, η πλήρης δηλαδή οικονομική, κοινωνική και πολιτική «περιφερειοποίηση»
του ελλαδικού χώρου, αποτελεί σε αυτή
την περίπτωση, τη μόνη λογική και
μακροπρόθεσμα αναπόφευκτη εξέλιξη για την ελληνική κοινωνία.
Η
δεύτερη εκδοχή προκύπτει
από την διαπίστωση ότι ανάσχεση της χωρίς προηγούμενο σε χρονική διάρκεια
αρνητικής οικονομικής εξέλιξης της
ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο συνεχίζουν να επικρατούν οι αρχές του αποκαλούμενου οικονομικού
μοντέλου παγκοσμιοποίησης και να εφαρμόζονται τα αντιαναπτυξιακά και
αντικοινωνικά μέτρα των μνημονίων. Διαπιστώνεται παράλληλα ότι υπάρχουν πράγματι αρκετά περιθώρια για άσκηση κοινωνικά
προοδευτικής γενικά πολιτικής σε πολλούς τομείς και δραστηριότητες της
κοινωνικής ζωής (όπως π.χ δικαιότερη φορολογία, αναβάθμιση υπηρεσιών υγείας,
προστασία εργασίας και περιβάλλοντος, πάταξη κατά το δυνατό της φοροδιαφυγής,
της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα, αναβάθμιση της δημόσιας
εκπαίδευσης, βελτίωση των όρων διαβίωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα,
αξιοπρεπέστερη αντιμετώπιση των οικονομικών μεταναστών, κ.λ.π.).
Τα
προοδευτικά κόμματα που ενστερνίζονται τις παραπάνω διαπιστώσεις θα μπορούσαν - σύμφωνα με τις ιδέες αυτές -
να επεξεργασθούν και να θέσουν προς
συζήτηση στους Έλληνες καταρχήν πολίτες – τους εργαζόμενους κυρίως
και τη νεολαία - και εν συνεχεία στους
αρμόδιους φορείς της ΕΕ ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής
ανασυγκρότησης της χώρας. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να βασίζεται καταρχήν στις
υπάρχουσες αλλά ελάχιστα αξιοποιούμενες πνευματικές και τεχνικές ικανότητες των
ελλήνων πολιτών και να περιλαμβάνει προτάσεις
που να στοχεύουν
1)
στη σταδιακή επανάκτηση των βασικών - στρατηγικής σημασίας- δημόσιων
επιχειρήσεων και οργανισμών που έχουν ήδη περιέλθει ή προγραμματίζεται να περιέλθουν στην κατοχή ιδιωτών και στη
ριζική αναθεώρηση της λειτουργίας τους με γνώμονα όχι την πολιτική αναπαραγωγή
του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος αλλά το καλώς εννοούμενο συμφέρον του
κοινωνικού συνόλου
2)
στον αποφασιστικό έλεγχο και τον αναπροσανατολισμό του πιστωτικού συστήματος με
σκοπό τη στήριξη της νέας αναπτυξιακής
πολιτικής
3)
στη επιλεκτική σύναψη προγραμματικών
συνεργασιών μεταξύ του Δημόσιου τομέα και ιδιωτικών ή δημόσιων επιχειρήσεων
ακόμη, αν χρειασθεί, και από
χώρες εκτός ΕΕ με ανεπτυγμένο και δημόσια ελεγχόμενο βιομηχανικό τομέα. Η
συνεργασία αυτή θα πρέπει να επικεντρώνεται κυρίως σε κλάδους ή επιχειρήσεις -
κατά προτίμηση τεχνολογικής αιχμής - της μεταποιητικής κυρίως βιομηχανίας που
ελλείπουν παντελώς από το εγχώριο παραγωγικό σύστημα και εμποδίζουν κατά αυτόν
τον τρόπο την βελτίωση της θέσης του στον
διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Τελείως
ενδεικτικά αναφέρεται εδώ
α) η
δυνατότητα ολοκληρωμένης - και όχι όπως μέχρι σήμερα ημιτελούς -
επεξεργασίας εγχώριων πρώτων υλών (π.χ ορυκτών και αγροτικών
προϊόντων) προς αύξηση της αξίας των ελληνικών εξαγωγών,
β) η οργανωμένη
και εντατική έρευνα με τελικό στόχο την παραγωγική αξιοποίηση των
πολυσυζητημένων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας,
γ) η στοχευμένη, μερική ή ολική,
υποκατάσταση εισαγωγών τεχνολογικά
σύγχρονων προϊόντων στις οικονομικά
συμφέρουσες περιπτώσεις κ.λ.π.
Η
προτεινόμενη αυτή γενική οικονομική στρατηγική θα πρέπει να έχει ως σταθερή
επιδίωξη τη βαθμιαία απόκτηση μιας
περισσότερο καθετοποιημένης και ισορροπημένης κλαδικής διάρθρωσης της εθνικής
παραγωγής με συστηματικά προγραμματισμένες ερευνητικές και καινοτομικές
ιεραρχήσεις του δημόσιου τουλάχιστον τομέα.
4)
στην αξιοποίηση της εγκαταλελειμμένης γεωργικής
γης και την αναδιοργάνωση και εξορθολογισμό
της αγροτικής παραγωγής με αντικειμενική επιδίωξη τον έλεγχο από τους ίδιους τους αγρότες της περαιτέρω
πορεία της μέχρι τον τελικό καταναλωτή. Καταλυτικό ρόλο στην υλοποίηση αυτών
των μεταβολών μπορεί να παίξει μόνο ένα επανιδρυμένο υγιές συνεταιριστικό
κίνημα που θα ελέγχει απόλυτα όλα ανεξαιρέτως τα κυκλώματα, παραγωγής,
εμπορίας, επεξεργασίας και τελικής διάθεσης των αγροτικών προϊόντων και θα
καθιστά αντικειμενικά περιττούς τους παντοειδείς χονδρεμπόρους, μεσάζοντες και βιομηχανικά καρτέλ που είτε ως προμηθευτές
είτε ως αγοραστές λυμαίνονται τόσο τους παραγωγούς της επαρχίας όσο και τους
καταναλωτές των αστικών κέντρων. Τέλος
5)
στην παράλληλη αναβάθμιση του προσαρμοσμένου προς την νέα αναπτυξιακή προοπτική
δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
Παρεμπιπτόντως αναφέρεται, ότι η κείμενη
νομοθεσία της Ε.Ε. δεν απαγορεύει
καταρχήν τη συνεργασία μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικών επιχειρήσεων ούτε
τη λειτουργία αμιγώς δημόσιων επιχειρήσεων[xxiii].
Απαιτεί μόνο να λειτουργούν οι επιχειρήσεις αυτές με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, πράγμα κατά βάση εφικτό, αν εξοστρακισθεί από την οργάνωση και
λειτουργία τους η μέχρι τώρα ασκηθείσα πολιτική εκ μέρους των μεταπολεμικών
κυβερνήσεων που χρησιμοποιούσαν τη
μονοπωλιακή δομή και τον κυβερνητικό έλεγχο αυτών των επιχειρήσεων ως μοναδική
ευκαιρία εξυπηρέτησης βραχυπρόθεσμων κομματικών συμφερόντων. Η πελατειακή
πολιτική πρόσληψης υπεράριθμου μέσου και
κατώτερου προσωπικού και επάνδρωσής τους με κομματικά κατευθυνόμενες διοικήσεις
ισοδυναμούσε, όπως αποδείχθηκε και στην πράξη, με προδιαγεγραμμένη συνταγή
προβληματικότητας των δημόσιων επιχειρήσεων σε συνθήκες ανταγωνισμού. Αντί όμως
η καταφανής αυτή αρνητική συνέπεια της πελατειακής πρακτικής να αποτελέσει
αντικείμενο πολιτικής αυτοκριτικής των κομμάτων εξουσίας χρησιμοποιήθηκε εκ των
υστέρων από αυτά ακόμη και ως αποδεικτικό στοιχείο της επιχειρηματικής ακαταλληλότητας του δημόσιου γενικά τομέα.
Εξυπακούεται ότι ακόμη και η
μερική έστω επίτευξη των παραπάνω
μεταβολών προϋποθέτει αισθητή μετατόπιση του συσχετισμού των πολιτικών και
κοινωνικών δυνάμεων που έμπρακτα και όχι προσχηματικά τις στηρίζουν και την
ειλικρινή και συνεχή διαβούλευση με τους πραγματικούς φορείς υλοποίησης αυτών
των μεταβολών. Όπως επίσης τονίσθηκε παραπάνω η τελική έκβαση της διεθνούς
χρηματοπιστωτικής κρίσης και ιδιαίτερα η ενδεχόμενη και ευρέως συζητούμενη
μεταβολή της οικονομικής πολιτικής της ευρωπαϊκής ένωσης αποτελεί ουσιαστικό
παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει τις εσωτερικές εξελίξεις.
Εφόσον τεθούν σε
εφαρμογή τα βασικά στοιχεία του παραπάνω συνοπτικού σχεδίου οικονομικής και
κοινωνικής εξέλιξης και τηρηθούν απαρέγκλιτα οι αρχές και κανόνες που το δημιούργησαν
τότε θα υποχωρεί βαθμιαία και η
επικρατούσα μέχρι τώρα νοσηρή πελατειακή νοοτροπία και συμπεριφορά των διοικούντων
αλλά και μεγάλης μερίδας των διοικούμενων που είτε από ανάγκη είτε από συνειδητή επιλογή της εύκολης
κοινωνικής και οικονομικής επιτυχίας έχουν εμποτισθεί με αυτή τη νοοτροπία και
συμπεριφορά.
Διότι, όπως έλεγε διαπρεπής Άγγλος οικονομολόγος, «η δυσχέρεια
δεν βρίσκεται στις νέες ιδέες, αλλά στην αποκόλληση από τις παλιές που,
τουλάχιστον, για όσους μεγαλώσαμε με αυτές, διακλαδώνονται σε κάθε γωνιά του
μυαλού μας».
Θα ήταν ευχής έργον αν τα προοδευτικά πολιτικά
κόμματα, στην κρίσιμη αυτή για την χώρα
περίοδο, αποφάσιζαν να συζητήσουν
με τους παραγωγικούς φορείς σοβαρά τον εκ των πραγμάτων αναδυόμενο νέο
οικονομικό και κοινωνικό ρόλο του δημόσιου τομέα και το καταλυτικό πρόβλημα των
μελλοντικών προοπτικών της εθνικής παραγωγής. Θα απέφευγαν έτσι να περιορισθούν
στην εκ νέου διατύπωση των γνωστών γενικών αρχών και τετριμμένων γενικεύσεων,
όπως π.χ οι γενικόλογες διακηρύξεις περί κοινωνικής δικαιοσύνης ή άσκησης άλλης
– γενικά και αόριστα – προοδευτικής, προς το συμφέρον του λαού κ.λ.π. πολιτικής
(ή μοντέλου). Οι αποδεδειγμένα πλέον τυπικές
προεκλογικές διακηρύξεις δεν
βοηθούν τους πολίτες και
ιδιαίτερα τους εργαζόμενους και τους νέους
να διαμορφώσουν μια συγκεκριμένη και καθαρή αντίληψη για την
αντικειμενική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο παραγωγικό σύστημα της Ελλάδας,
την οργανική του σχέση με το αντίστοιχο
εποικοδόμημα και τις πολιτικά ρεαλιστικές δυνατότητες μιας κοινωνικά
προοδευτικότερης κατεύθυνσής του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί η
επιτακτική ανάγκη ριζικής αναδιοργάνωσης
και ποιοτικής αναβάθμισης των λειτουργούντων σήμερα τηλεοπτικών ΜΜΕ,
ιδιαίτερα των ιδιωτικών που, ως φορείς οφθαλμοφανών οικονομικών συμφερόντων,
όχι μόνο δεν συμβάλλουν στη γενική
αναβάθμιση του πνευματικού και
πολιτιστικού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας αλλά προσφέρουν τηλεοπτικά
προγράμματα μέσω των οποίων ουσιαστικά επιδιώκεται ο πολιτικός
αποπροσανατολισμός, κυρίως των νέων και εργαζομένων, και καλλιεργείται
συστηματικά η πολιτιστική τους καθυστέρηση, αν όχι εξαχρείωση.
[i]
Παρόμοια προσπάθεια να
δημιουργηθούν αισθήματα συλλογικής ενοχής (Kollektivschuld) για τα
εγκλήματα της χιτλερικής περιόδου
επιχειρήθηκε στη Δυτική Γερμανία κατά
την αμέσως μεταπολεμική περίοδο για ολόκληρο τον γερμανικό λαό. Το ίδιο επιχείρημα περί συλλογικής ενοχής
χρησιμοποίησε η υπεράσπιση στην δίκη της Νυρεμβέργης χωρίς όμως τότε να γίνει
αποδεκτό από το δικαστήριο . Είναι όμως γνωστό ότι στα χιτλερικά στρατόπεδα
συγκέντρωσης βρέθηκαν όχι μόνο εβραίοι αλλά και γερμανοί κομμουνιστές,
σοσιαλιστές και ακραιφνείς αστοί δημοκράτες και διανοούμενοι, που δεν πρόφθασαν
ή δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα
τους.
[ii] Η
αποδοχή της εξήγησης εκ μέρους της ελληνικής κοινωνίας θα διευκόλυνε την
επιβολή των δυσβάστακτων εισοδηματικών και φορολογικών μέτρων και θα μείωνε το
μέγεθος της ευθύνης των κυβερνητικών πολιτικών κομμάτων.
[iii]
Συλλογική ευθύνη μπορεί ασφαλώς να υπάρξει για μερικά κακώς κείμενα στην
ελληνική κοινωνία, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική
ενοχή για τα κυβερνητικά έργα και αποφάσεις. .
[iv] Ο
ανταγωνισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει και άλλα μέσα όπως την εξυπηρέτηση πελατών, την ορθολογική
οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας κ.λ.π. Η χρησιμοποίηση των μέσων όμως
αυτών συμβαδίζει συνήθως με την
χρησιμοποιούμενη τεχνολογία της παραγωγής η οποία αποτελεί το πρωταρχικό και
κύριο μέσο ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγικών μονάδων.
[v] Για τον κεντρικό ρόλο αυτού του κλάδου Βλέπε π.χ S.Hilley : Technological Progress and the
industrial Revolution 1700-1914 in C.M.Cipolla, The Fontana Economic Histary of
Eurore, Fontana/Collins, 1978, Schoeter A. – Becker W Die deutsche
Maschinenbauindustrie in der industriellen Revolution, Berlin, Akademie Verlag
1962.kai N. Rosenberg : Technological Change in the Machine Tool Industry
1840-1910 Journal of Economic History, Vol XXIII, No 4. 1963
[vi] Οι
μεταβολές αυτές περιγράφονται σε πολλά εγχειρίδια οικονομικής ιστορίας, Βλέπε
τελείως ενδεικτικά D.S.Landes : Ο προμηθέας χωρίς δεσμά, Τεχνολογική αλλαγή
και βιομηχανική ανάπτυξη στη Δυτική Ευρώπη από το 1750 μέχρι σήμερα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς και Η βιομηχανική επανάσταση, εκδόσεις Τόπος
2007.
[vii] Βλέπε σχετικά Δ. Μπάτση : Η βαρειά βιομηχανία
στην Ελλάδα, 1947, επανέκδοση από τις
Εκδόσεις Κέδρος , 1977
[viii]
Κ.Βαρβαρέσος : Έκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, Αθήνα,
1952.
[ix]
Είναι χαρακτηριστικό του τρόπου αντιμετώπισης της επίσημης εκπροσώπησης της
χώρας εκ μέρους των Αμερικανών το γεγονός ότι επιφανές μέλος της ελληνικής
κυβέρνησης εκείνης της περιόδου που τόλμησε να προβάλλει αντιρρήσεις σε
αμερικανική πρόταση δέχθηκε ράπισμα από απλό μέλος της αμερικανικής αποστολής.
[x] Τις απόψεις αυτές εξέφρασε π.χ
εύγλωττα ο αρχηγός της αμερικανικής
αποστολής R. Drake. βλέπε ενδεικτικά την εφημερίδα ¨Βήμα¨ της 29ης
Μαϊου 1955. Για το ίδιο θέμα Γ.Π.Δράκος
: Η βιομηχανία στην Ελλάδα όπως την έζησε ένας βιομήχανος Αθήνα 1980 σελ. 34
,
[xi] Πολλοί Έλληνες οικονομολόγοι
αμφισβητούν την ύπαρξη αυτής της αδυναμίας επικαλούμενοι συνήθως την περίπτωση
της διεθνώς επιτυχημένης καινοτομίας της επιχείρησης Πετζετάκι Η
πράγματι αξιόλογη αυτή επιτυχία αποτελεί εξαίρεση που απλώς επιβεβαιώνει τον
κανόνα.
[xii] Ο όρος «ανταγωνιστική ικανότητα»
μιας χώρας λόγω της γενικότητας των κριτηρίων που τον συγκροτούν δεν θεωρείται
ως δόκιμος. Η ανταγωνιστική ικανότητα αντίθετα των μεμονωμένων
παραγωγικών μονάδων προσφέρεται περισσότερο για διακρατικές συγκρίσεις.
[xiii] Βλέπε σχετικά Δ. Κάζη – Χ
Περράκη : Licensing και βιομηχανική ανάπτυξη. Η περίπτωση της Ελλάδας, Επιστημονικές
μελέτες 4 Αθήνα ΚΕΠΕ 1984.
[xiv] Βλέπε π.χ Μ. Ξανθάκη :
Προσπάθεια ποσοτικής απεικόνισης των κινήτρων προς την ελληνική μεταποίηση και
εκτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους, περιοδικό Σπουδαί, 1985 σελ. 136 144
[xv] Κατά εκτιμήσεις του πρώην
διοικητή της τράπεζας της Ελλάδος Δ. Χαλκιά ¨Δυνατότητες και προβλήματα
πιστωτικής πολιτικής ,Τράπεζα της Ελλάδος Αθήνα 1976.
[xvi] Η
ανάπτυξη του τομέα κατασκευής κατοικιών παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα καθότι
α)λόγω του θεσμού της αντιπαροχής δεν απαιτούνται κεφάλαια αρχικής χρηματοδότησης β) η κατοικία
δεν αποτελεί διεθνώς εμπορεύσιμο προϊόν και γ) είναι έντασης εργασίας και
επηρεάζει την παραγωγή πολλών άλλων κλάδων.
[xvii] Αν και ο όρος αυτός θεωρείται
αδόκιμος για την απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας εν τούτοις
τον χρησιμοποιούμε λόγω της εν τω μεταξύ ευρείας χρήσης του.
[xviii] Μια τέτοια βελτίωση υποστηρίζουν τελευταία μερικοί οικονομικοί επιστήμονες, βλέπε σχετικά :
Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών : Σε αναζήτηση ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης,
Επιστημονική επιμέλεια Τάσος Γιαννίτσης,
Εκδόσεις Παπαζήση 2008.
[xix] Το τελευταίο 5ετές πρόγραμμα 1988 – 1992 εγκαταλείφθηκε μετά την
σύνταξη των προκαταρτικών του.
[xx] Βλέπε σχετικά Δ.Α.Σακκάς : Μερικές παρατηρήσεις πάνω στην θεωρητική
ερμηνεία του λεγόμενου «δημοσιονομικού ανταγωνισμού», Τιμητικός τόμος για τον
Νίκο Πετραλιά : Κοινωνική θεωρία και πολιτική ευθύνη, Εκδόσεις Gutenberg, 2008 σελ.
605-627.
[xxi] Η διαμόρφωση του δασμολογίου έναντι των τρίτων χωρών αντανακλά πρωτίστως
τα συμφέροντα των οικονομικά περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ.
[xxii] Η
καταστροφική για την πολιτική ιδιαίτερα διαπαιδαγώγηση των νέων νοοτροπία έχει προσλάβει διαστάσεις εθνικής σχεδόν
ιδεολογίας που de facto προωθούν με την πολιτική πρακτική τους τα δύο
κυβερνητικά κόμματα. Η αντιδεοντολογική, παράνομη ή παράτυπη απόκτηση
επαγγελματικών ή οικονομικών πλεονεκτημάτων δεν θεωρείται οπωσδήποτε ως
κατακριτέα πράξη και εδώ υπάρχουν
πράγματι στοιχεία συλλογικής ευθύνης – όχι ενοχής – μεγάλης μερίδας των ελλήνων
πολιτών.
[xxiii] Βλέπε IFIG
(Hrsg.) Perspektive der oeffentlichen Wirtschaft in Europa και Perspektiven oeffentlicher Unternehmen in der
Wirtschafts- und Rechtsordnug der Europaeischen Union στον εκδοτικό οίκο . Nomos Verlagsgesellschaft. Baden-Baden το έτος 1994
και 1996 αντίστοιχα.
Αγιοβλασίτικα Αχαϊας Απρίλης 2012
Δημήτρης Α. Σακκάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσθέστε τα σχόλια σας: