10 Μαΐου 2015

Επιχειρηματικότητα και κερδοσκοπία. Του κ. Κώστα Μελά

Όταν μου ζητήθηκε να γράψω ορισμένες σκέψεις για την «υγιή επιχειρηματικότητα» η πρώτη μου αντίδραση ήταν ότι ο επιθετικός προσδιορισμός ήταν περιττός. Μάλλον ήταν μια προσπάθεια να τονισθεί ότι υπάρχουν δύο είδη επιχειρηματικότητας: η υγιής και η μη υγιής.   Δεν με βρίσκει σύμφωνο ο συγκεκριμένος διαχωρισμός. Αντίθετα προσχωρώ στην άποψη του J.M.Keynes την οποία και παραθέτω:
«Αν μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω τον όρο κερδοσκοπία, για να δηλώσω τη δραστηριότητα της πρόβλεψης της ψυχολογίας της αγοράς, και τον όρο επιχειρηματικότητα, για να δηλώσω τη δραστηριότητα της πρόβλεψης της προσδοκώμενης απόδοσης του ενεργητικού στη διάρκεια της ζωής του».
Συνεπώς με βάση τον παραπάνω «ορισμό»  έχουμε ένα βασικό πλαίσιο αναφοράς, το οποίο μπορεί να χρειάζεται επιμέρους εξειδικεύσεις, αλλά διαχωρίζει με  σαφήνεια  τις  δύο δραστηριότητες.

Μπορεί να υπάρχουν «αποτελεσματικοί» και «μη αποτελεσματικοί» επιχειρηματίες  και κατά συνέπεια και επιχειρήσεις, αλλά αυτό είναι διαφορετικό πρόβλημα  από αυτό που έχουμε κριθεί να αντιμετωπίσουμε.
Επειδή η κερδοσκοπία δεν μπορεί να αποφευχθεί (μάλλον νικά κατά κράτος στις μέρες μας) θα πρέπει να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια για υποστήριξη της  διεύρυνσης της επιχειρηματικότητας  και αποφυγή  κάθε  κερδοσκοπικής  δραστηριότητας.
Είναι γνωστόν ότι  η κερδοσκοπία  μπορεί να μη βλάπτει  σαν φυσαλίδα σε ένα σταθερό ρεύμα επιχειρηματικότητας. Τα πράγματα όμως γίνονται σοβαρά, όταν γίνεται η επιχειρηματικότητα μια φυσαλίδα στη δίνη της κερδοσκοπίας. Όταν η κεφαλαιακή ανάπτυξη μιας χώρας γίνεται υποπροϊόν των δραστηριοτήτων τύπου καζίνο, τότε, πιθανόν, κάτι δεν πάει καλά.
 Για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσαμε σε συνέχεια των παραπάνω να σημειώσουμε τα ακόλουθα:
Η απουσία συγκροτημένου πλαισίου για την επιδιωκόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιτρέπει , κυρίως στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και σε τακτά χρονικά  διαστήματα, να επικαλούνται ως αναπτυξιακούς μοχλούς  είτε  ότι συγκυριακά επικρατεί στο διεθνές περιβάλλον (πχ σήμερα είναι οι νεοφυείς επιχειρήσεις) είτε ότι παρουσιάζει μια μόνιμη δυναμική η οποία όμως δεν μπορεί να μετατραπεί  σε μοναδικό  πυλώνα της ανάπτυξης  (πχ. ο τομέας του τουρισμού).
Είναι γνωστόν σε όσους ασχολούνται με τη θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης οι επιπτώσεις που είχε στην αναπτυξιακή προοπτική των χωρών η εξάρτησή τους από λίγες πηγές εισοδημάτων, αντί μιας ευρείας γκάμας μεταποιημένων προϊόντων που κατευθύνονται σε διαφορετικές αγορές. Η αυξημένη μεταβλητότητα των εσόδων από λίγους κλάδους εξαγωγής λόγω «καθήλωσης» της  εξειδίκευσης των συγκεκριμένων  οικονομιών μόνο σε αυτούς τους κλάδους, σε αντίθεση με τη συγκριτική σταθερότητα των εσόδων χωρών που έχουν έσοδα από ένα διαφοροποιημένο καλάθι προϊόντων και εξαγωγών, καταγράφεται  ως σημαντική και αρνητική επίπτωση για αυτές τις οικονομίες.
Είναι αδύνατον μια χώρα να μπορεί να ελπίζει ότι θα ανέλθει στην αλυσίδα αξίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας  χωρίς να χρειαστεί να δημιουργήσει για παράδειγμα την προαναφερόμενη μεταποιητική βάση. Προσοχή ομιλώ για μεταποιητική βάση η οποία, όπως είναι κατανοητό, δεν περιλαμβάνει μόνο την παραγωγή βιομηχανικών τελικών προϊόντων.
Η αλήθεια των πραγματολογικών στοιχείων είναι καταλυτική:   τα προϊόντα μεταποίησης διαμορφώνουν τον κύριο όγκο του παγκόσμιου εμπορίου κατά 70%, ενώ ο κλάδος αποτελεί μόνο το 16% του παγκοσμίου ΑΕΠ.
Επίσης, καταγράφεται σήμερα από σειρά αναλυτών,  η διαχρονική αύξηση  τόσο του βαθμού που ο κλάδος της μεταποίησης «που κατασκευάζει πράγματα» εξαρτάται από τις εισρέουσες (input) υπηρεσίες, όσο και ο βαθμός στον οποίο η μεταποίηση  συνεισφέρει στις υπηρεσίες ως εκροή (output).. Η εξέλιξη αυτής της σχέσης, ειδικά σε ό,τι αφορά την ενσωματωμένη γνώση, σημαίνει επίσης ότι, η διάκριση υπηρεσιών/μεταποίησης με την κλασική έννοια αρχίζει σε πολλές περιπτώσεις να χάνει τη συνάφειά της με την πραγματικότητα.
Παραμένει όμως ότι, ακόμα και αν αυτή η διάκριση ξεθωριάζει, η παραγωγή προϊόντων παραμένει αναπόσπαστη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός υγιούς παραγωγικού οικοσυστήματος.
Σήμερα η ελληνική μεταποίηση βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση. Μάλλον σε μια διπλή παγίδα.
Η ένταξη μας σε μια αγορά όπως η ευρωπαϊκή (υψηλής τεχνολογίας) χωρίς να έχουν απομακρυνθεί οι αιτίες που προκαλούν αδυναμία στον εγχώριο μεταποιητικό τομέα να τις ανταγωνιστεί και οι οποίες εμφανίζονται ως υψηλό κόστος λειτουργίας και χαμηλής ενσωμάτωσης τεχνολογίας, απλά θα καταστήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις μη βιώσιμες, καθώς φτηνές εισαγωγές που δεν έχουν ενσωματωμένο το επιπλέον κόστος θα είναι εύκολα προσβάσιμες στους καταναλωτές.
Αντίστοιχα, η επιδιωκόμενη  υποκατάσταση της ακριβής εγχώριας παραγωγής από φτηνές εισαγωγές και το προσδοκώμενο όφελος για τους Έλληνες καταναλωτές θα αποδειχθεί μάλλον μικρής σημασίας, καθώς η μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, ως βασική συνέπεια  της επακόλουθης μείωσης ή και διακοπής παραγωγικής δραστηριότητας, απόλυσης προσωπικού και μείωσης αποδοχών ειδικά στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών (δηλαδή, κυρίως τη μεταποίηση), θα υπερκαλύψει  την οποιαδήποτε μείωση τιμών.
Δηλαδή, η έκθεση των  ελληνικών  παραγωγικών επιχειρήσεων  στην πίεση του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, χωρίς να μπορούν να ανταποκριθούν στα κίνητρα που αυτός δίνει για βελτίωση των προϊόντων και παραγωγικών υπηρεσιών αποτελεί μεγάλο κίνδυνο.
Με απλά λόγια ο κίνδυνος που διατρέχει η χώρα από την εδραίωση ανταγωνιστικών συνθηκών στις αγορές την ίδια στιγμή που το επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένει εχθρικό, είτε λόγω ρυθμιστικών αστοχιών του κράτους είτε λόγω υψηλού ρίσκου χώρας και κόστους χρηματοδότησης, θα έχει το ακόλουθο αποτέλεσμα: Η χώρα θα χάσει την παραγωγική βάση που της απομένει, καθώς τα εμπορεύσιμα προϊόντα πλέον θα εισάγονται, υποκαθιστώντας τα μη ανταγωνιστικά εγχώρια παραγόμενα προϊόντα. Όμως η παραγωγική αυτή, κυρίως μεταποιητική, βάση είναι και ο πυρήνας της μηχανής που μπορεί διαχρονικά να εξασφαλίσει την προσέγγιση του επιπέδου διαβίωσης των ανεπτυγμένων χωρών, καθώς και την ποιοτική απασχόληση.
Αλλά ακόμα και τα προϊόντα που δεν είναι αποτέλεσμα μεταποίησης, όπως οι πρώτες ύλες ή τα αγροτικά προϊόντα, απαιτούν συχνά σαν εισροή προϊόντα μεταποίησης. Συνεπώς, η γενίκευση της προαναφερόμενης ανάλυσης,  στην ανάγκη ύπαρξης μιας επαρκώς διαφοροποιημένης και υγιούς μεταποιητικής βάσης είναι εύλογη και ορθή. Η παραγωγή προϊόντων (η δημιουργία πραγμάτων)  παραμένει αναπόσπαστη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός υγιούς παραγωγικού οικοσυστήματος.
Είναι  εύκολο να  καταγραφεί, στην ελληνική οικονομία, το ποσοστό στο οποίο διάφοροι κλάδοι χρησιμοποιούσαν  προϊόντα μεταποίησης σαν εισροές. Σε σύγκριση με την ΕΕ-17 τα ποσοστά αυτά είναι σημαντικά μικρότερα  δείχνοντας μια πραγματικότητα αρκετά οδυνηρή για την Ελλάδα. Σχεδόν στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας τα προϊόντα μεταποίησης που χρησιμοποιούνται ως εισροές είναι πολύ μικρότερα.
Αναφέρουμε ως ενδεικτικό παράδειγμα τη σταδιακή διακοπή της παραγωγής ενδιάμεσων προϊόντων πρώτου επιπέδου μεταποίησης της αγροτικής παραγωγής, παρά την καταρχήν εξαιρετική ποιότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Οι λόγοι αυτής της εξέλιξης δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να καταλήξουμε σε στερεά συμπεράσματα. Όμως αποτελεί αδιάψευστο  γεγονός ότι  οι μονάδες πρώτης μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων έχουν σταδιακά κλείσει τις τελευταίες δεκαετίες και η ελληνική βιομηχανία τροφίμων εισάγει πλέον από το εξωτερικό χειρότερης ποιότητας και πολύ ακριβότερες εισροές που είναι προϊόντα πρώτης μεταποίησης.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι οποιοδήποτε σχέδιο ενίσχυσης της ανάπτυξης της χώρας θα πρέπει να περιλαμβάνει και την προοπτική σημαντικής ενίσχυσης της μεταποιητικής βάσης της χώρας, όχι μόνο σαν ποσοστό του ΑΕΠ αλλά κυρίως σαν ποικιλία δραστηριοτήτων.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ανάδειξη  των ήδη υπαρχόντων παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας οι οποίες εντοπίζονται  στη μηχανουργία, τα χημικά και τα φάρμακα και την αναζήτηση εκείνων των πολιτικών που θα επιτρέψουν την αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών. Ειδικά για τη μηχανουργία, «την επιστημονική μαστοράντζα»  πρέπει να ενσκήψουμε με μεγάλη προσοχή διότι αποτελεί έναν τεράστιο ενδογενή  πλούτο, μοναδικό στο είδος του, ο οποίος παραμένει ανεκμετάλλευτος και επιπλέον κινδυνεύει να μην αναπαραχθεί  στις νέες γενιές.
Μια επιτέλους σοβαρή ματιά στη μεταποίηση χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτή τη δύσκολη περίοδο που περνά η χώρα μας.
Πηγή: Hellenic Mail
*Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Διδάκτορας του Τμήματος Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στα Διεθνή Νομισματικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας