Πηγή: the books' journal
Γράφτηκε από Κ.Π. Αναγνωστόπουλος
Επιστροφή στην Μπελ Επόκ
Από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1789) μέχρι τις μέρες μας, με συγκρούσεις, βιαιότητες και αιματοχυσίες, αλλά και με εχέφρονες παρεμβάσεις από συνετούς πολιτικούς, σφυρηλατήθηκαν συν τω χρόνω τα ιδεώδη της ισονομίας, της ισότητας των ευκαιριών, της δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας, της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η αποσάθρωση αυτών των αξιών, το ισχυρό αίσθημα αδικίας που γεννά η διανομή του πλούτου, η βεβαιότητα, πρωτίστως των νέων, ότι στερούνται δυνατοτήτων ατομικής προόδου και κοινωνικής ανέλιξης προοιωνίζονται ερεβώδες μέλλον. Ούτε επιθυμητή, ούτε διατηρήσιμη είναι μια τέτοια κοινωνία. Αναδημοσίευση από το Books’ Journal, #40, Φεβρουάριος 2012.
Πόσο μακριά μας είναι αυτές οι κοινωνίες; Όχι πολύ, απαντά ο καθηγητής στην Οικονομική Σχολή του Παρισιού Τομά Πικεττύ στο βιβλίο του Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, που κυκλοφόρησε στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Η ενδογενής δυναμική του καπιταλισμού, ισχυρίζεται, οδηγεί σε μεγάλη συγκέντρωση του πλούτου, που μας γυρίζει εκατό τόσα χρόνια πίσω, στις περιουσιακές διαφορές του 19ου αιώνα και της Μπελ Επόκ. Με μέση απόδοση του κεφαλαίου 4-5% και ρυθμό μεγέθυνσης της τάξεως του 1-1,5%, ο συσσωρευμένος πλούτος κεφαλαιοποιείται αυτόνομα, προοδεύει ταχύτερα από το εισόδημα από την εργασία, οι δε μεταβιβαζόμενες περιουσίες από τους γονείς στα τέκνα αποκτούν ιδιάζουσα βαρύτητα. Αποτέλεσμα: «το παρελθόν καταβροχθίζει το μέλλον».
Εάν έχει δίκαιο, οι προοπτικές είναι ζοφερές: κινδυνεύει, δυνητικά αλλά όχι αναπόφευκτα, η ίδια η υπόσταση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Τα εξωφρενικά εισοδήματα του ανώτατου 1% της εισοδηματικής κλίμακας και η ταχεία συσσώρευση του κεφαλαίου οδηγούν διεθνώς σε οικονομικές ολιγαρχίες, άρα σε πανίσχυρους πόλους εξουσίας. Εδώ και δύο δεκαετίες, όσοι διάβαζαν τις στατιστικές ένιωθαν ότι κάτι δεν πάει καλά με τη διανομή του εισοδήματος. Ανάμεσα σε όσους έσκυψαν πάνω στους αριθμούς και συνέβαλαν στην αποκρυπτογράφησή τους, ο Τομά Πικεττύ κατέχει εξέχουσα θέση.[4] Παρά ταύτα, χρειάστηκε να μεσολαβήσει η χρηματοπιστωτική κρίση και το κίνημα Occupy Wall Streetμε το σαγηνευτικό μεν, αλλά απλοϊκό, σύνθημά του «είμαστε το 99%», ώστε οι επί μακρόν εξοστρακισμένες από τη δημόσια σφαίρα λέξεις «ανισότητες» και «αναδιανομή» να επανέλθουν στον πολιτικό και μηντιακό λόγο.
Ο Τομά Πικεττύ ουδέποτε έκρυψε, στα γραπτά ή στις δημόσιες παρεμβάσεις του, τις αριστερές πεποιθήσεις του. Θα ήταν ασυγχώρητη επιπολαιότητα εξ αυτού να αντιμετωπιστούν οι απόψεις του με τα συνήθη, αριστερής κοπής και μη, στερεότυπα. Οι μελέτες του, που τεκμηριώνουν τις σκανδαλώδεις εισοδηματικές ανισότητες, ουδεμία σχέση έχουν με ιδεολογικο-πολιτικό πρωτογονισμό. Απεναντίας, εδράζονται σε επιστημονική έρευνα λίαν υψηλού επιπέδου και δεοντολογικά άψογη, δεδομένου ότι ο συγγραφέας παρέχει πλήρη πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που χρησιμοποιεί. Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, εκθέτει αυτές τις πρωτοποριακές αναλύσεις του Τομά Πικεττύ, οι οποίες, ξεκινώντας από τη διερεύνηση της δυναμικής των εισοδημάτων και περιουσιών στη Γαλλία, επεκτάθηκαν από τον ίδιο και άλλους προς διάφορες κατευθύνσεις και χώρες.[5] Ο Πικεττύ δεν περιορίζεται, όμως, να καταδείξει τη λογική των ανισοτήτων. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, υπό τον τίτλο «Ρύθμιση του κεφαλαίου στον 21ο αιώνα», τοποθετείται δίχως περιστροφές και μισόλογα στα μείζονα σημερινά προβλήματα.
Τούτων και άλλων δοθέντων, εύχομαι Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα να μεταφραστεί γρήγορα στη γλώσσα μας ̶ ήδη ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του στα αγγλικά και στα γερμανικά εντός του 2014. Το βιβλίο δείχνει τι θα μπορούσε να είναι η αριστερή, προοδευτική σκέψη στον 21ο αιώνα, κρατώντας σαφείς αποστάσεις τόσο από εκείνους που την ψάχνουν μέσα σε έναν μεταμοντέρνο, αντικαπιταλιστικό αχταρμά, όσο και από εκείνους που νομίζουν ότι θα την ανανεώσουν έχοντας αλαμπρατσέτα το ζόμπι του νεοφιλελευθερισμού.
ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Την τελευταία τεσσαρακονταετία επήλθαν αλλαγές στα εισοδήματα και τις περιουσίες που μόνο τώρα συνειδητοποιούμε το εύρος και το βάθος τους. Η διάρθρωση και η διαχρονική εξέλιξη της διανομής τους είναι παρόμοιες σε όσες χώρες μελετήθηκαν, δίχως όμως να ταυτίζονται. Γενικά, στις αγγλόφωνες χώρες, ιδίως στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, η άνοδος των εισοδημάτων οφείλεται περισσότερο στη διόγκωση των απολαβών των κορυφαίων διοικητικών στελεχών και λιγότερο στα εισοδήματα από περιουσίες. Απεναντίας, στην Ευρώπη και την Ιαπωνία παρατηρείται ταχεία συγκέντρωση του κεφαλαίου, αλλά σχετικώς ηπιότερη διανομή του εισοδήματος από την εργασία.
Βασισμένες σε στατιστικές της φορολογίας εισοδήματος και των κληρονομιών, οι σχετικές μελέτες διαμερίζουν τα δεδομένα κατά κανόνα σε δεκατημόρια (δέκα στρώματα) και σε εκατοστημόρια (εκατό στρώματα). Ο διαμερισμός αυτός διευκολύνει τις διαχρονικές και διεθνείς συγκρίσεις των κοινωνιών, και επιτρέπει να αποκτήσουμε άμεσα μια εικόνα της διανομής του εισοδήματος. Εάν, λόγου χάρη, το καλύτερα αμειβόμενο 10% του πληθυσμού απολαμβάνει το 50% του συνολικού εισοδήματος από την εργασία, τότε έκαστος εξ αυτών κερδίζει (κατά μέσο όρο) πέντε φορές τον μέσο μισθό της χώρας, ενώ αν το 40% του πληθυσμού απολαμβάνει το 45% του συνολικού εισοδήματος από την εργασία, τότε ένας έκαστος εξ αυτών κερδίζει (κατά μέσο όρο) λίγο πάνω από τον μέσο μισθό.
Έχει λεχθεί ότι «αν βασανίσετε τα δεδομένα για αρκετό χρόνο, η Φύση πάντα στο τέλος θα ομολογήσει» (R. Coase). Όντως, ποικίλες ομαδοποιήσεις των δεδομένων, συχνά διόλου αθώες, μπορούν να γίνουν προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα. Ο Πικετύ διαμερίζει την εισοδηματική πυραμίδα σε τρεις κατηγορίες: τις ανώτερες τάξεις (το ανώτατο 10%), εντός των οποίων διακρίνει την «κυρίαρχη» και τις «εύπορες» τάξεις που καλύπτουν αντιστοίχως το ανώτατο 1% και το υπόλοιπο 9%. τις μεσαίες τάξεις (το 40% αμέσως κάτω από το 90%). και τις λαϊκές τάξεις (το κατώτερο 50%). Σημειωτέον ότι στις εύπορες τάξεις κυριαρχεί το (λίαν ικανοποιητικό) εισόδημα από την εργασία, αλλά το σχετικό μερίδιο του κεφαλαιακού εισοδήματος αυξάνεται προοδευτικά καθώς ανεβαίνουμε προς την κυρίαρχη τάξη. Είναι τόσο κραυγαλέα τα εισοδήματα του ανώτατου εκατοστημορίου, ώστε δικαίως συγκέντρωσε την προσοχή μελετητών και σχολιαστών (Joseph E. Stiglitz, «Of the 1%, by the 1%, for the 1%», Vanity Fair, 05/2011).
Το ανώτατο 1%
Οι αριθμοί είναι και αδιαμφισβήτητοι και εύγλωττοι.[6] Αφού συρρικνώθηκε απότομα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σταθεροποιήθηκε στη μεταπολεμική περίοδο, το (προ φόρων) μερίδιο του ανώτατου 10% στις ΗΠΑ άρχισε να ανέρχεται από το 1970 και εντεύθεν, φθάνοντας το 2007 στο 50,4% του συνολικού εισοδήματος – το υψηλότερο καταγεγραμμένο ποσοστό από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Εάν αναλυθεί αυτό το ανώτατο δεκατημόριο στις επιμέρους εισοδηματικές του ομάδες, αποκαλύπτεται ότι το ανώτατο 1% αύξησε το μερίδιό του από 8,9 σε 23,5%, το δε αντίστοιχο μερίδιο του ανώτατου 0,1% τετραπλασιάστηκε από 2,6 σε 12,3%. Τα μεγέθη αυτά δείχνουν ακόμη πιο προκλητικά, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι, την τριακονταετία 1976-2007, το ανώτατο 1% οικειοποιήθηκε το 58% της πραγματικής οικονομικής μεγέθυνσης.
Πηγή:http://piketty.pse.ens.fr/en/
Σημείωση: Το διάγραμμα απεικονίζει το μερίδιο του (προ φόρου) συνολικού εισοδήματος που αντιστοιχούσε στο ανώτατο 1% των οικογενειών στις ΗΠΑ μεταξύ 1913 και 2010.
Στο διάστημα 1980-2007, παρόμοια εξέλιξη με το μερίδιο του 1% στις ΗΠΑ παρατηρήθηκε στις αγγλοσαξωνικές χώρες, αλλά με διαφορετικά ποσοστά μεγέθυνσης: το μερίδιο του 1% στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε κατά 135%, των άλλων χωρών από 39 έως 105%. Απεναντίας, στη Ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, παρά μιαν άνοδό του τελευταία, το ανώτατο μερίδιο κινείται στα ίδια επίπεδα με εκείνο στα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Η οικονομική κρίση ουδόλως ενόχλησε την παγκόσμια οικονομική ελίτ. Στις ΗΠΑ το διάστημα 2009-12, το εισόδημα του ανώτατου 1% αυξήθηκε κατά 31,4%, ενώ του υπόλοιπου 99% κατά 0,4%, με αποτέλεσμα το ανώτατο εκατοστημόριο να καρπωθεί το 95% των εισοδηματικών κερδών των τριών ετών της ανάκτησης.[7] Στην πρόσφατη έκθεσή τους (Καθημερινή, 24/11/2013), η εταιρεία Wealth-X και η ελβετική τράπεζα UBS εκτιμούν ότι 2.170 άτομα κατέχουν περιουσία άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, τα δε συνολικά τους περιουσιακά στοιχεία έχουν υπερδιπλασιαστεί στην περασμένη πενταετία, από 3,1 σε 6,5 τρισ. δολάρια. Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 505 πρόσωπα με περιουσία άνω των 30 εκατ. δολαρίων, οι δε πλουσιότεροι Έλληνες αύξησαν την περιουσία τους κατά 20%.
Όντως, οι ανισότητες διευρύνονται στη χώρα μας σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2012 («Έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών 2012», Δελτίο Τύπου, 08/12/2013). Το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 6,6 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Στο 25% των νοικοκυριών µε το χαμηλότερο εισόδηµα αντιστοιχούσε το 8,7% του συνολικού εθνικού εισοδήματος (από 9,4%το2011), ενώ στο 25% των νοικοκυριών µε το υψηλότερο εισόδηµα το 47% (από 46,8% το 2011). Εν τούτοις, «η στατιστική είναι σαν το μπικίνι: δείχνει πολλά πράγματα, αλλά κρύβει το ουσιώδες» (L. Armand). Πόσω μάλλον, όταν δεν βοηθάει η ίδια η στατιστική απεικόνιση. Τα τεταρτημόρια και πεντημόρια περιλαμβάνουν πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων και συσκοτίζουν τις διαφορές. Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να μαθαίναμε τι συμβαίνει εντός του ανώτατου 20% της χώρας μας, ιδίως το εισόδημα που καρπώνεται το ανώτατο 1%.
Το εισόδημα από την εργασία. Το συνολικό εισόδημα αποτελείται από το άθροισμα του εισοδήματος από την εργασία και του εισοδήματος από το κεφάλαιο (ενοίκια, μερίσματα, τόκοι, υπεραξίες, κ.ο.κ.). Μια εικόνα των μεριδίων από την εργασία παρέχουν τα εξής (στρογγυλεμένα) στοιχεία για το 2010: οι ανώτερες, μεσαίες και λαϊκές τάξεις καρπώθηκαν αντιστοίχως στην Ευρώπη το 25, 45 και 30%. και στις ΗΠΑ το 35, 40 και 25%, μια δε προβολή των τάσεων τους στο 2030, δίνει αντιστοίχως μερίδια 45, 35 και 20% (Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, σ. 390).
Ο John Pierpont Morgan (1837-1913), ιδρυτής της τράπεζας JPMorgan, πίστευε ότι τα ανώτατα στελέχη δεν θα έπρεπε να έχουν αποδοχές είκοσι φορές μεγαλύτερες από τον μέσο μισθό, ειδ’ άλλως θα υπονομευόταν το ηθικό της επιχείρησης. Εάν επανερχόταν στη ζωή με κάποιο μαγικό τρόπο, μάλλον εμβρόντητος θα μάθαινε ότι το 2007 οι αποδοχές των διοικητών των μεγαλύτερων εταιρειών στις ΗΠΑ ήταν κατά μέσο όρο 10,5 εκατ. δολάρια, ήτοι 344 φορές ο μέσος εργατικός μισθός (The Institute for Policy Studies, http://www.ips-dc.org/). Θα ήταν τόσο έκπληκτος όσο και οι αναγνώστες της Libération(23/6/2011) διαβάζοντας ότι τα αφεντικά της L’Oréal και Accor είχαν ετήσιες απολαβές το 2010 ίσες αντιστοίχως με 835 και 684 κατώτατους μισθούς (SMIC).
Αφ’ ότου ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, τα ΜΜΕ άρχισαν να αποκαλύπτουν λεπτομέρειες για τις απολαβές των ανώτατων στελεχών. Οι αποκαλύψεις ήσαν διπλά εξοργιστικές: υψηλές αποδοχές και κραυγαλέος ευτελισμός κάθε έννοιας αξιολόγησης. Κορυφαία στελέχη, που καταβαράθρωσαν τις επιχειρήσεις τους, ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα, όπως ο Fred Goodwin, πρώην διοικητής του Royal Bank of Scotland Group, που εισπράττει κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ετησίως, ίσως επειδή κατάφερε να πετύχει… τη μεγαλύτερη εταιρική ζημία όλων των εποχών.
Η επιστροφή του κεφαλαίου
Οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης και η μικρή συγκέντρωση του κεφαλαίου μεταπολεμικά είχαν αναδείξει επί δεκαετίες σε σχεδόν αποκλειστική προτεραιότητα τον περιορισμό των μισθολογικών ανισοτήτων. Ουδείς λόγος υπήρχε για βίαιες ταξικές συγκρούσεις. Το συνδικαλιστικό κίνημα συνέβαλε, καθοριστικά και θετικά, στη λελογισμένη αναδιανομή του εισοδήματος, συμπλέοντας με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών που θεωρούσε μάλλον εύλογες τις εντός ορισμένων ορίων ανισότητες. Ωστόσο, οι μετά το 1980 αστρονομικές απολαβές των golden boys και των ανώτατων στελεχών εξαέρωσαν τις πεποιθήσεις περί ανεκτών εισοδηματικών διαφορών.
Υπάρχει και μια δεύτερη, και πιθανόν σημαντικότερη μακροπρόθεσμα, ανατροπή: εξαχνώνεται η ψευδαίσθηση ότι η συγκέντρωση του κεφαλαίου είναι παρελθόν. Οι αριθμοί που αποτυπώνουν την αύξηση του (ιδιωτικού) κεφαλαίου κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία είναι αποκαλυπτικοί. Ο λόγος κεφάλαιο/εισόδημα στις ανεπτυγμένες χώρες δείχνει να επιστρέφει στα επίπεδα του 19ου αιώνα, ήτοι στις τιμές 600-700%, παρά τις τεράστιες αλλαγές στη σύνθεση του πλούτου:[8] στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, από 300-310% στο 540-560%, στην Ιταλία από λιγότερο από 250% σε 650%, όπως και στην Ιαπωνία από 300% περίπου στο 600%, στη δε Γερμανία από 200% σε ελαφρώς άνω του 400%. Στις ΗΠΑ η αύξηση υπήρξε σχετικώς ηπιότερη, από 300% το 1970 σε περίπου 400% το 2010.
Σημείωση: H συνολική αξία του ιδιωτικού κεφαλαίου κυμάνθηκε μεταξύ 6 και 7 ετών εθνικού εισοδήματος στην Ευρώπη το 1910, μεταξύ 2 και 3 ετών το 1950, και μεταξύ 4 και 6 το 2010.
Όσον αφορά τη συγκέντρωση του πλούτου, μια αίσθηση των μεγεθών παρέχουν τα εξής (στρογγυλεμένα) στοιχεία για το 2010 (Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, σ. 391): οι ανώτερες, μεσαίες και λαϊκές τάξεις κατείχαν αντιστοίχως στην Ευρώπη το 60,35 και 5%. και στις ΗΠΑ το 70,25 και 5%. Δεν βρισκόμαστε πολύ μακριά από την Μπελ Επόκ στην οποία το μερίδιο του ανώτατου δεκατημορίου ανήλθε στο 90%: προβολή των τάσεων στο 2030 δίνει για τις ΗΠΑ αντιστοίχως μερίδια 90,5 και 5%.
Η τεράστια αύξηση του κεφαλαίου και η ιλιγγιώδης συγκέντρωσή του διαλύουν τις μεταπολεμικές αυταπάτες ότι ο προσωπικός μόχθος και η αξία θα καθορίζουν εφεξής την ατομική ευημερία. Στην πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι ούτε η κληρονομιά ούτε η πρόσοδος του κεφαλαίου είπαν την τελευταία τους λέξη. Εάν τα πράγματα αφεθούν να κυλούν όπως σήμερα, τότε οδεύουμε ολοταχώς προς κοινωνίες ραντιέρηδων και αβυσσαλέων ανισοτήτων.
Το κεφάλαιο αποτελεί τελικώς ιδιοκτησία φυσικών προσώπων και μεταβιβάζεται από τους γονείς στα τέκνα, είτε με διαθήκη είτε με γονική παροχή (το άθροισμά τους ετησίως σε εθνική βάση ονομάζεται ετήσια ροή κληρονομιών). Στη Γαλλία, η ετήσια ροή κληρονομιών κινήθηκε στο 20 με 25% του εθνικού εισοδήματος μεταξύ 1820 και 1910, από τη δεκαετία του 1920 άρχισε να μειώνεται βαθμηδόν καταλήγοντας περίπου στο 5% το 1950. Έκτοτε άρχισε να ανέρχεται καταλήγοντας περίπου στο 15% το 2010, ενώ προβλέψεις την ανεβάζουν στο 20-25% για το 2050. Χοντρικά, κατά μέσον όρο, οι ανώτερες τάξεις κληρονομούν 500.000 ευρώ και άνω, οι μεσαίες 100.000 και οι λαϊκές σχεδόν τίποτα. Η κληρονομιά επανακάμπτει, και αποκτά νέα δυναμική, εξαιτίας, μεταξύ άλλων λόγων, και των γαμήλιων επιλογών.[9]
Παγκοσμίως, η περιουσία των εκατομμυριούχων αυξάνεται κατά 6-7% ετησίως, δηλαδή διπλασιάζεται κάθε 10-12 χρόνια.[10] Η ταχύτατη αύξηση του πλούτου και η μεταβίβασή του από γενιά σε γενιά, αναπόφευκτα οδηγεί σε κοινωνίες ραντιέρηδων. Τα πράγματα είναι απλά σε περιόδους μικρής οικονομικής μεγέθυνσης: ένας ραντιέρης αρκεί να καταναλώνει μέρος από ό,τι αποδίδει το κεφάλαιό του, ώστε και να εξασφαλίζει άκοπα εξαιρετικό επίπεδο ζωής και να αυξάνει τον πλούτο του.
Όσο και αν εντυπωσιάζουν, οι μεγάλες περιουσίες δεν πρέπει να συσκοτίζουν τις διαφορές: άλλο επιχειρηματίας, και κατά μείζονα λόγο καινοτόμος επιχειρηματίας, και άλλο ραντιέρης. Μολονότι οι περιουσίες τους αυξάνονταν με παρόμοιους ρυθμούς, θα ήταν εξωφρενικό να ταυτίζεται, λόγου χάρη, ο μακαρίτης Στηβ Τζομπς με τη βαθύπλουτη κληρονόμο της L'Oréal Λιλιάν Μπετανκούρ, που δεν δούλεψε ποτέ στη ζωή της. Δεν ξέρω πώς σκέπτεται ένας ραντιέρης, αλλά θεωρώ χοντροκομμένη προσέγγιση να συρρικνώνονται τα κίνητρα ενός επιχειρηματία αποκλειστικά στην απληστία. Ο Ρομάν Πολάνσκι στο Τσαϊνατάουν δίνει μιαν απάντηση στην εύλογη απορία γιατί ένας ζάπλουτος πασχίζει να αποκτήσει και άλλα χρήματα. Ο Τζέικ Γκίτις (Τζακ Νίκολσον) ρωτάει τον Νόα Κρος (Τζον Χιούστον): «Γιατί το κάνετε; Πόσο καλύτερα μπορείτε να τρώτε; Τι θα μπορέσετε να αγοράσετε που δεν έχετε ήδη τη δυνατότητα;». Και ο πολυεκατομμυριούχος (και αιμομίκτης) του απαντά: «Το μέλλον, κύριε Γκίτις! Το μέλλον...».
Εν πάση περιπτώσει, η τάση προς τη συγκέντρωση του πλούτου είναι πασίδηλη. Τα τελευταία διακόσια πενήντα χρόνια μας διδάσκουν ότι υπάρχουν μέσες-άκρες τρεις δυνατές εξελίξεις: οι ανώτερες τάξεις θα ελέγξουν ιδεολογικο-πολιτικά και/ή με τη βία τις αντιθέσεις που γεννά το εισοδηματικό χάσμα. ή το καθεστώς των ανισοτήτων θα ανατραπεί βίαια, δυνητικά από το 90% του πληθυσμού. ή οι δημοκρατικές κοινωνίες θα αναχαιτίσουν ειρηνικά την παραφροσύνη αυτού του αχαλίνωτου καπιταλισμού μέσω των θεσμών, κυρίως της φορολογίας.
Διπολικές κοινωνίες;
Μολονότι οι ιστορικές αναλογίες μπορεί να αποδειχθούν παραπλανητικές, δύσκολα κανείς μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό των συγκρίσεων. Παραμονές της γαλλικής επανάστασης, η αριστοκρατία αντιπροσώπευε το 1-2% σε πληθυσμό είκοσι εκατομμυρίων ενηλίκων, ο κλήρος λιγότερο του 1% και η λεγόμενη «Τρίτη Τάξη» άνω του 97%. Σήμερα, περίπου 2,5% (0,2%) του ενήλικου ευρωπαϊκού πληθυσμού κατέχει καθαρή περιουσία πάνω από ένα (πέντε) εκατ. ευρώ. Το μεν ανώτατο εκατοστημόριο κατέχει συνολική περιουσία της τάξεως του 25% του συνολικού πλούτου, το δε 2,5% των πλουσιότερων σχεδόν το 40%, ήτοι αντιστοίχως περίπου 125 και 200% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Στη Γαλλία και τις ΗΠΑ, το ανώτατο εκατοστημόριο περιλαμβάνει αντιστοίχως 500.000 και 2.600.000 ενήλικες.
Το μέγεθος των κοινωνικών τάξεων ασφαλώς μετράει, αλλά δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η σημασία του. Ο αριθμός των απαλλαγμένων από τη φροντίδα της επιβίωσης ατόμων στις ανεπτυγμένες χώρες είναι μικρός ως προς τον πληθυσμό. Ωστόσο, είναι επαρκής ώστε οι ανώτερες τάξεις να δομήσουν την κοινωνία, να τη διευθύνουν και να αναπαραγάγουν τον εαυτό τους. Τα τέκνα τους, π.χ., σπουδάζουν στα καλύτερα πανεπιστήμια. Προφανώς, το οικογενειακό περιβάλλον επιδρά καταλυτικά στη συγκρότηση των ατόμων ̶ χάσμα 19 μηνών παρατηρείται μεταξύ των επιδόσεων των φτωχών και των πλούσιων παιδιών ήδη μέχρι τα πέντε έτη που ξεκινούν το σχολείο («Βρετανία: Υποχρεωτική εκπαίδευση από τα δύο κατά των ανισοτήτων», Το Βήμα, 12/11/2013). Ακόμη και έτσι, όμως, η πρόσβαση στα κορυφαία πανεπιστήμια πολύ δύσκολα θα χαρακτηριζόταν αξιοκρατική, δεδομένου ότι το μέσο οικογενειακό εισόδημα, λ.χ., των φοιτητών του Χάρβαρντ προσεγγίζει εκείνο του 2% των πλουσιότερων νοικοκυριών της χώρας. Επί πλέον, οι γόνοι των ανώτερων τάξεων παντρεύονται μεταξύ τους και η εκλεκτική διασταύρωση (assortative mating) λειτουργεί κατά κανόνα μεταξύ είτε πλουσίων κληρονόμων είτε ατόμων με υψηλά εισοδήματα από την εργασία. Οι κοινωνίες μας δεν φαίνεται να ευνοούν τους επίδοξους Ραστινιάκ…
Η μεσαία τάξη βρίσκεται υπό διαρκή πίεση. Στις ΗΠΑ εντοπίζεται εργασιακή «πόλωση», με την έννοια ότι η απασχόληση αυξάνεται ταχύτερα στις υψηλά και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίες εις βάρος των θέσεων εργασίας μέσου επιπέδου δεξιοτήτων.[11] Εξ άλλου, μια ματιά στην «καμπύλη του Υπέροχου Γκάτσμπυ» μας αποκαλύπτει ότι τη μεγαλύτερη διαγενεακή κινητικότητα παρουσιάζουν οι σκανδιναβικές χώρες, τη μικρότερη οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βσλειο, ενώ ενδιαμέσου μεγέθους κινητικότητα παρατηρείται στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία και σε άλλες χώρες.[12] Οι Αμερικανοί ειδικά δεν θα πρέπει να είναι καθόλου περήφανοι πλέον γι’ αυτό που ανέκαθεν θεωρούσαν ως συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας τους: την ισότητα των ευκαιριών.[13]
Η ανάδυση μιας μεσαίας τάξης κατόχου περιουσιακών στοιχείων υπήρξε μείζον γεγονός του εικοστού αιώνα. Μένει να δούμε κατά πόσον θα δικαιωθεί ο Πολ Κρούγκμαν που ισχυρίζεται, σε ένα από τα καλύτερα κείμενά του, ότι «η αμερικανική μεσαία τάξη της νιότης μου κατανοείται καλύτερα όχι ως φυσιολογική κατάσταση της κοινωνίας μας, αλλά ως μεσοβασιλεία μεταξύ δύο Χρυσών Εποχών (Gilded Ages)» («For Richer», The New York Times, 20/10/2002).
ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η διανομή των εισοδημάτων και του πλούτου βρίσκεται στο κέντρο της ανθρώπινης ιστορίας ̶ είναι υπερβολικό να πούμε ότι το δίπολο «πλούσιοι» και «φτωχοί» εν τέλει χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες; Αναπόφευκτα, πληθώρα παραγόντων πρέπει να αναζητηθούν πίσω από τις μακροχρόνιες χρονοσειρές που αποτυπώνουν εισοδηματικές ανισότητες: θεσμοί και νομοθετικές παρεμβάσεις, ιδεολογικο-πολιτικές συγκρούσεις, επαναστάσεις, καινοτομίες στην παραγωγή, δεσπόζουσες ιδέες περί των εισοδηματικών διαφορών. Η οικονομική επιστήμη οπωσδήποτε έχει τον πρώτο λόγο σε κάθε απόπειρα να κατανοηθούν οι κινήσεις των τιμών, εισοδημάτων, περιουσιών. Δεν επαρκεί, όμως. Δεν μπορούν να εξαχθούν πειστικά συμπεράσματα, φερ’ ειπείν, αν αγνοηθεί το γεγονός ότι διαφέρουν μεταξύ τους οι θεσμοί που καθορίζουν τη διανομή του εισοδήματος από την εργασία (συλλογικές διαπραγματεύσεις, ατομικές εργασιακές σχέσεις, κατώτατος μισθός, κ.λπ.) και το εισόδημα από το κεφάλαιο (κληρονομικό δίκαιο, φορολογία κληρονομιάς και γονικών παροχών, κ.λπ.). Παρομοίως, δεν μπορεί να παραγνωριστεί η σημασία για τις ανισότητες της ισχύος και της αποδυνάμωσης των συνδικάτων, και ειδικότερα το φαινόμενο του «αποσυνδικαλισμού».
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η πολιτική οικονομία και η οικονομική ιστορία, επί μακρόν περιθωριοποιημένες εξαιτίας της αλαζονείας μιας ορισμένης αντίληψης της οικονομικής επιστήμης, ανακτούν το κύρος τους: η ιστορία της διανομής των εισοδημάτων και του πλούτου είναι βαθιά πολιτική και δεν μπορεί να υποκύψει σε κανενός τύπου οικονομική αιτιοκρατία. Προφανώς, δεν είναι απλώς ζήτημα οικονομικής λογικής το γεγονός ότι οι Ναζί επανέφεραν στη Γερμανία τα μερίδια του εισοδήματος στα προ του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου επίπεδα εντός πέντε ετών από την κατάληψη της εξουσίας. Οι πολιτικές επιλογές παρέχουν πλειστάκις απλές και άμεσες εξηγήσεις: υπό την πίεση του Μάη του ’68, ο Ντε Γκωλ αύξησε διαμιάς τον κατώτατο μισθό κατά 35%. και το ΠΑΣΟΚ εξήγγειλε, δύο μήνες αφ’ ότου ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 1981, πρωτοφανείς αυξήσεις μέχρι 60% στους κατώτερους μισθούς και ημερομίσθια, και διπλασιασμό των κατώτατων συντάξεων.
Κατά μείζονα λόγο, οι μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές ανακατατάξεις έχουν τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις. Τα μερίδια των ανώτερων τάξεων στο εισόδημα άρχισαν να διογκώνονται στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο επί Ρέιγκαν και Θάτσερ. Βοηθούσης και της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ, άρχιζε η μακρά περίοδος της απόλυτης ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού. Η σοσιαλδημοκρατία, αδύναμη να παραγάγει καινοτόμα πολιτική σκέψη, περιορίστηκε εν τέλει σε copy-paste των κεντρικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών (ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση). Θυμάται κανείς, λ.χ., ότι επί Κλίντον και υπουργίας του καθηγητή Larry Summers στο υπουργείο Οικονομικών απετράπησαν ή καταργήθηκαν ρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ανάμεσά τους και ο διαχωρισμός εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών (the Glass-Steagall Act), που χρεώνεται μέρος της χρηματοπιστωτικής κρίσης;
Συνεπώς, οι πρόσφατες μεγάλες εισοδηματικές ανακατατάξεις μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα αν ενταχθούν σε μια ιστορική προοπτική. Την περίοδο 1870-2010, για την οποία υπάρχουν στατιστικές, στην Ευρώπη (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία) η διαχρονική εξέλιξη του λόγου κεφάλαιο/εισόδημα περιγράφεται από μια καμπύλη μορφής U (πρώτα κατέρχεται και μετά ανέρχεται), οι δε τιμές του δείχνουν να επανέρχονται στα επίπεδα του 1870-1910, ήτοι περίπου στο 600-700%. Παρόμοια, αλλά ηπιότερη μορφή U έχει η εξέλιξη του λόγου στις ΗΠΑ.[14] Ο μεσοπόλεμος και η μεταπολεμική τριακονταετία έχουν πολλά να πουν σχετικά με αυτή τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη του πλούτου και των εισοδημάτων.
Οι καταστροφές. Παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου αποκορυφώνονται η συγκέντρωση του πλούτου και οι εισοδηματικές διαφορές, αλλά την επαύριο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι ιδιωτικές περιουσίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και τα ανώτατα εισοδήματα έχουν υποστεί καθίζηση. Η ερμηνεία είναι σχεδόν προφανής. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και η οξεία οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, μέσα σε μια τριακονταετία, αφάνισαν με εξαιρετική σφοδρότητα συσσωρευμένο κεφάλαιο δεκαετιών. Στις καταστροφές της φυσικής περιουσίας (κτίρια, εργοστάσια) πρέπει να προστεθούν και άλλα βίαια σοκ που συνετέλεσαν στην περαιτέρω συρρίκνωση του κεφαλαίου:[15]απώλειες χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου λόγω μεγάλου πληθωρισμού, άμεση αναδιανομή λόγω της φορολογικής πολιτικής, πτωχεύσεις επιχειρήσεων, χρηματοδότηση των πολέμων. Παράλληλα, τα ανώτατα μερίδια συρρικνώνονται εξαιτίας της εξίσωσης των εισοδημάτων από την εργασία, διότι η πολεμική οικονομία νικητών και ηττημένων επέβαλλε δραστικούς περιορισμούς στους μισθούς. Στην Ιαπωνία, το μερίδιο του ανώτατου 5% στους μισθούς έπεσε από το 19% στο 9% μεταξύ 1939 και 1944, και οι ΗΠΑ όταν βγαίνουν από τον πόλεμο έχουν την πιο εξισωτική μισθολογική δομή στην ιστορία τους.
Η «λαμπρή τριακονταετία». Την επαύριο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το ιδιωτικό κεφάλαιο βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, κυρίως στις χώρες που βρέθηκαν στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων, οι δε μετά τον πόλεμο εθνικοποιήσεις το αποδυνάμωσαν περαιτέρω. Το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών ισοδυναμεί με ένα μόλις έτος εθνικού εισοδήματος. Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, ένας ασήμαντος αριθμός ανθρώπων ελάμβανε ως κληρονομιά το ισοδύναμο μιας ολόκληρης ζωής εργασίας πληρωμένης με κατώτατο μισθό.
Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η δομή των εισοδημάτων δημιούργησαν την αυταπάτη της μεταλλαγής του καπιταλισμού: τα εισοδήματα από το κεφάλαιο σχεδόν εξαφανίστηκαν και, εφεξής, τα εισοδήματα από την εργασία θα έχουν τον πρώτο, σχεδόν αποκλειστικό, λόγο. Παρά τις επί μέρους διαφορές μεταξύ των εργαζομένων, κοινή είναι η πίστη τους στην αξία της εργασίας και την αξιοκρατία. και η πεποίθησή τους ότι το κεφάλαιο, η κληρονομιά και η καταγωγή είναι πλέον περιορισμένης σημασίας.
Οι πιθανότητες, όμως, να ξαναδούμε μια τέτοια περίοδο, ιδίως το μέγιστο επίτευγμα της εποχής: την πλήρη απασχόληση με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, είναι μηδαμινές. Η κατά τον Jean Fourastié «λαμπρή τριακονταετία» είναι ο απωλεσθείς παράδεισος, εξ ου και η νοσταλγία γι΄ αυτή την περίοδο ̶ και ποιος μπορεί να τα βάλει με τη νοσταλγία; Εν τούτοις, οι υψηλοί μεταπολεμικοί ρυθμοί ανάπτυξης υπήρξαν αποτέλεσμα ενός καπιταλισμού της ανασυγκρότησης. Όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης πέφτουν, τα πράγματα αλλάζουν. Αυξάνεται η βαρύτητα της απόδοσης του κεφαλαίου, οι αποκρατικοποιήσεις διογκώνουν το ιδιωτικό κεφάλαιο, οι μεγάλες κληρονομιές αφορούν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Η ειρωνεία είναι ότι ο ντεμοντέ Καρλ Μαρξ φαίνεται να δικαιώνεται: η ιδιοκτησία του κεφαλαίου και των εισοδημάτων του παραμένει η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού.
ΟΙ ΑΙΤΊΕΣ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ
Η δεσπόζουσα άποψη στα οικονομικά της εργασίας ισχυρίζεται ότι η αυξανόμενη ανισότητα είναι «φυσιολογική» και εν πολλοίς μη ελεγχόμενη απόρροια της ανάπτυξης. Καθώς μια οικονομία περνά από τη χαμηλής παραγωγικότητας γεωργία στην υψηλής παραγωγικότητας εκβιομηχάνιση, ορισμένα άτομα αποκτούν εισοδηματικά κέρδη. Η ανισότητα των εισοδημάτων ακολουθεί μια καμπύλη ανεστραμμένου U: πρώτα αυξάνεται, και μετά μειώνεται καθώς όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι εισέρχονται σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας.[16] Επιπλέον, η ανισότητα αντανακλά ένα σύστημα που ανταμείβει τη σκληρή εργασία, την ανάληψη κινδύνων και την καινοτομία, που εν τέλει αυξάνουν την παραγωγικότητα, άρα τη μεγέθυνση και τα μέσα εισοδήματα. Αντίθετα, οι αναδιανεμητικές πολιτικές υπονομεύουν την ατομική ευθύνη, την ηθική της εργασίας και τη μεγέθυνση. Επομένως, η ανισότητα είναι στη χειρότερη περίπτωση αναγκαίο κακό και στην καλύτερη το εύλογο τίμημα που πρέπει να καταβληθεί για τη μεγέθυνση. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι ανισότητες είναι ήσσονος σημασίας και, συνεπώς, δεν προσφέρει πρακτικά τίποτε η μελέτη τους. Η επανεμφάνιση ακραίων ανισοτήτων στην εποχή μας, όμως, ανάγκασε τους μελετητές να σηκώσουν ξανά τα μανίκια τους.
Μεγάλη απήχηση είχε τα τελευταία χρόνια η θεωρία των Goldin και Katz, η οποία αναγνωρίζει ως σημαντικότερη πηγή των αυξανόμενων μισθολογικών διαφορών τη «μεροληπτική υπέρ των υψηλών προσόντων τεχνολογική αλλαγή» (skill-biased technical change):[17] «Το ότι ο εικοστός αιώνας υπήρξε και ο Αμερικανικός Αιώνας και ο Αιώνας του Ανθρωπίνου Κεφαλαίου δεν είναι σύμπτωση. Η οικονομική μεγέθυνση στη σύγχρονη περίοδο απαιτεί καταρτισμένους εργαζόμενους, μάνατζερ, επιχειρηματίες και πολίτες. Οι σύγχρονες τεχνολογίες πρέπει να επινοούνται, να μετατρέπονται σε καινοτομίες, να εγκαθίστανται, και να συντηρούνται. Πρέπει να υπάρχουν ικανοί εργαζόμενοι στο πηδάλιο». Δεδομένου ότι η τεχνολογική αλλαγή απαιτεί υψηλά προσόντα, η τεχνολογική πρόοδος αναγκαστικά διευρύνει τις ανισότητες μεταξύ των ομάδων δεξιοτήτων, εν όσω η προσφορά ανθρώπινου κεφαλαίου είναι περιορισμένη. Έτσι, η διεύρυνση της ανισότητας τις τρεις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται στον αργό ρυθμό συσσώρευσης ανθρώπινου κεφαλαίου που δεν συμβάδισε με τις ραγδαίες τεχνολογικές καινοτομίες, ιδίως τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας.
Ουδείς αρνείται ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι κεντρικής σημασίας και για την οικονομική μεγέθυνση και, εν τέλει, για τον περιορισμό των ανισοτήτων. Κανένας επίσης δεν αμφισβητεί ότι η σύγχρονη τεχνολογία απαιτεί υψηλά προσόντα. Μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Οκτώβριο (Foresight [2013], The Future of Manufacturing, The Government Office for Science, London), προβλέπει ότι η κατασκευαστική βιομηχανία εισέρχεται σε περίοδο κολοσσιαίων αλλαγών, με άμεση συνέπεια ζήτηση πρωτίστως να έχουν άτομα υψηλών προσόντων στην επιστήμη, την τεχνολογία, τη μηχανοτεχνία (engineering) και τα μαθηματικά. Είναι εξ ίσου αληθές ότι η θεωρία των Goldin και Katz ερμηνεύει τις πρόσθετες απολαβές όσων έχουν ανώτατη εκπαίδευση.
Παρά ταύτα, η θεωρία δεν ερμηνεύει τις εντός του ανώτατου δεκατημορίου εισοδηματικές διαφορές, στο οποίο η συντριπτική πλειονότητα είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίων, ιδίως το εισοδηματικό χάσμα ανάμεσα στο ανώτατο εκατοστημόριο και το υπόλοιπο 9%. Επιπλέον, θα έπρεπε να εξηγεί γιατί παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στο ανώτατο 1% μεταξύ χωρών με παρόμοια τεχνολογική και παραγωγική ανάπτυξη, π.χ. μεταξύ ΗΠΑ αφ’ ενός, και Ιαπωνίας και Γαλλίας αφ’ ετέρου. Τέλος, αφήνει αναπάντητο το ερώτημα γιατί παρατηρήθηκε πτώση του ανώτατου εισοδήματος, σε πολλές χώρες και επί δεκαετίες, στον 20ό αιώνα. Εν κατακλείδι: παρά τις αρετές της, μια ερμηνεία των εισοδηματικών ανισοτήτων που βασίζεται αποκλειστικά στην προσφορά και τη ζήτηση δεξιοτήτων είναι ανεπαρκής. και γενικότερα κάθε ερμηνεία που επικαλείται απρόσωπες δυνάμεις (π.χ. παγκοσμιοποίηση) φαίνεται αναξιόπιστη. Θα πρέπει επιπλέον να συνυπολογιστούν θεσμικές και πολιτικές παρεμβάσεις που υπαγορεύτηκαν από εδραιωμένες πεποιθήσεις και αξίες.
Φορολογία
Στον εικοστό αιώνα, το εισόδημα των ανώτερων τάξεων και οι συντελεστές φορολόγησής του ακολούθησαν αντίστροφη πορεία: το μεν πρώτο μορφής U, οι δε συντελεστές φορολόγησής του μορφής ανεστραμμένου U. Αυτές οι αντίστροφες τάσεις ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την άνοδο και τον περιορισμό των ανισοτήτων. Στις ΗΠΑ, ο ανώτατος συντελεστής φορολόγησης ήταν κατά μέσο όρο ίσος με 81% την περίοδο 1932-1980, αγγίζοντας το 94% μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 90% τη δεκαετία του 1960, και το 70% τη δεκαετία του 1970. και στο Ηνωμένο Βασίλειο ανήλθε στο 98% την περίοδο 1941-1952 και 1974-1978 ̶ ρεκόρ όλων των εποχών. Ο νεοφιλελευθερισμός θα τον περικόψει μέσα σε μια δεκαετία κατά 40%. Απεναντίας, μέχρι το 1980 (με βραχύχρονες εξαιρέσεις), στην ηπειρωτική Ευρώπη ο συντελεστής κινείται μεταξύ 50% και 70%. Αναλογικά παρόμοιες είναι οι διαφορές και στη φορολόγηση της μεταβίβασης περιουσιών.
Η ανάλυση των δεδομένων πιστοποιεί ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των μειώσεων στον ανώτατο συντελεστή φορολόγησης και στις αυξήσεις των απολαβών του ανώτατου 1% και, όντως, οι υψηλοί μεταπολεμικοί συντελεστές περιόρισαν σημαντικά το μερίδιο των ανώτατων εισοδημάτων. Οι μετέπειτα μειώσεις των συντελεστών ποικίλλουν από χώρα σε χώρα. Το 2010, ο ανώτατος συντελεστής εμφανίζεται στην Ευρώπη μειωμένος κατά 10% ως προς αυτόν του 1950, ενώ στις ΗΠΑ περισσότερο από 50%. Σε κάθε περίπτωση, οι χαμηλοί συντελεστές ενθαρρύνουν την προσοδοθηρία των ανώτερων στελεχών.
Η προσοδοθηρία των υπερστελεχών
Έχουν αναπτυχθεί διάφορα επιχειρήματα υπέρ των απολαβών των υψηλόβαθμων στελεχών.[18] Η πιο εκλεπτυσμένη, πάντως, επιχειρηματολογία προέρχεται από νεοκλασικές προσεγγίσεις που υποστηρίζουν ότι οι τρέχουσες αμοιβές των διοικητών αποτελούν τη βέλτιστη επίλυση του κλασικού προβλήματος του εντολέα-εντολοδόχου (principal-agent): με ποιον τρόπο μπορεί να διασφαλιστεί ότι ο εντολοδόχος θα λειτουργήσει υπέρ των συμφερόντων του εντολέα και όχι των δικών του, και πώς θα αποφευχθούν φαινόμενα «ηθικού κινδύνου» (moral hazard).
Είναι, ωστόσο, μάλλον αφελές να πιστεύουμε ότι τέτοια τυπικά μοντέλα, που αγνοούν υπαρκτές δομές εξουσίας, περιγράφουν ικανοποιητικά την πραγματικότητα. Ειδικότερα, οι Lucian Bebchuk και Jesse Fried επιμένουν πως πρέπει να αναγνωριστεί ότι «ο σχεδιασμός των ανταμοιβών είναι επίσης εν μέρει προϊόν αυτού του ίδιου προβλήματος της αντιπροσώπευσης (agency)».[19]Στην πράξη αποδεικνύεται ότι οι διοικητές χρησιμοποιούν την ισχύ τους, αφ’ ενός για να μεγιστοποιούν τις αποδοχές τους (και των φίλων τους), αφ’ ετέρου, για να αποδυναμώνουν τη συσχέτισή τους με την απόδοση, κοντολογίς οι συμβάσεις τους αποτυπώνουν μάλλον την απόκτηση προσόδου παρά αποτελεσματικά κίνητρα. Η προσοδοθηρία εν προκειμένω επιδιώκει την απόκτηση πρόσθετων απολαβών πάνω από την αμοιβή με την οποία θα παρέμενε ένας διοικητής στη θέση του ή, διαφορετικά, από την αμοιβή που θα ελάμβανε από τη δεύτερη καλύτερη εναλλακτική δυνατότητα που έχει στη διάθεσή του (κόστος ευκαιρίας).
Τι απομένει, επομένως, στους υποστηρικτές των υπέρογκων αμοιβών για να τις δικαιολογήσουν; Η μυθολογία: οι εξαίρετες ικανότητες, τα προικισμένα άτομα, οι χαρισματικοί ηγέτες.Τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε έκρηξη στις αποδοχές των ποδοσφαιριστών, τραγουδιστών ή ηθοποιών, γεγονός που εξηγείται συνήθως από τη «θεωρία των υπέρλαμπρων αστέρων»:[20] οι αποδοχές των διασημοτήτων διογκώθηκαν, επειδή οι αγορές στις οποίες κινούνται αυξήθηκαν δραματικά εξαιτίας της ανάπτυξης των μαζικών μέσων επικοινωνίας. Οι αστρονομικές αποδοχές της Μαντόνα, του Μπραντ Πιτ ή του Κριστιάνο Ρονάλντο φαίνονται ίσως εύλογες (;), πρώτον, επειδή μπορεί πράγματι να γίνει λόγος για ταλέντο −ενός προφανώς σπάνιου πόρου− και, δεύτερον, επειδή οι αγορές του θεάματος είναι ανταγωνιστικές. Επομένως, αν πρόκειται περί της αμοιβής του ταλέντου, γιατί δεν θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοιες αμοιβές και για τα ανώτατα στελέχη; Διάφορες απόπειρες που έγιναν σε τούτη την κατεύθυνση, παρά μια πρόσκαιρη απήχηση, έχουν περιπέσει μάλλον σε ανυποληψία μετά τη σφοδρή κριτική στην οποία υποβλήθηκαν.
Εάν ούτε και το ταλέντο επαρκεί ως αιτιολόγηση, πώς θα μπορούσε να σωθεί η παρτίδα; Η ιδέα ήταν ο διοικητής να περιβληθεί με θαυματουργές ικανότητες, να αναγορευθεί σε «χαρισματικό» ηγέτη, όπως θα έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, που ενεργοποιεί τους εργαζόμενους της επιχείρησης, αυξάνει την εμπιστοσύνη και την αυτοεκτίμησή τους, συνενώνει την επιχείρηση, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξή της.
Με πυρήνα αυτή τη σκέψη, τα εγχειρίδια του μάνατζμεντ, τα συνέδρια, τα ΜΜΕ κατακλύζει μια πληθωρική ρητορεία που αρθρώνεται γύρω από όρους όπως «όραμα», «αποστολή», «αξίες». Ο ικανός διοικητής παραμερίζει για να περάσει ο ηγέτης. Οι ειδικές διοικητικές ικανότητες είναι δευτερεύουσες. Το κύριο προσόν είναι η προσωπική ακτινοβολία, που θα εμπνεύσει αφοσίωση και συστράτευση όλων στον μεγάλο σκοπό. Αυτοί οι θρησκευτικής καταγωγής όροι εισάγουν το ιερό στο κοσμικό, και υποκαθιστούν την ορθολογικότητα με την ανορθολογικότητα του «χαρίσματος».[21]Οι στρεβλώσεις είναι αυτονόητες. Επειδή οι χαρισματικοί ηγέτες είναι εξ ορισμού ελάχιστοι, δικαιούνται να θεωρούν ότι η επιχείρηση τους οφείλει ένα, μη ασήμαντο, τμήμα της αξίας που δημιούργησαν ̶ προσοδοθηρία δίχως ενοχές… Επί πλέον, ο χαρισματικός ηγέτης, ως κοινωνική κατασκευή, πρέπει να ενισχύει την εικόνα του με ιδιότυπα «τελετουργικά» και υλικούς συμβολισμούς, ούτως ώστε ο John Thain της Merrill Lynch να θεωρεί απολύτως φυσιολογικό να διαθέσει για τη διακόσμηση του γραφείου του 1,2 εκατ. δολάρια.
Η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού
Η προσοδοθηρία ερμηνεύει επαρκώς τις ιλιγγιώδεις αμοιβές των ανώτερων στελεχών. Πώς μπορεί να εξηγηθεί με τη σειρά της η υψηλή συγκέντρωση του κεφαλαίου; Ο πυρήνας της ερμηνείας βρίσκεται στην κατά τους Πικεττύ και Ζούκμαν «θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλισμού» r & gt;g, όπου r η απόδοση του κεφαλαίου και g ο ρυθμός μεγέθυνσης.[22]
Μια έστω μικρή απόκλιση μεταξύ των r και g μπορεί μακροπρόθεσμα να παραγάγει αποσταθεροποιητικά φαινόμενα στη δομή και τη δυναμική των ανισοτήτων (Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, σ. 131). Υποθέτουμε ότι g = 1% και r= 4%. Εάν κάποιος αποταμιεύει το ένα τέταρτο του κεφαλαιακού εισοδήματος, το κληρονομούμενο κεφάλαιο αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνεται συνολικά η οικονομία. Εάν αποταμιεύει το μισό, επειδή ας πούμε το υπόλοιπο μισό εξασφαλίζει ανετότατη ζωή, το κεφάλαιο αυξάνεται ταχύτερα (κατά 2%) από τον μέσο ρυθμό αύξησης της οικονομίας, και η περιουσία μεγαλώνει, ακόμη κι αν δεν δουλεύει. Συνεπώς, η ανισότητα r >g δίνει μεγάλο βάρος στις ήδη συγκροτημένες περιουσίες, και οδηγεί αυτόματα σε ιλιγγιώδη συγκέντρωση του πλούτου.
Η απόδοση του κεφαλαίου είναι γενικά της τάξεως του 4-5% ετησίως, και μπορεί να φθάσει στο 7-8% για μετοχές και περιουσιακά στοιχεία με προσεκτική διασπορά. Δεν υπάρχει κανείς λόγος η απόδοση του κεφαλαίου να πέσει στο επίπεδο του ρυθμού μεγέθυνσης. Επί αιώνες, ο ρυθμός μεγέθυνσης υπήρξε σχεδόν μηδενικός στις αγροτικές κοινωνίες, αλλά η απόδοση του κεφαλαίου ήταν της τάξεως του 4-5% (έγγειος πρόσοδος).
Γιατί το g είναι μικρό; Η παραγωγή αυξάνεται, όταν αυξάνεται ο πληθυσμός ή/και η κατά κεφαλήν παραγωγή, δηλαδή η παραγωγικότητα. Η επανεμφάνιση υψηλών τιμών του λόγου κεφάλαιο/εισόδημα οφείλεται στην ταυτόχρονη πτώση του ρυθμού μεγέθυνσης και της αύξησης του πληθυσμού.[23]Καταρχάς, δεν προσδοκάται μεγάλη μεγέθυνση στις επόμενες δεκαετίες (Κ. Π. Αναγνωστόπουλος, «Ένα Ζοφερό Μέλλον για την Ανάπτυξη», Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 9/12/2012). Όπως υποδεικνύει η ιστορική εμπειρία, δύσκολα μια χώρα μπορεί να ξεπεράσει μακροπρόθεσμα το 1-1,5% ετησίως, άπαξ και προσεγγίσει το παγκόσμιο τεχνολογικό όριο. Οι μεταπολεμικοί ρυθμοί ανάπτυξης (και οι σημερινοί των BRIC) οφείλονταν στην κάλυψη της σχετικής τους καθυστέρησης. Επί πλέον, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα σταθεροποιηθεί στον εικοστό πρώτο αιώνα, ενώ ήδη παρατηρείται μείωση του πληθυσμού σε διάφορες χώρες.
Μολονότι εύλογα, τα προαναφερθέντα δεν παύουν να είναι εκτιμήσεις. Στην πραγματικότητα, ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια αν θα εμφανιστούν τεχνολογικές καινοτομίες, ούτε καν αν θα σταθεροποιηθεί ο πληθυσμός. Εν πάση περιπτώσει, η επιστροφή του κεφαλαίου στα επίπεδα του 19ου αιώνα δείχνει όλο και πιο πιθανή, εξαιτίας της μικρής παραγωγικότητας και της πληθυσμιακής στασιμότητας, της ελαστικότητας υποκατάστασης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου και του ήδη συσσωρευμένου κεφαλαίου. Εν ολίγοις: «το κεφάλαιο επιστρέφει, επειδή η χαμηλή μεγέθυνση επιστρέφει».
ΜΙΑ ΧΡΗΣΙΜΗ ΟΥΤΟΠΙΑ
Η ρεϊγκανο-θατσερική επανάσταση της δεκαετίας του 1980 σάρωσε τη μεταπολεμική φορολογική πολιτική, απαξίωσε την ιδέα των υψηλών συντελεστών φορολόγησης για τα μεγάλα εισοδήματα και καθαγίασε την απληστία των Γκόρντον Γκέκο. Η σχεδόν άνευ όρων υποταγή της σοσιαλδημοκρατίας του «Τρίτου Δρόμου» στη σαγήνη του νεοφιλελευθερισμού κατέστησε απόλυτη την ηγεμονία του. Μια τόσο εμπεδωμένη ιδεολογική κυριαρχία μπορεί να καταρρεύσει μόνον εξωγενώς. και όντως, η χρηματοπιστωτική κρίση υπήρξε το καταλυτικό σοκ. Ωστόσο, οι πεποιθήσεις δεν ξεριζώνονται εύκολα. Μια ολόκληρη γενιά μεγάλωσε με αυτές τις ιδέες και τις θεωρεί αυτονόητες.
Τούτων δοθέντων, επείγει η επαναξιολόγηση της υψηλής φορολόγησης των μεγάλων εισοδημάτων. Ο αντίλογος ότι μεγάλη αύξηση των φορολογικών συντελεστών θα επηρεάσει την οικονομική συμπεριφορά των πλουσίων, και άρα συνολικά την οικονομία, δεν επαληθεύεται από τα υπάρχοντα στοιχεία: ανύπαρκτη είναι η συσχέτιση μεταξύ, αφ’ ενός, των περικοπών στους ανώτατους συντελεστές φορολόγησης και, αφ’ ετέρου, της μεγέθυνσης του κατά κεφαλήν εισοδήματος από το 1970 και εντεύθεν (E. Saez, T. Piketty, «Why the 1% should pay tax at 80%», The Guardian, 24/10/2013).
Χρειάζεται και ένα δεύτερο, πελώριο βήμα. Προκειμένου να ελεγχθεί η αχαλίνωτη συγκέντρωση του πλούτου, ο Τομά Πικεττύ προτείνει τη θέσπιση ενός προοδευτικού φόρου στο κεφάλαιο (ακίνητη περιουσία και κινητές αξίες) σε παγκόσμιο επίπεδο ή, τουλάχιστον, σε επίπεδο μεγάλων κρατών ή υπερεθνικών σχηματισμών (ΕΕ, ΗΠΑ, Κίνα) ̶ μια «χρήσιμη ουτοπία», όπως τη χαρακτηρίζει. Πρόθεση ενός τέτοιου φόρου, κατά τον Πικεττύ, δεν είναι ούτε η τιμωρία των πλουσίων ούτε η χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους, αλλά η ρύθμιση του καπιταλισμού και η αποτροπή των χρηματοπιστωτικών κρίσεων.
Πρόκειται για «ουτοπία», διότι φαίνεται ελάχιστα ρεαλιστική η εφαρμογή του σήμερα. Πριν φορολογηθούν οι περιουσίες, πρέπει να γίνουν γνωστές. και για να καταγραφούν πρέπει να αντιμετωπιστεί με διεθνή συνεργασία η αδιαφάνεια στη διακίνηση των κεφαλαίων, που εντάθηκε λόγω της παγκοσμιοποίησης των συναλλαγών. Τέτοιες δυσκολίες, όμως, δεν πρέπει να λειτουργήσουν αποθαρρυντικά. Συντηρητικές δυνάμεις δεν χαρακτήριζαν «ουτοπικές», «ανεφάρμοστες» και «επικίνδυνες» στο παρελθόν προτάσεις τις οποίες οι ίδιες υλοποιούσαν ύστερα από λίγα χρόνια, όπως η προοδευτική φορολόγηση του εισοδήματος και δη με μεγάλους συντελεστές;[24] Άλλωστε, οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας, που χάρη σε αυτές επιτεύχθηκε η παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών, εξ ίσου καλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διαφάνειά τους.
Εν πάση περιπτώσει, είναι «χρήσιμη» ουτοπία. Ο φόρος στο κεφάλαιο μπορεί να λειτουργήσει, αφ’ ενός, ως αντίβαρο στη ροπή προς τον προστατευτισμό και την εθνικιστική περιχαράκωση. Αφ’ ετέρου, ως στήριγμα στην προσπάθεια ανάκτησης του ελέγχου της πολιτικής επί της οικονομίας, αφού η προοπτική της θέσπισής του θα κάνει ευπρόσδεκτο οτιδήποτε συντελεί στη δημοκρατική και χρηματοοικονομική διαφάνεια, όπως η διατραπεζική ανταλλαγή πληροφοριών.
ΕΠIΛΟΓΟΣ
Οι αστρονομικές αμοιβές των ανώτερων στελεχών, το διογκούμενο μερίδιο του ανώτατου 1% της εισοδηματικής κλίμακας και η έκδηλη τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου πρέπει να μας βάλουν σε σκέψεις. Μια καλή αρχή θα ήταν να μην μπερδεύονται αίτια και αιτιατά. Είναι εξοργιστικό να χρησιμοποιείται σκληρή, εξτρεμιστική και επιστημονικά ανυπόστατη ρητορεία προκειμένου να δικαιολογηθεί η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων ως δήθεν αποτέλεσμα αξιοκρατικής διαδικασίας.[25]
Πρωτίστως, δεν μπορεί πλέον να συγχέονται, εσκεμμένα ή μη, ανόμοια πράγματα. Είναι άλλο να πιστεύει κανείς στην ιδιοκτησία του κεφαλαίου και στην επιχειρηματικότητα, καθώς και στη δίκαιη ανταμοιβή τους. και άλλο να μη βλέπει ότι ο καπιταλισμός παράγει αναπόφευκτα ασύλληπτες ανισότητες. Είναι άλλο να υποστηρίζει κανείς ότι η οικονομία της αγοράς απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνατότητες των ατόμων. και άλλο να θεωρεί ότι η αγορά «αυθόρμητα» μπορεί να αποτρέψει τις ανισότητες.[26] Είναι άλλο να αναγνωρίζει κανείς την αξία της καινοτομίας και της τεχνολογικής προόδου. και άλλο να έχει την αυταπάτη ότι μπορούν να εμπλουτίζουν τη δημοκρατία, δίχως την παράλληλη ύπαρξη θεσμών και κανόνων. Είναι άλλο να θεωρεί κανείς ορισμένες ανισότητες αναπόφευκτες, ακόμη και επιθυμητές. και άλλο να παραγνωρίζει ότι το εισοδηματικό χάσμα είναι απότοκο (και) διεργασιών που βασίζονται σε μεροληπτικούς θεσμοθέτες και κανόνες.
Η μεγάλη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια λίγων δημιουργεί εξωφρενική συγκέντρωση εξουσίας. Μια βαθύπλουτη ολιγαρχία μπορεί να επηρεάζει πεποιθήσεις μέσω των μήντια, να προωθεί πολιτικές μέσω λόμπινγκ, να ασκεί πολιτικό έλεγχο μέσω της χρηματοδότησης κομμάτων ̶ «τα κόμματα χρηματοδοτούνται από εκείνους στους οποίους πρέπει να θέσουν κανόνες» (Kevin Phillips) ̶ , να διαφθείρει και να εκβιάζει, να χρηματοδοτεί μέχρι και έκνομες δραστηριότητες. Μια τόσο στρεβλή δημοκρατία είναι εγγενώς ασταθής.
Από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1789) μέχρι τις μέρες μας, με συγκρούσεις, βιαιότητες και αιματοχυσίες, αλλά και με εχέφρονες παρεμβάσεις από συνετούς πολιτικούς, σφυρηλατήθηκαν συν τω χρόνω τα ιδεώδη της ισονομίας, της ισότητας των ευκαιριών, της δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας, της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η αποσάθρωση αυτών των αξιών, το ισχυρό αίσθημα αδικίας που γεννά η διανομή του πλούτου, η βεβαιότητα, πρωτίστως των νέων, ότι στερούνται δυνατοτήτων ατομικής προόδου και κοινωνικής ανέλιξης προοιωνίζονται ερεβώδες μέλλον.
Ούτε επιθυμητή, ούτε διατηρήσιμη είναι μια τέτοια κοινωνία. Οι διακρίσεις που παράγουν οι διευρυνόμενες εισοδηματικές διαφορές και η συγκέντρωση του πλούτου θα επιλυθούν είτε ειρηνικά είτε βίαια. Όσοι διαλέγουν τον πρώτο δρόμο, πρέπει να βιαστούν. Η σοσιαλδημοκρατία του 21ου αιώνα ή θα θέσει στο επίκεντρο της ατζέντας της το ζήτημα των ανισοτήτων και της αναδιανομής. ή δεν πρόκειται να βγει από το κώμα της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Με αυτή την υπέροχη πρόταση ξεκινά το «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη» (μετάφραση: Δ.Κ. Κίκιζας, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 1996). Στην εποχή της Τζέην Ώστεν, η δεσπόζουσα άποψη είναι ότι το κατώφλι για μιαν άνετη ζωή βρίσκεται στις 600 λίρες ετησίως, ήτοι 20 φορές το μέσο ετήσιο εισόδημα της εποχής. Στο Λογική και Ευαισθησία (μάφραση: Α. Παπαθανασοπούλου, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2001, κεφ. 2), η στενόκαρδη Φάννυ, προκειμένου να αποτρέψει τον σύζυγό της κύριο Τζων Ντάσγουντ να βοηθήσει τις ετεροθαλείς αδελφές του με ένα μεγάλο ποσό, αποδομεί ένα προς ένα τα επιχειρήματά του («έχω όμως παρατηρήσει πως οι άνθρωποι ζουν αιωνίως όταν έχουν να παίρνουν επίδομα»), λέγοντας λίγο πριν συμφωνήσουν ότι αρκούν τελικά σποραδικές χειρονομίες αβροφροσύνης: «Θα έχουν συνολικά πεντακόσιες λίρες το χρόνο, και πού ακούστηκε τέσσερις γυναίκες να χρειάζονται περισσότερα για να ζήσουν! Τι έξοδα θα έχουν; Το νοικοκυριό τους δεν θα κοστίζει τίποτα. ούτε άμαξα θα έχουν, ούτε άλογα, και άντε να έχουν έναν υπηρέτη. Κοινωνική ζωή δεν θα κάνουν, και συνεπώς τα έξοδα τους θα είναι μηδέν!». Αφήνοντας με ετήσιο εισόδημα 125 λίρες εκάστη, η κυρία Τζων Ντάσγουντ αναγκάζει τη μητέρα και τις τρεις θυγατέρες της να ζήσουν κάτω από το θεωρούμενο ως κατώτατο όριο της άνεσης. Άλλες εποχές, άλλες κοινωνικές τάξεις: θα ήταν ανήκουστο οι τρεις θυγατέρες έστω και φευγαλέα να σκεφθούν ότι «είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;», που εκατό χρόνια μετά ακούμε από το στόμα της Ρήνης στο Η Τιμή και το Χρήμα.
[2] Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ο Μπάρμπα-Γκοριό, μετάφραση: Μ. Τυρέα-Χριστοδουλίδου, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2009: 227-244. Ο Μπαλζάκ θεωρεί τα 500 φράγκα ετησίως (περίπου το μέσο ετήσιο εισόδημα) με τα οποία ζει ο μπάρμπα-Γκοριό ισοδύναμα της απόλυτης μιζέριας, τα 3.000 φράγκα των Ραστινιάκ εντελώς ανεπαρκή για άνετη ζωή, το ίδιο και τα 5.000 φράγκα του μισθού του εισαγγελέα. Ούτε η καριέρα στο δικαστικό σώμα ούτε η δικηγορία είναι καλή επένδυση για κοινωνική άνοδο και μια καθώς πρέπει ζωή: «Έχω την τιμή να σας υπενθυμίσω ότι δεν υπάρχουν παραπάνω από είκοσι γενικοί εισαγγελείς σε όλη τη Γαλλία και ότι είκοσι χιλιάδες από σας ονειρεύονται αυτόν το βαθμό, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν κάτι σαΐνια που θα πουλούσαν ακόμη και την οικογένειά τους για έναν παραπάνω βαθμό. […] Αλλά βρείτε μου μέσα στο Παρίσι πέντε δικηγόρους που, έχοντας φθάσει στα πενήντα, κερδίζουν περισσότερα από πενήντα χιλιάδες φράγκα το χρόνο».
[3] Οι όροι «ραντιέρης», «πρόσοδος», και «προσοδοθηρία» χρησιμοποιούνται με διαφορετική σημασία στη βιβλιογραφία. Η προσοδοθηρία, όπως την όρισε η Anne O. Krueger («The Political Economy of the Rent-Seeking Society», The American Economic Review, 64(3), 1974: 291-303), αναφέρεται στην επιδίωξη απόκτησης οφέλους, το οποίο δεν απορρέει από τον ανταγωνισμό αλλά από «παροχές-δώρα» του πολιτικού συστήματος (επιδοτήσεις, κλειστά επαγγέλματα, ρυθμίσεις για πνευματικά δικαιώματα και ευρεσιτεχνίες). Η αρχική έννοια της προσόδου, η οποία χρησιμοποιείται και στο παρόν κείμενο (βλ., όμως, και την ενότητα «Η προσοδοθηρία των υπερστελεχών»), είναι το εισόδημα που αποφέρει αποκλειστικά το κεφάλαιο στον ιδιοκτήτη του, ανεξαρτήτως του αν εργάζεται ή όχι: ραντιέρηδες (εισοδηματίες) είναι όσοι καταναλώνουν στη ζωή τους περισσότερα από το εισόδημα από την εργασία τους. Εν πάση περιπτώσει, η λέξη «ραντιέρης» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης έχει υποτιμητική χροιά.
[4] Για να είμαστε δίκαιοι, και ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, Εμμανουέλ Σαέζ. Το πολυδιαβασμένο άρθρο τους , T. Piketty, E. Saez (2003), «Income Inequality in the United States, 1913-1998», Quarterly Journal of Economics, 118(1): 1-39 ανέδειξε την εξωφρενική άνοδο των εισοδημάτων του ανώτατου 1% στις ΗΠΑ μεταξύ 1970 και1998. Oι Πικεττύ και Σαέζ, αμφότεροι απόφοιτοι της École Normale Supérieure του Παρισιού, χλευάστηκαν στη Wall Street Journal (12/3/2009) ως «γάλλοι οικονομολόγοι […] διασημότητες (rock stars) της πνευματικής Αριστεράς». Δεν ξέρω ποιο από τα δύο κακά («Γάλλος», «αριστερός») θεωρεί χειρότερο ο αρθρογράφος. Μας διευκρινίζει, όμως, τo αμάρτημά τους: το διάγραμμα στη σελ. 11 του πρώτου προϋπολογισμού του Μπαράκ Ομπάμα («A New Era of Responsibility: Renewing America's Promise. The President's Budget and Fiscal Preview», Government Printing Office, 2009) προερχόταν από το προαναφερθέν άρθρο τους, αναπροσαρμοσμένο με νεότερα στοιχεία.
[5]Αφετηρία αυτών των ερευνών θεωρείται η δημοσίευση του βιβλίου Thoma Piketty (2001), Les Hauts Revenus en France au 20e Siècle - Inégalités et Redistributions 1901-1998, Grasset. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν επέτρεψαν στον Πικεττύ και τους Facundo Alvaredo, Antony Atkison και Emmanuel Saez να αναπτύξουν τη «The World Top Incomes Database» (http://topincomes.parisschoolofeconomics.eu/), η οποία παρέχει μακροχρόνιες χρονοσειρές του μεριδίου των ανώτατων εισοδημάτων για είκοσι μέχρι τούδε χώρες. Ο αναγνώστης μπορεί να πάρει μιαν ιδέα των απόψεων του Πικεττύ από το μοναδικό, εξ όσων γνωρίζω, δημοσιευμένο βιβλίο του στα ελληνικά: Τομά Πικεττύ (2007), Η Οικονομία των Ανισοτήτων, μετάφραση: Ελίζα Παπαδάκη, εκδόσεις Πόλις.
[6]Όλα τα στοιχεία προέρχονται από «Το κεφάλαιο στον 21οαιώνα» και τα άρθραA. Atkinson, T. Piketty, E. Saez (2011), «Top Incomes in the Long Run of History», Journal of Economic Literature, 49(1): 3-71. F. Alvaredo, A. B. Atkinson, T. Piketty, E. Saez (2013), «The Top 1 Percent in International and Historical Perspective», Journal of Economic Perspectives, 27(3), Summer: 3-20. Τον χρόνο του μάλλον θα χάσει όποιος επιχειρήσει να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των στοιχείων. Ο καθηγητής Gregory Mankiw («Defending the One Percent», Journal of Economic Perspectives, 27(3), Summer, 2013: 21-34) υπερασπίζεται το ανώτατο 1%, έχοντας προηγουμένως αναγνωρίσει ότι «τα καλύτερα δεδομένα που διαθέτουμε για το ανώτερο άκρο της διανομής των εισοδημάτων» προέρχονται από τους Πικεττύ και Σαέζ.
[7]E. Saez, «Striking it Richer: The Evolution of Top Incomes in the United States (Updated with 2012 preliminary estimates)», 3/9/2013, http://elsa.berkeley.edu/~saez/.
[8] Το κεφάλαιο μετριέται με όρους εθνικού εισοδήματος, υπολογίζοντας τον λόγο απόθεμα του κεφαλαίου προς το ετήσιο εισόδημα: β = κεφάλαιο/εισόδημα. Εάν το κεφάλαιο αντιστοιχεί σε έξι έτη εθνικού εισοδήματος, τότε β = 600%. Η απόδοση του κεφαλαίου αναφέρεται στο % εισόδημα που αποφέρει ετησίως το κεφάλαιο, ως ποσοστό της αρχικής του αξίας. Εάν β = 600% και η απόδοση του κεφαλαίου είναι r = 5%, τότε το τμήμα του κεφαλαιακού εισοδήματος στο εθνικό εισόδημα ισούται με 30%.
[9] Η σημασία του γάμου φαίνεται από το εξής παράδειγμα του A. Atkinson: Έστω ότι όλα τα νοικοκυριά έχουν δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, και ότι όλος ο πλούτος βρίσκεται στα χέρια μόνον του 5% των νοικοκυριών. Εάν οι πλούσιοι παντρεύονται μεταξύ τους, η συγκέντρωση του πλούτου θα είναι ακραία: ο ταξικός γάμος, στον οποίο το ζεύγος προέρχεται από οικογένειες ιδίου επιπέδου πλούτου, οδηγεί στην ίδια κατάσταση με εκείνη κατά την οποία όλη η ιδιοκτησία κληρονομείται από τα τέκνα. με άλλα λόγια, είναι σαν κάθε γιός να παντρευόταν την αδελφή του.
[10] Ένα μέγεθος (περιουσία, πληθυσμός κ.ο.κ.) που αυξάνεται «ανατοκιζόμενο» με ετήσιο ρυθμό i, διπλασιάζεται περίπου κάθε 72/i χρόνια. Δεδομένου του εκθετικού χαρακτήρα των αυξήσεων, δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία των μικρών ρυθμών αύξησης μακροπρόθεσμα. Με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,5%, η παραγωγή διπλασιάζεται κάθε πενήντα περίπου χρόνια, και 16-πλασιάζεται σε λιγότερα από 200 χρόνια.
[1]D. H. Autor, L. F. Katz, M. S. Kearney (2006), «The Polarization of the U.S. Labor Market», AEA Papers and Proceedings, May: 189-194.
[11]Η καμπύλη του Υπέροχου Γκάτσμπυ πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Alan Krueger («The Rise and Consequences of Inequality», Center for American Progress, 12.01.2012). http://www.americanprogress.org/events/2012/01/12/17181/the-rise-and-consequences-of-inequality/. Η καμπύλη αυτή συσχετίζει την ανισότητα σε δεδομένη χρονική στιγμή με τη διαγενεακή κινητικότητα, η οποία εκφράζεται από τη διαγενεακή ελαστικότητα του εισοδήματος, ήτοι πόσο επηρεάζει μια αύξηση κατά 1% του εισοδήματος του γονιού το εισόδημα του τέκνου. Όσο μεγαλύτερη είναι η ελαστικότητα, τόσο μικρότερη είναι η κοινωνική κινητικότητα.
[12] Σε πρόσφατη ομιλία του (Τhe Center for American Progress, 4/12/2013) ο Μπαράκ Ομπάμα χαρακτήρισε την ανισότητα ως «το πρωταρχικό ζήτημα της εποχής μας» και επεσήμανε ότι «οι συνδυασμένες τάσεις της αυξανόμενης ανισότητας και της μειούμενης κινητικότητας απειλούν θεμελιωδώς το αμερικανικό όνειρο, τον τρόπο ζωής μας και ό,τι αντιπροσωπεύουμε για τον πλανήτη».
[13] Από το 1700 μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εθνικός πλούτος τόσο του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και της Γαλλίας, χώρες για τις οποίες υπάρχουν σχετικά αξιόπιστα δεδομένα, ισούται πάνω-κάτω με 6-7 έτη εθνικού εισοδήματος. Στις ΗΠΑ τα πράγματα ήταν διαφορετικά, εξαιτίας της άφθονης και φθηνής γης: η αξία της γεωργικής γης ήταν της τάξεως των 1-2 ετών εθνικό εισόδημα έναντι 3-4 στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, πλούσιοι στις ΗΠΑ ήταν μόνον οι κάτοχοι εργατικής δύναμης, δηλαδή οι δουλοκτήτες. Βλ. σχ. Τ. Piketty, G. Zucman (2013), «Capital is Back: Wealth-Income Ratios in Rich Countries, 1700–2010», http://piketty.pse.ens.fr/files/PikettyZucman2013WP.pdf .
[14] Συμπεριλαμβανομένων των υποδομών, οι καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα από τις κατοχικές δυνάμεις στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπολογίζονται σε συσσωρευμένο εθνικό εισόδημα 33 ετών. Βλ. σχ. Α. Χεκίμογλου, «Η έκθεση του Κ. Δοξιάδη για τις πολεμικές αποζημιώσεις», Το Βήμα, 25/10/2013. Βλ. επίσης Κ. Κωστής (2013), «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας», εκδόσεις Πόλις, κεφ. 10.
[15]Αυτή η άποψη διατυπώθηκε από τον Simon Kuznets («Economic Growth and Income Inequality», American Economic Review 45(1), 1955: 1–28).
[16]C. Goldin, L. F. Katz (2008), The Race between Education and Technology, Harvard University Press. Βλ. επίσης τη βιβλιοπαρουσίασή του από δύο οικονομολόγους με παρόμοιες απόψεις: D. Acemoglu, D. Autor (2012), «What Does Human Capital Do? A Review of Goldin and Katz’s The Race between Education and Technology», Journal of Economic Literature 50(2): 426–63.
[17] Η ενότητα αυτή βασίζεται στο Κ. Π. Αναγνωστόπουλος (2011), «Golden Boys και ο Μύθος των Χαρισματικών Διοικητών», στο Το Αόρατο και το Ορατό Χέρι, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη (αναδημοσίευση από το ΕΛΙΑΜΕΠ blog, 29/4/2009).
[18]Βλ. σχ. L. A. Bebchuk, J. M. Fried (2004), Pay without Performance - The Unfulfilled Promise of Executive Compensation, Harvard University Press, στο οποίο αναπτύσσεται το λεγόμενο «managerial power» μοντέλο. Βλ. επίσης J. Bivens, L. Mishel (2013), «The Pay of Corporate Executives and Financial Professionals as Evidence of Rents in Top 1 Percent Incomes», Journal of Economic Perspectives, 27(3), Summer: 57-78.
[19] S. Rosen (1981), «The Economicsof Superstars», American EconomicReview71(5): 845–58.
[20] R. Khurana (2002), Searching for a Corporate Savior - The Irrational Quest for Charismatic CEOs, Princeton University Press.
[21]Βλ. Τ. Piketty, G. Zucman (2013), ό.π. καιμιαπεριληπτικήμορφήτου: T. Piketty, G. Zucman (2013), «Rising Wealth-to-Income Ratios, Inequality, and Growth», voxEU, 26/9/2013.
[22] Μακροπρόθεσμα και ασυμπτωτικά, ο λόγος κεφάλαιο/εισόδημα δίνεται από τη σχέση των Harrod-Domar-Solow: β = s/g, όπου s το ποσοστό αποταμίευσης και g ο ρυθμός ανάπτυξης (βλ. σημ. 7). Εάν s = 12% και g = 3% (2%), τότε β = 400% (600%).
[23] Η φορολόγηση της περιουσίας δεν είναι καθόλου πρόσφατο φαινόμενο. Στην αρχαία Ελλάδα έχουν καταγραφεί περιοδικές φορολογήσεις της περιουσίας της τάξεως του 1-4%, οι οποίες υπήρξαν «εντυπωσιακά επιτυχείς επειδή οι ιδιοκτήτες περιουσιών, εξαιτίας της ματαιοδοξίας τους, υπερεκτιμούσαν την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων!» (BarryEichengreen).
[24] Ο οπαδός της Άυν Ραντ, Harry Binswanger, λόγου χάρη, έγραψε τελευταία (Forbes, 17/9/2013) ότι «όσοι έχουν εισοδήματα ένα και πλέον εκατομμύρια δολάρια ετησίως είναι τόσο πολύτιμοι ώστε δεν θα έπρεπε να πληρώνουν φόρους», επειδή το 99% πρέπει να χρωστάει ευγνωμοσύνη στο 1% για τις υπηρεσίες του προς τη χώρα. Η ίδια απύθμενη ιδεοληψία αποτυπώνεται στα λεγόμενα του Yaron Brook. Βλ. Σ. Σκουμπουρδής, «Ελευθεριακά και Φιλελεύθερα: Dr Yaron Brook», AthensVoice, 5/11/2013. Υπάρχουν και χειρότερα. O δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον, σε πρόσφατη ομιλία του, αφού ευλόγησε την απληστία και τον φθόνο, επικαλέστηκε μέχρι και τα τεστ IQ προκειμένου να αποδείξει την αναγκαιότητα των ανισοτήτων για την οικονομική μεγέθυνση («What Would Maggie do Today?», The Telegraph, 28/11/2013). Κουράγιο, μια προσπάθεια ακόμη και φθάσαμε στον κοινωνικό δαρβινισμό...
[25] O πάπας Φραγκίσκος σε βαρυσήμαντο κείμενό του (26/11/2013) επιτέθηκε στην οικονομία του αποκλεισμού και της ανισότητας, και στις αντιλήψεις που την υποστηρίζουν: «Ορισμένοι εξακολουθούν να υπερασπίζονται “trickle-down” θεωρίες οι οποίες ισχυρίζονται ότι η οικονομική μεγέθυνση, προωθούμενη από την ελεύθερη αγορά, αναπόφευκτα θα φέρει μεγαλύτερη δικαιοσύνη και ενσωμάτωση στον κόσμο. […] Εν τω μεταξύ, οι αποκλεισμένοι συνεχίζουν να περιμένουν». Η κριτική του ερμηνεύθηκε ως περιφρονητική αντιμετώπιση των πέραν του Ατλαντικού συντηρητικών, δεδομένου ότι η έκφραση «trickle-down» χρησιμοποιείται χλευαστικά για την οικονομική φιλοσοφία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσθέστε τα σχόλια σας: