Α.
Μια από τις έννοιες
που επανέρχεται στο σύνολο των
ερμηνευτικών σχημάτων της ελληνικής πραγματικότητας για ακόμα μια φορά, στα τελευταία 160 χρόνια, είναι
αυτή της ελληνικότητας.
Το ζήτημα της
ελληνικότητας επανέρχεται κατά καιρούς και έχει απασχολήσει την πολιτιστική
παραγωγή και την πολιτική ζωή της νεότερης Ελλάδας[1] .
Ως έννοια η
ελληνικότητα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα σε μια περίοδο
αναζήτησης της ιστορικής συνείδησης ή ταυτότητας των Ελλήνων και αποτέλεσε
έκτοτε, κατά καιρούς, αντικείμενο έντονων συζητήσεων και ιδεολογικών
αντιπαραθέσεων μεταξύ των διανοουμένων της χώρας μας.
Είναι γνωστό ότι η λέξη «ελληνικότητα», σύμφωνα με τον Στέφανο Κουμανούδη, εισάγεται στην ελληνική γλώσσα στα 1851 από τον Κωνσταντίνο Πωπ και ο Πολυλάς την πρωτοεισάγει το 1860 στην απάντησή του προς τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο υπερασπιζόμενος την ελληνικότητα της Σολωμικής ποίησης[2]. Όμως παρακολουθώντας τις ιστορικές εξελίξεις του 19ου αιώνα, οι εξάρσεις στη συζήτηση περί ελληνικότητας σχετίζονται ουσιαστικά αφενός με τις προσπάθειες δημιουργίας και σταθεροποίησης του νέου ελληνικού έθνους. Από τον καιρό του Σολωμού το ζήτημα της ελληνικότητας επανέρχεται σταθερά ως αντικείμενο προβληματισμού και δημόσιου διαλόγου, σε βαθμό που να καθιερώνεται ως διακριτικό στοιχείο της νεοελληνικής κουλτούρας. Με μια διαφορά: στη νεοελληνική ιστορία των ιδεών εμφανίζεται ως πρόβλημα πολιτισμικό, όχι πολιτικό. Κατά τον 20ου αιώνα η συζήτηση επικεντρώνεται με προβλήματα που έχουν σχέση με την εξάπλωση και την ένταξη της Ελλάδος στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον.
Συγκεκριμένα θα
μπορούσαν να αναφερθούν επιλεκτικά οι ακόλουθες χαρακτηριστικές περιπτώσεις
έξαρσης της συζήτησης.
- Ως πρώτη
περίπτωση μπορεί να αναφερθεί ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος στην περίφημη
διάλεξή του προς το γαλλικό κοινό το 1804 επιχειρούσε έναν παραλληλισμό αρχαίας
και νεότερης Ελλάδας για να κερδίσει τη συμπάθειά του προς τους συμπατριώτες
του. Πρόκειται για τη σύνδεση του προβλήματος του Διαφωτισμού με το πρόβλημα
της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων. Επίσης σε παλαιότερα κείμενά του
σχετικά με την κατάσταση του ελληνισμού, όπως με το κείμενό του Αδελφική Διδασκαλία
αντιτάχθηκε στις συντηρητικές θέσεις της Πατρικής Διδασκαλίας, η οποία
αντιδρούσε απέναντι στον Διαφωτισμό και την πνευματική πρόοδο και υποστήριζε
την Οθωμανική κυριαρχία. Ο Κοραής φοβούταν ότι όσο η Ελλάδα παραμένει ξένη προς
τον Διαφωτισμό και δέσμια των «καλογήρων», οι φωτισμένοι Ευρωπαίοι δεν θα την
υπολήπτονται και θα ακολουθούσαν φιλοτουρκική πολιτική, ενώ αντίθετα μια
φωτισμένη Ελλάδα θα ενέπνεε και στους Ευρωπαίους στάση αντιτουρκική.[3] Επίσης με
το κείμενό του Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως της Ελλάδος προσπάθησε να τονώσει τις ελπίδες των Ελλήνων
για την απελευθέρωση και να ενισχύσει την αγωνιστική διάθεση.
- Η δεύτερη
περίπτωση είναι αυτή του Κ. Παπαρρηγόπουλου και άλλων ιστορικών οι οποίοι
προσπάθησαν να ανασκευάσουν τους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ.
Ο Κωνσταντίνος
Παπαρρηγόπουλος συνέδεσε ιστορικά την αρχαιότητα τη νεότερη Ελλάδα μέσω του Βυζαντίου. Τις
ίδιες απόψεις είχε υποστηρίξει νωρίτερα ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, στην
Εισαγωγή του στον τόμο της έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών, το 1852. Σύμφωνα
με τον Παπαρρηγόπουλο ο ελληνισμός δεν έσβησε ολοκληρωτικά με την ήττα των
Ελλήνων από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. αλλά συνέχισε να υπάρχει και μάλιστα
κατόρθωσε να αναγεννηθεί με τη σύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία
δεν ήταν εκφυλισμένο υπόλειμμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αλλά αποτελούσε
την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ως εναρκτήριο σημείο του Νέου
Ελληνισμού προσδιόρισε το 1204, δηλαδή την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους
Φράγκους. Διαφώνησε με τον ιστορικό Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, ο οποίος στα έργα
του Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά τον μεσαίωνα (1830) και στο «Περί της καταγωγής των συγχρόνων Ελλήνων»
(1835) υποστήριζε ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε εξαφανιστεί τον 6ο μ.Χ.,
ύστερα από την κάθοδο σλαβικών φύλων, επομένως οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν καμία
φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους. Είναι γνωστό ότι όταν ο Κωνσταντίνος
Παπαρρηγόπουλος δημοσιοποίησε την πρώτη μορφή της Ιστορίας του Ελληνικού
Έθνους, το 1853, στους περισσότερους λόγιους επικρατούσε η άποψη ότι η
Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ένα κράτος,
στο οποίο κυριαρχούσε η θρησκοληψία και η δεισιδαιμονία. Μια άλλη μερίδα ιστορικών, με κύριο εκπρόσωπο
τον Κ. Τσοποτό, θεωρούσαν ότι οι ελληνικές κοινότητες ήταν προϊόν του
οθωμανικού φορολογικού συστήματος και ότι δεν υπήρχε κανένας συνδετικός κρίκος
ανάμεσα στις κοινότητες του Βυζαντίου και της Νεότερης Ελλάδας. Επίσης είναι
γνωστό ότι μεγάλη μερίδα λογίων της εποχής κατέκρινε την προσπάθεια του
Παπαρρηγόπουλου να «ενσφηνώσει» το Βυζάντιο, ανάμεσα στην αρχαία και νεότερη
Ελλάδα. Αναφέρουμε ως παράδειγμα τον
Στέφανο Κουμανούδη ο οποίος το 1853,
λίγους μήνες μετά την έκδοση της μονότομης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους,
σε δημοσίευμά του στράφηκε εναντίον όσων εξέφρασαν απόψεις για την σημασία του
Βυζαντίου, αναφερόμενος στον Παπαρρηγόπουλο, τον Ζαμπέλιο. Ο Κουμανούδης
μάλιστα χρησιμοποιούσε τον όρο «Ζαμπελιοπαπαρρηγοπούλειος σχολή» όταν
αναφερόταν επικριτικά στις απόψεις του.
- Όμως η συζήτηση
περί ελληνικότητας, τον 20ο αιώνα συνδέθηκε κατεξοχήν με τη γενιά
του ’30. Η επαναφορά της συζήτησης περί ελληνικότητας δεν θα πρέπει να μην
συνδέεται με τα συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα που έλαβαν χώρα
στην ελληνική επικράτεια την περίοδο μεταξύ του 1907 και του 1936. Η κατάληξη της σημαντικής αυτής περιόδου
σηματοδοτεί την τελική αποτυχία της εθνικής αστικής τάξης να ηγεμονεύσει στον ελληνικό κοινωνικό
σχηματισμό. Η Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, δίνουν το
έναυσμα στη γενιά του ’30 να επιδιώξει
μια νέα σύνθεση της ελληνικής παράδοσης σε επαφή και με διάλογο με τις ευρωπαϊκές φόρμες του ύστερου μοντερνισμού,
να ανανεώσει με σχετική επιτυχία την ελληνική τέχνη και λογοτεχνία, οι οποίες,
για πρώτη ίσως φορά, απέκτησαν οικουμενικές φιλοδοξίες και στόχευση. Την
περίοδο του Μεσοπολέμου οι συζητήσεις
σχετικά με την ελληνικότητα αφορούσαν κυρίως το χώρο της λογοτεχνίας και της
τέχνης, καθώς γνωστοί δημιουργοί της εποχής εκείνης θέλησαν με το έργο τους να
αναδείξουν την ιδιαιτερότητα του Έλληνα ανθρώπου, όπως αυτός διαμορφώθηκε στη
μακραίωνη ιστορική του πορεία, να προβάλουν δηλαδή το άλλο, το «αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας», όπως
χαρακτηριστικά έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης, απαλλαγμένο από τις φιλελληνικές και
ανθελληνικές παραμορφώσεις της Δύσης. Για τους προοδευτικούς Έλληνες
διανοούμενους του Μεσοπολέμου, ελληνικότητα σήμαινε, πάνω απ’ όλα,
επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ συνείδησης και ταυτότητας, ιστορίας και
καθημερινότητας, φύσης, αισθητικής και τρόπου ζωής.
- Το ζήτημα της ελληνικότητας επανήλθε με
δριμύτητα στα ελληνικά δρώμενα την
τελευταία περίοδο κατά την οποία έχουν
συμβεί δύο σημαντικές εξελίξεις , πρώτον
η παγκόσμια εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος με όλες τις συνέπειες
που αυτό συνεπάγεται και δεύτερον η
ένταξη και η σταδιακή ενσωμάτωση της Ελλάδας , με πολύ συγκεκριμένους όρους
,στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εμφανίζεται έτσι εκ νέου και μάλιστα σε
πραγματικούς – πολιτικούς όρους το ερώτημα: σήμερα, σε μια «ενοποιούμενη με πολύ συγκεκριμένους όρους» Ευρώπη και έναν παγκοσμιοποιούμενο κόσμο, πώς
ορίζεται και ποια είναι η θέση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας για την ελληνική
πολιτική; Στην κυρίαρχη οπτική το θέμα
αυτό τίθεται μέσα στο παραμορφωτικό πλαίσιο ενός εξωγενούς κώδικα της
διεθνούς πολιτικής συγκυρίας, που ορίζεται από την πολωτική αντίθεση ανάμεσα σε
«εθνικισμό» και «παγκοσμιοποίηση». Και σ’ αυτό το πλαίσιο, η έννοια της εθνικής
ταυτότητας έχει υποστεί άγρια κακομεταχείριση δεδομένου ότι η επικυρίαρχη άποψη
είναι αυτή της πολιτιστικής ομογενοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας στο
πλαίσιο της μεταμοντέρνας εκδοχής των διεθνών εξελίξεων. Η σταδιακή αλλά σταθερή ενσωμάτωση της
ελληνικής κοινωνίας στο νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας με τους όρους και
τις προϋποθέσεις της ΕΕ, σηματοδοτεί υπό μία έννοια το τέλος της εθνικής εξαίρεσης. Η διαδικασία αυτή
«διαβάζεται» με διαφορετικό τρόπο από τις πολιτισμικές λογικές που διαμορφώθηκαν, ωθούμενες κυρίως από την
προσπάθεια. ερμηνείας της συγκεκριμένης
ιστορικής περιόδου[4]
.
Β.
Η έμφαση στην
αναζήτηση ή στη διεκδίκηση της «ελληνικότητας», σε διάφορες ιστορικές
περιόδους, δείχνει νομίζουμε με σαφήνεια
ότι μέχρι σήμερα εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό ένα πρόβλημα του
οποίου η επίλυση, αν μη τι άλλο παραμένει
μετέωρη, υποδηλώνοντας την ύπαρξη
συγκρουσιακών καταστάσεων σε ζητήματα
εθνικής ιδιοπροσωπίας και γνήσιας εγγενούς παράδοσης.
Μπορεί όμως και με
ποιους τρόπους να κλείσει η συζήτηση περί ελληνικότητας;
Ως ιδέα η
ελληνικότητα, ως έννοια ανεξαρτήτως περιεχομένου που ο καθένας της προσδίδει,
αποτελεί ένα κομμάτι της διαμάχης που συναντάμε στην ιστορία των ιδεών. Η
τελευταία δεν είναι παρά ένα από τα πεδία μάχης όπου διάφοροι στοχαστές
αντιπροσωπεύοντας συγκεκριμένα συμφέροντα αναμετριούνται με άλλους στοχαστές
που εκπροσωπούν αντίθετες δεσμευτικές αξιώσεις ισχύος. Η προσπάθεια εφαρμογής
ιδεών διαδραματίζεται μέσα σε έναν αγώνα και έχει ως φορείς της αγωνιζόμενα
πρόσωπα. Ότι οι ιδέες επιδρούν, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι ορισμένοι
άνθρωποι τις επικαλούνται, «…δεν υπάρχουν ιδέες στην πρώτη τους παρθενικότητα,
που κινούν όσους ανθρώπους εμπνέονται από αυτές, αλλά το αντίθετο: άνθρωποι,
που βρίσκονται μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις, χρησιμοποιούν ορισμένες, ίσως ήδη γνωστές τους ιδέες, οι οποίες είτε πρέπει να προβληθούν εκλεκτικά
είτε να ερμηνευθούν εξαρχής. Με άλλα λόγια: οι ιδέες ασκούν επήρεια, ακριβώς
επειδή χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις, που δεν αποτελούν απλά γεννήματα ιδεών,
αλλά είναι στο έπακρο σοβαρές με την υπαρξιακή και πολιτική έννοια του όρου. Η
σοβαρότητα της υπαρξιακής κατάστασης κάνει την επήρεια των ιδεών σοβαρή
υπόθεση…»[5]. Οι ιδέες είναι όπλα που χρησιμοποιούνται σε
αυτή τη διαμάχη γι’ αυτό και από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτε.
Άρα το ζήτημα της
«ελληνικότητας» πρέπει να εξηγηθεί με βάση την κοινωνική ιστορία και όχι την
ιστορία των ιδεών.
Είναι εύκολο να
παρατηρήσουμε ότι στις δύο πρώτες
περιπτώσεις που αναφέρθηκαν η συζήτηση επικεντρώνεται στην προσπάθεια
ανασκευής απόψεων που έρχονται κυρίως από την Ευρώπη και από το διεθνές
περιβάλλον γενικότερα. Πρόκειται για αμυντικές απαντήσεις και αντιδράσεις σε
εξωτερικές προκλήσεις, με στόχο την ανάδειξη της ελληνικής ιδιοπροσωπίας και
ιδιαιτερότητας και την κατοχύρωση της
ελληνικής συνείδησης ή ταυτότητας. Μάλιστα στα δύο πρώτα σχήματα η όλη
προσπάθεια έγκειται όχι στη δημιουργία ενός ελληνικού μύθου, αλλά λειτουργούν
είτε παθητικά στην υιοθέτηση ενός τρόπου αντίληψης που έχει κατασκευάσει η
Ευρώπη για το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας, είτε αμυνόμενα στην αμφισβήτηση
της φυλετικής καθαρότητας.
Στο τρίτο σχήμα η
όλη προσπάθεια διέπεται από ένα επιθετικό πνεύμα κατατείνοντας στην ανάδειξη
των βαθύτερων και αναλλοίωτων στοιχείων της ελληνικής ιδιοπροσωπίας με στόχο το
γόνιμο και ισότιμο διάλογο με την Ευρώπη και τον Κόσμο.
Στο τέταρτο σχήμα διαφαίνεται μια αμηχανία και
μια αδυναμία ανάδειξης εκείνων των στοιχείων που «εν τοις πράγμασι» μπορούν να
αποτελέσουν τον χώρο συστηματικής περιχάραξης της έννοιας της ελληνικότητας
στις παρούσες συνθήκες, με αποτέλεσμα την
εμφάνιση ακροτήτων και ως εκ τούτου την μεταξύ τους οξεία αντιπαράθεση. Επίσης εδώ είναι οι πολιτικές επιλογές
τροφοδότες της συζήτησης. Πάντως εν
κατακλείδι, θα υπογραμμίζαμε ότι, αυτή η
αγωνιώδης και διαρκής αναζήτηση προσώπου, η οποία διατρέχει όλον τον εικοστό
αιώνα, η εθνική μας ανασφάλεια και το άγχος της ελληνικότητας, επιτείνονται από
τη σημερινή «παγκόσμια αταξία», τις συζητήσεις για τις «ετερότητες», τις
πολιτισμικές, φυλετικές και εθνοτικές ταυτότητες.
Παράλληλα δεν αρκεί
η γενική αναφορά στην «ελληνικότητα» αν δεν αναζητήσουμε τα κοινωνικά
υποκείμενα που αποτελούν το όχημα μεταφοράς της έννοιας, τον τρόπο με τον οποίο την χρησιμοποιούν, με ποιο περιεχόμενο
και με ποιες αντιλήψεις, ποιόν εχθρό
έχει, ποιους σκοπούς επιδιώκει. Σύμφωνα λοιπόν με τα προηγούμενα
χρειάζεται να περιγράψουμε με κάθε λεπτομέρεια τον κόσμο
μέσα στον οποίο το έθνος, το βασικό κοινωνικό υποκείμενο στη σύγχρονη πλανητική
εποχή, μέσω της ελληνικότητας θέλει να ορίσει τον εαυτό του.
Ως εκ τούτου
απαιτείται η μεταφορά της συζήτησης στο παρόν της σύγχρονης πολιτικής σκηνής.
Ουσιαστικά θα μπορούσε να διατυπωθεί το
πρόβλημα με τον παρακάτω τρόπο:
Τι σημαίνει η
ελληνικότητα ως πολιτική συμπεριφορά στη
σημερινή ελληνική εθνική-κρατική οντότητα στο πλαίσιο μιας πλανητικής εποχής, όπου το κυρίαρχο
χαρακτηριστικό της είναι ότι ο
καπιταλισμός παγκοσμιοποιείται εν
μέσω οικονομικών κρίσεων, πολεμικών συγκρούσεων, κοινωνικών αναταραχών και
διεθνούς αταξίας;
Τι όπλα μπορεί να
δώσει η ελληνικότητα στο ελληνικό έθνος κράτος
στον αγώνα του για επιβίωση στο συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον;
Παρά τα όσα
περίμεναν πολλοί το έθνος κράτος δεν διαλύεται μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα
όπως αυτό της ΕΕ. Απλούστατα αναλαμβάνει ένα νέο ιστορικό ρόλο, λίγο ή πολύ
διαφορετικό από εκείνο που είχε στο απώτερο παρελθόν. Πρωταρχικό του μέλημα
είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον του
παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ανάλογα με τις δυνατότητες του οι οποίες
απορρέουν από την γεωπολιτική του θέση και την γεωοικονομική του ισχύ και ειδικά όταν αυτές βρίσκονται σε φθίνουσα
κατάσταση, ο αγώνας του στην κυριολεξία μπορεί να μετατραπεί σε αγώνα
επιβίωσης.
Η συμβολή της
ελληνικότητας μπορεί να αποτιμηθεί μόνον στο κατά πόσον ανοίγει με τον τρόπο
της το δρόμο όχι μόνο για την ένταξη στην παγκόσμια κοινωνία αλλά βοηθά στην
κατάληψη μιας θέσης όσο γίνεται πλεονεκτικότερης. Η συμβολή της θα ήταν χρήσιμη
όταν η επικρατούσα ερμηνεία της δεν θα οδηγούσε στο να αναλωθεί σε μια
σχολαστική ανασύσταση του παρελθόντος για να φωλιάσει και πάλι εκεί, αλλά να
εγκύψει στην παράδοση για να βρει μέσα της την πίστη και τις οδηγίες, με την
βοήθεια των οποίων θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα του παρόντος.
Αυτό δεν μπορεί να
γίνει δίχως την μελέτη των κοινωνικών
υποκειμένων που λειτουργούν και
σχηματίζουν την σημερινή κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδος. Χρειάζεται
επομένως να ενσκήψουμε πρωταρχικά στην διερεύνηση της κοινωνικής αυτής
πραγματικότητας.
Γ.
Επί αυτού
επιγραμματικά μπορούμε να αναφέρουμε τα παρακάτω:
Στα τελευταία σαράντα χρόνια στην Ελλάδα διαμορφώνεται ένας κοινωνικός
σχηματισμός, ο οποίος μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος σχέσεων συνδέεται –
ενσωματώνεται με δεσμευτικό τρόπο στα διεθνή πλέγματα εξουσίας. Η διαπίστωση αυτή
κοινή σε όλες τις πολιτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές προσεγγίσεις αποτελεί το σημείο αφετηρίας
των διαφορετικών αναλύσεων που επιχειρούνται στον ελληνικό κοινωνικό
σχηματισμό της τελευταίας τριακονταετίας. Η διαπίστωση αυτή, ανεξαρτήτως της
οπτικής γωνιάς των διαφορετικών αναλύσεων, επιβάλλει την άποψη ή την
προβληματική «του τέλους της εθνικής εξαίρεσης»
και σπρώχνει στην αντίληψη «της απομάγευσης» του ελληνικού κόσμου.
Ουσιαστικά πέρα από τις συνηθισμένες και επαναλαμβανόμενες αντιλήψεις περί
πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού χώρου, η παραπάνω αντίληψη θεωρεί ότι
είναι ανάγκη σοβαρά να σκεφτούμε την
Ελλάδα ως μια κοινωνία που βρίσκεται αντιμέτωπη με τα προβλήματα που γεννά ο
ύστερος πολυεθνικός διεθνοποιημένος καπιταλισμός και η μετανεωτερικότητα.
Η διαπίστωση περί
του τέλους της «εθνικής εξαίρεσης» εντάσσεται σε ερμηνευτικά σχήματα που
αντιστοιχούν στις διάφορες στιγμές του κοινωνικού σχηματισμού. Χρονικά είναι η
τελευταία εικοσαετία η περίοδος
αποκρυστάλλωσης και επικυριαρχίας των ερμηνευτικών αυτών σχημάτων.
Πολιτικά εντάσσεται στην κυρίαρχη άποψη (ειδικά από το τέλος της δεκαετίας του
1980) «της φιλελεύθερης Δημοκρατίας του
Κέντρου» και στην απομάκρυνση από τη φορτισμένη ιδεολογικά πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1974-1989). Η πανουργία της ιστορίας
έδειξε την απροκάλυπτη δύναμη της και σε πλήρη αντίθεση με τα επιδιωκόμενα,
επανέφερε σε πλήρη μεγαλοπρέπεια στο προσκήνιο, με την εμφάνιση της οικονομικής
κρίσης, μια φορτισμένη ιδεολογικά περίοδο, θάβοντας κυριολεκτικά με τόνους
λήθης όλα όσα η «φιλελεύθερη Δημοκρατία του Κέντρου» αυταπατόταν ότι μπορούσε
να πραγματώσει. Η εμφάνιση ακροδεξιών
σχηματισμών, με υψηλά εκλογικά αποτελέσματα, αλλά με επιβολή στα πράγματα της
ιδεολογικής της αντίληψης, έδειξε ότι τα εναρμονιστικά για όλους προτάγματα
αποτελούν την απόλυτη φενάκη.
Οικονομικά στη μονοσήμαντη θεώρηση των πραγμάτων όπως αυτή απορρέει από την
αποδοχή της συνθήκης του Μάαστριχτ και την ακόλουθη ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ
και στη ζώνη του ευρώ. Όταν λέω μονοσήμαντη θεώρηση, εννοώ την χωρίς δεύτερη
σκέψη προσαρμογή στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας που απορρέει
από τη συνθήκη του Μάαστριχτ μάλιστα με ένα τρόπο που δεν επέτρεπε να ακουσθεί
καμία κριτική φωνή. Η αποδοχή των κριτηρίων αποτελούσε πανάκεια και τον
μοναδικό δρόμο προς την οικονομική ευημερία. Το δυστύχημα είναι ότι οι απόλυτοι
θιασώτες του Μάαστριχτ ακολούθησαν οικονομική πολιτική εντελώς σε αντίθετη
κατεύθυνση από αυτή που η συνθήκη προσδιόριζε. Η αλήθεια αυτής της θέσης,
ουδόλως σηματοδοτεί συμφωνία μου με το εκπορευόμενο πλαίσιο του Μάαστριχτ.
Κοινωνικά από τις συνθήκες αναπαραγωγής των μικρομεσαίων στρωμάτων που η θέση
τους εξακολουθεί να είναι βαρύνουσα στην ελληνική κοινωνία, αλλά και την
εμφάνιση εντελώς νέων χαρακτηριστικών που τα διαφοροποιούν έντονα από τις
αντίστοιχες προηγούμενες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Τα ονομαζόμενα νέα
μικροαστικά στρώματα, ως προς την κοινωνική τους συμπεριφορά, απέχουν
παρασάγγας από τα αντίστοιχα των δεκαετιών του 1950-60. Άλλωστε αυτό θα έπρεπε
να αποτελεί βασικό στοιχείο διερεύνησης για την κατανόηση της σύγχρονης ελληνικής
κοινωνίας.
Πολιτισμικά από την κυρίαρχη μεταμοντέρνα αντίληψη η οποία αμβλύνεται στην ελληνική
περίπτωση από εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις εκφραστές ενός ανολοκλήρωτου
μοντερνισμού. Πρόκειται για την πεποίθηση των διαφόρων «ευρωπαϊστών»,
«εκσυγχρονιστών» και «ορθολογιστών» ότι η «πολιτισμένη Δύση», μετουσιώνοντας
στην πράξη την πνευματική της κληρονομιά και διαδίδοντάς την στον κόσμο
ολόκληρο με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και τα «ανθρώπινα δικαιώματα»,
θα πρωτοστατήσει σ' έναν ανθρωπινό και ειρηνικό 21ο αιώνα.
Θα πρέπει να σημειωθεί και η παρουσία μιας εντελώς
μειοψηφικής συγκροτημένη αντίληψη του λεγόμενου εθνικορομαντικού ρεύματος που αντιλαμβάνεται
τα συμβαίνοντα ως έσχατη κατάπτωση του ελληνισμού και του ελληνικού
γένους τον οποίο ανάγει σε βασική αναλυτική ερμηνευτική κατηγορία... Εννοώ
τις ελληνοκεντρικές εξάρσεις και
τις διανοουμενίστικες παραδοσιολατρίες
και βυζαντινολατρίες, οι οποίες βρίσκουν ευρύτερη απήχηση γιατί ένα έθνος που
δεν έχει καταφέρει να συνυπάρξει με την παρουσία του αντίστοιχου εθνικού
κράτους του, χρειάζεται συνεχείς ψυχικές
υπεραναπληρώσεις.
Επεκτεινόμενη λίγο
περισσότερο στην πολιτισμική πλευρά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι:
Η απλή
αναφορά στις πολιτιστικές λογικές που διαμορφώθηκαν στην ελληνική κοινωνία την
τελευταία δεκαπενταετία θέτει το σημαντικό ζήτημα της περαιτέρω ενασχόλησης με
αυτές σε όλες τις εκφάνσεις τους, αλλά κυρίως δεικνύει κατά τρόπο απόλυτο την απουσία μιας «αριστερής»
πολιτιστικής λογικής από τα κοινωνικά δρώμενα σε αγαστή συνεργασία με τις
δυσκολίες επεξεργασίας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης.
Η συντελεσθείσα
αποδόμηση του πόλου της λαϊκής υποκειμενικότητας συμπαρασύρει στην αποσύνθεση τις όποιες πολιτιστικές
προτάσεις έχουν μέχρι σήμερα προταθεί.
Οι πολιτιστικές προτάσεις της αριστεράς
όπως τουλάχιστον διαμορφώθηκαν από τη μεταπολίτευση και μετά εξακολουθούν να είναι ισχυρές και επίκαιρες;
Πως μπορεί να αντιπαρατεθεί στο τηλεοπτικό τσουνάμι και στη δύναμη των ΜΜΕ;
Η
κατάργηση του δημόσιου χώρου και ο ευτελισμός του καθετί που απλά αναφέρεται ως
δημόσιο συμπαρασύρει ένα δικαιϊκό και πολιτικό πολιτισμό που παρά τις ελλείψεις
και τα προβλήματά του αποτελούσε ένα πρόχωμα στη κατακλυσμιαία επίθεση του
αδηφάγου κεφαλαίου.
Είναι στη δεδομένη φάση της ιστορικής εξέλιξης δυνατή η ανασύνθεση της λαϊκής
υποκειμενικότητας στον ελληνικό χώρο και
μπορεί να αποτελέσει την προϋπόθεση για μια καινούργια πορεία; Κανείς δεν
μπορεί να το γνωρίζει. Όμως για να γίνει αυτό
απαιτείται τα προβλήματα να αντιμετωπισθούν ως προβλήματα που γεννιούνται
από τον ύστερο πολυεθνικό διεθνοποιημένο καπιταλισμό. Στην ουσία χρειάζεται να
αντιμετωπισθούν τα οικονομικά,
κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα που γεννά η μετανεωτερικότητα.
Απαιτείται
μια ανάγνωση του συνόλου των διαφόρων κοινωνικών στιγμών σε μια
προσπάθεια να αναδειχθούν, παράλληλα με τις επιμέρους κυρίαρχες λογικές την
αλληλεξάρτηση και τη σύγκλισή τους σ’
ένα οργανικό πυρήνα σκέψης. Έτσι η όλη προσπάθεια θα κατατείνει στην ανάδειξη αυτού
που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε πολιτικής προβληματικής της ταυτότητας και της οντότητας του
πολιτικού θεσμικού υποκειμένου, της
Ελλάδας στη συγκεκριμένη περίπτωση, το οποίο
καλείται να ασκήσει πολιτική στη σημερινή πλανητική εποχή. Μόνο η
καταγραφή του εθνικού δυναμικού με την ευρύτατη έννοια επιτρέπει την αυτογνωσία
και ως εκ τούτου τη δυνατότητα
άσκησης μακρόπνοης εθνικής
πολιτικής λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τους περιορισμούς που προέρχονται από
εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες.
[1] Κ.Μελάς –Β. Χωραφάς: Η ελληνικότητα και
οι στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων. Μηνιαία Επιθεώρηση, Νο 50 Φεβρουάριος
2009.
[2] Δ.
Τζιόβας: Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο
μεσοπόλεμο. Οδυσσέας 1989 σ.35.
[3] Π.
Κονδύλης: Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Θεμέλιο 2000. σελίδες 201-212.
[4] Κ.
Μελάς: Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία, Πατάκης 2013. Κεφάλαιο
Δεύτερο.
[5] Π.
Κονδύλης: Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός , Τόμος Α, σελίδες 28-47. Θεμέλιο 1987.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσθέστε τα σχόλια σας: