Είναι πολύπλοκη και δυσχερής η εμβάθυνση στα εσωτερικά αίτια της παρακμής των κοσμικών εξουσιών στις διαστρωματωμένες κοινωνίες και της ποσόστωσης κάθε αιτίου στη φάση της μη αναστρέψιμης τελικής τους κατάρρευσης. Ας μου επιτραπεί λοιπόν η απομόνωση μιας σημαντικής παραμέτρου, των διαφορετικών ποσοστών επιρροής των δογμάτων της εκάστοτε ιδεολογικής εξουσίας στην άσκηση των τριών κοσμικών εξουσιών. Τα ποσοστά αυτά έχουν ευρύτατα όρια: κυμαίνονται διαχρονικά από το ελάχιστο της διακριτής-διακριτικής άσκησης της δογματικής ιδεολογικής εξουσίας, μέχρι το μέγιστο της διόγκωσης-επέκτασης της επιρροής της σε όλα τα σημαντικά κοινωνικά δρώμενα και την καταχρηστική αξιοποίησή της από τους κοσμικούς ηγέτες. Το τίμημα στην τελευταία περίπτωση είναι ο εγκλωβισμός τους σε αδιέξοδες, εσωστρεφείς και αντιπαραγωγικές δογματικές έριδες.
Οι κοινωνικά οδυνηρότερες επιπτώσεις της ιδεολογικής επικυριαρχίας χρεώνονται σε κοσμικά δόγματα. Συνοψίζονται κατά την επιχειρούμενη ιστορική σκιαγραφία, του παρόντος και των επόμενων δύο κεφαλαίων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη «στεγάνωση» της ακραίας διαστρωμάτωσης σε τρεις κοινωνικές τάξεις κατά τη μακραίωνη μεσαιωνική περίοδο, τις μονεταριστικές ακρότητες και κοινωνικές αναλγησίες των επιγόνων του Σμιθ κατά τον 19ο και 20ο αιώνα και κυρίως τις φασιστικές ιδεοληψίες και εγκληματικές πρακτικές κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Σε κοινωνικοοικονομικές ακρότητες, με ορισμένες απάνθρωπες πρακτικές, οδήγησε τα καθεστώτα του σοβιετικού συνασπισμού και η μετάλλαξη της μαρξιστικής ιδεολογίας στα δόγματα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η κομμουνιστική Κίνα ήλεγξε αποτελεσματικότερα την αντίστοιχη μετάλλαξη, περιόρισε τις ακρότητες και μετεξελίχθηκε ομαλά στο υβρίδιο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς που την αναπτύσσει σε παγκόσμια υπερδύναμη κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Στη συνέχεια συνοψίζονται οι περιορισμένες επιδράσεις των θρησκευτικών δογμάτων στις κοσμικές εξουσίες κατά την αρχαιότητα και η αναβάθμισή τους σε επικυριαρχία με σοβαρές επιπτώσεις μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας. Είναι ιστορική αλήθεια ότι οι αρχαίοι Έλληνες, ορισμένοι Ασιάτες μονάρχες και οι Ρωμαίοι είχαν επιτύχει σε μεγάλο βαθμό το διαχωρισμό της θείας κυριαρχίας από το κοσμικό κράτος, της θρησκευτικής κοινωνικής δύναμης από τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική εξουσία. Το γεγονός αυτό επέτρεπε την ελεύθερη και αδογμάτιστη σκέψη, τον ορθολογισμό στη διαχείριση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων, την άνθηση της τεχνολογίας και των «καλών» τεχνών, την αναζήτηση και αξιοποίηση των μυστικών του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Περιόριζε δε τον ελέω ιδεολογικής εξουσίας θρησκευτικό φανατισμό, τόσο των απλών ανθρώπων με τη συνακόλουθη καταχρηστική εκμετάλλευσή τους κατά την άσκηση των κοσμικών εξουσιών όσο και τις δεισιδαιμονίες ορισμένων αρχόντων.
Οι ιερείς των αρχαίων Ελλήνων και της προχριστιανικής ρωμαϊκής περιόδου περιορίζονταν στο σημαντικό για τον απλό άνθρωπο, αλλά διακριτό ρόλο τους. Όλοι όφειλαν να σέβονται τα θεία, με αυστηρές τιμωρίες σε περίπτωση ύβρεων, αλλά και να ανέχονται, κατά τις εδαφικές επεκτάσεις τους, τα ιδεολογικά πιστεύω των κατακτημένων, διευκολύνοντας έτσι και τη διακυβέρνησή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιδεολογική ειρήνη στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θεμελιώθηκε στη ρητή αρχή «ειρήνη των θεών» (pax deorum), δηλαδή στην απροσχημάτιστη αποδοχή και προστασία των θρησκειών όλων των λαών της επικράτειας. Αντίθετα, στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κυρίως στα διάδοχα της δυτικής αυτοκρατορίας βασίλεια της Ευρώπης, ακόμα και μετά το μεσαίωνα κυριαρχούσε ο δογματικός φανατισμός, με αποκορύφωμα τους αιματηρούς θρησκευτικούς πολέμους[1].
Δίνοντας υπέρμετρη πολιτική βαρύτητα στην ιδεολογική εξουσία των θρησκειών και μεγάλα προνόμια στον κλήρο, οι κοσμικοί άρχοντες νομιμοποιούσαν και ενίσχυαν τις κοσμικές παρεμβάσεις του ιερατείου, εκχωρώντας π.χ. υπέρμετρη οικονομική εξουσία (γαίες, φοροαπαλλαγές κλπ.), υποδαύλιζαν τις φανατικές δογματικές ακρότητες του λαού και το χειρότερο, παραμελούσαν την κύρια και πλέον ανταποδοτική για τους ίδιους αποστολή τους: την ορθολογική οργάνωση και κοινωνική απόδοση των τριών κοσμικών εξουσιών, δηλαδή την αναβάθμιση και αξιοποίηση των πόρων και των μέσων παραγωγής αγαθών, κοινωφελών έργων και υπηρεσιών. Έχαναν, σε τελευταία ανάλυση, το σημαντικό κοινωνικό και αναπτυξιακό πλεονέκτημα της αδογμάτιστης διακυβέρνησης, θέτοντας π.χ. στις πρώτες τους προτεραιότητες την αδιέξοδη επίλυση θρησκευτικών διαφορών. Οι δύο ανατολικοί αιώνες της εικονομαχίας και το δυτικό κυνήγι μαγισσών και φωτεινών-πρωτοπόρων στοχαστών και ερευνητών είναι οι δυο χαρακτηριστικότερες θλιβερές αποδείξεις παρακμής του αδογμάτιστου κοσμικού λόγου και της παραγωγικής πολιτικής πράξης.
Το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός είναι ότι ο χριστιανισμός, εκτός από επίσημη θρησκεία, αναδείχθηκε μέχρι το τέλος των «ελέω θεού» μοναρχών και σε επικυρίαρχη ιδεολογική εξουσία, με δύο μείζονες παρεμβάσεις: την άνωθεν νομιμοποίηση ακόμα και των καταχρηστικών δικαιωμάτων της διαμορφωμένης άρχουσας τάξης, τόσο της βασιλικής απολυταρχίας όσο και της φεουδαρχίας, και την επιβολή προτύπου στους απλούς ανθρώπους για την καθημερινή ατομική τους ζωή, τη δομή της κοινωνίας, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους σε αυτήν. Ο Θεός, πλαισιωμένος από τάγματα αγγέλων, ο μονάρχης με την αυλή και την ανώτερη τάξη˙ ένας Θεός και ένας υπό την έγκρισή του βασιλιάς που κυβερνούν και φροντίζουν τον λαό τους˙ μια οικουμένη υπό έναν ουράνιο πατέρα και οι τοπάρχες γήινοι αρχηγοί-καθοδηγητές. Η κοσμική εξουσία δομήθηκε κατά την εικόνα της θείας κυριαρχίας και ακολουθούσε αδιαφιλονίκητα το σχήμα της, ένα κεκτημένο, μόνιμο και ανεξέλεγκτο δικαίωμα κυριαρχίας «κληρονομικώ δικαιώματι»[2].
Εμπεδώθηκε, τέλος, η παραδοσιακή αριστοκρατική απέχθεια προς κάθε αναγκαία για την παραγωγή χειρονακτική εργασία, αλλά και για τις περισσότερες «προσγειωμένες» διανοητικές εργασίες, όπως π.χ. η συστηματική επιστημονική και τεχνολογική έρευνα. Τη ζωτική αυτή κοινωνική υποχρέωση είχαν αποκλειστικά οι μικροκαλλιεργητές, οι βιοτέχνες και οι «μαΐστορες» που αποτελούσαν, στην καλύτερη περίπτωση και κατά περιόδους, το κατώτερο στρώμα μιας αδύναμης μεσαίας τάξης χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα. Η κατοχύρωση της επιβίωσής τους και η βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους ήταν για την άρχουσα τάξη μέλημα εν ανεπαρκεία, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος. Είχαν μόνο δυσβάσταχτες οικονομικές και στρατιωτικές υποχρεώσεις, δεν αναβαθμίστηκαν ποτέ στην αρχαιοελληνική τάξη των ελευθέρων πολιτών, ούτε απέκτησαν τα δικαιώματα των πληβείων της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Η θρησκευτική επαγγελία της ισότητας ενώπιον του θεού εξαϋλώθηκε σε ελπίδα για τη μετά θάνατο ζωή, στα εγκόσμια οι ανισότητες παγιοποιήθηκαν με την ευλογία της εκκλησίας.
[1]Μόλις το 1848 κατοχυρώθηκε συνταγματικά στη Γαλλία η θρησκευτική ισοτιμία των ουγενότων με τους καθολικούς, βλέπε τη σχετική ενότητα του επόμενου κεφαλαίου.
[2]Ποτέ δεν υπήρξε αμφισβήτηση της κατεστημένης τάξης από τη θρησκεία, εκτός από ελάχιστες και πολύ ακραίες αιρέσεις, όπως οι μαζδακίτες, περσική αίρεση επί Ιουστινιανού. Οφείλω πάντως να δηλώσω ρητά ότι διαπιστώνω καθημερινά τη διολίσθηση σε μια πολύ χειρότερη κοσμική πραγματικότητα: αντιμετωπίζοντας με οργή και οδύνη τα επιβληθέντα στις δυτικές κοινωνίες από την παγκόσμια επικυριαρχία της αγοράς πρότυπα ζωής, αναπολώ την απολεσθείσα ισχύ ορισμένων προτύπων των χριστιανικών εκκλησιών.
Στη συνέχεια συνοψίζονται οι περιορισμένες επιδράσεις των θρησκευτικών δογμάτων στις κοσμικές εξουσίες κατά την αρχαιότητα και η αναβάθμισή τους σε επικυριαρχία με σοβαρές επιπτώσεις μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας. Είναι ιστορική αλήθεια ότι οι αρχαίοι Έλληνες, ορισμένοι Ασιάτες μονάρχες και οι Ρωμαίοι είχαν επιτύχει σε μεγάλο βαθμό το διαχωρισμό της θείας κυριαρχίας από το κοσμικό κράτος, της θρησκευτικής κοινωνικής δύναμης από τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική εξουσία. Το γεγονός αυτό επέτρεπε την ελεύθερη και αδογμάτιστη σκέψη, τον ορθολογισμό στη διαχείριση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων, την άνθηση της τεχνολογίας και των «καλών» τεχνών, την αναζήτηση και αξιοποίηση των μυστικών του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Περιόριζε δε τον ελέω ιδεολογικής εξουσίας θρησκευτικό φανατισμό, τόσο των απλών ανθρώπων με τη συνακόλουθη καταχρηστική εκμετάλλευσή τους κατά την άσκηση των κοσμικών εξουσιών όσο και τις δεισιδαιμονίες ορισμένων αρχόντων.
Οι ιερείς των αρχαίων Ελλήνων και της προχριστιανικής ρωμαϊκής περιόδου περιορίζονταν στο σημαντικό για τον απλό άνθρωπο, αλλά διακριτό ρόλο τους. Όλοι όφειλαν να σέβονται τα θεία, με αυστηρές τιμωρίες σε περίπτωση ύβρεων, αλλά και να ανέχονται, κατά τις εδαφικές επεκτάσεις τους, τα ιδεολογικά πιστεύω των κατακτημένων, διευκολύνοντας έτσι και τη διακυβέρνησή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιδεολογική ειρήνη στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θεμελιώθηκε στη ρητή αρχή «ειρήνη των θεών» (pax deorum), δηλαδή στην απροσχημάτιστη αποδοχή και προστασία των θρησκειών όλων των λαών της επικράτειας. Αντίθετα, στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κυρίως στα διάδοχα της δυτικής αυτοκρατορίας βασίλεια της Ευρώπης, ακόμα και μετά το μεσαίωνα κυριαρχούσε ο δογματικός φανατισμός, με αποκορύφωμα τους αιματηρούς θρησκευτικούς πολέμους[1].
Δίνοντας υπέρμετρη πολιτική βαρύτητα στην ιδεολογική εξουσία των θρησκειών και μεγάλα προνόμια στον κλήρο, οι κοσμικοί άρχοντες νομιμοποιούσαν και ενίσχυαν τις κοσμικές παρεμβάσεις του ιερατείου, εκχωρώντας π.χ. υπέρμετρη οικονομική εξουσία (γαίες, φοροαπαλλαγές κλπ.), υποδαύλιζαν τις φανατικές δογματικές ακρότητες του λαού και το χειρότερο, παραμελούσαν την κύρια και πλέον ανταποδοτική για τους ίδιους αποστολή τους: την ορθολογική οργάνωση και κοινωνική απόδοση των τριών κοσμικών εξουσιών, δηλαδή την αναβάθμιση και αξιοποίηση των πόρων και των μέσων παραγωγής αγαθών, κοινωφελών έργων και υπηρεσιών. Έχαναν, σε τελευταία ανάλυση, το σημαντικό κοινωνικό και αναπτυξιακό πλεονέκτημα της αδογμάτιστης διακυβέρνησης, θέτοντας π.χ. στις πρώτες τους προτεραιότητες την αδιέξοδη επίλυση θρησκευτικών διαφορών. Οι δύο ανατολικοί αιώνες της εικονομαχίας και το δυτικό κυνήγι μαγισσών και φωτεινών-πρωτοπόρων στοχαστών και ερευνητών είναι οι δυο χαρακτηριστικότερες θλιβερές αποδείξεις παρακμής του αδογμάτιστου κοσμικού λόγου και της παραγωγικής πολιτικής πράξης.
Το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός είναι ότι ο χριστιανισμός, εκτός από επίσημη θρησκεία, αναδείχθηκε μέχρι το τέλος των «ελέω θεού» μοναρχών και σε επικυρίαρχη ιδεολογική εξουσία, με δύο μείζονες παρεμβάσεις: την άνωθεν νομιμοποίηση ακόμα και των καταχρηστικών δικαιωμάτων της διαμορφωμένης άρχουσας τάξης, τόσο της βασιλικής απολυταρχίας όσο και της φεουδαρχίας, και την επιβολή προτύπου στους απλούς ανθρώπους για την καθημερινή ατομική τους ζωή, τη δομή της κοινωνίας, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους σε αυτήν. Ο Θεός, πλαισιωμένος από τάγματα αγγέλων, ο μονάρχης με την αυλή και την ανώτερη τάξη˙ ένας Θεός και ένας υπό την έγκρισή του βασιλιάς που κυβερνούν και φροντίζουν τον λαό τους˙ μια οικουμένη υπό έναν ουράνιο πατέρα και οι τοπάρχες γήινοι αρχηγοί-καθοδηγητές. Η κοσμική εξουσία δομήθηκε κατά την εικόνα της θείας κυριαρχίας και ακολουθούσε αδιαφιλονίκητα το σχήμα της, ένα κεκτημένο, μόνιμο και ανεξέλεγκτο δικαίωμα κυριαρχίας «κληρονομικώ δικαιώματι»[2].
Εμπεδώθηκε, τέλος, η παραδοσιακή αριστοκρατική απέχθεια προς κάθε αναγκαία για την παραγωγή χειρονακτική εργασία, αλλά και για τις περισσότερες «προσγειωμένες» διανοητικές εργασίες, όπως π.χ. η συστηματική επιστημονική και τεχνολογική έρευνα. Τη ζωτική αυτή κοινωνική υποχρέωση είχαν αποκλειστικά οι μικροκαλλιεργητές, οι βιοτέχνες και οι «μαΐστορες» που αποτελούσαν, στην καλύτερη περίπτωση και κατά περιόδους, το κατώτερο στρώμα μιας αδύναμης μεσαίας τάξης χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα. Η κατοχύρωση της επιβίωσής τους και η βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους ήταν για την άρχουσα τάξη μέλημα εν ανεπαρκεία, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος. Είχαν μόνο δυσβάσταχτες οικονομικές και στρατιωτικές υποχρεώσεις, δεν αναβαθμίστηκαν ποτέ στην αρχαιοελληνική τάξη των ελευθέρων πολιτών, ούτε απέκτησαν τα δικαιώματα των πληβείων της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Η θρησκευτική επαγγελία της ισότητας ενώπιον του θεού εξαϋλώθηκε σε ελπίδα για τη μετά θάνατο ζωή, στα εγκόσμια οι ανισότητες παγιοποιήθηκαν με την ευλογία της εκκλησίας.
[1]Μόλις το 1848 κατοχυρώθηκε συνταγματικά στη Γαλλία η θρησκευτική ισοτιμία των ουγενότων με τους καθολικούς, βλέπε τη σχετική ενότητα του επόμενου κεφαλαίου.
[2]Ποτέ δεν υπήρξε αμφισβήτηση της κατεστημένης τάξης από τη θρησκεία, εκτός από ελάχιστες και πολύ ακραίες αιρέσεις, όπως οι μαζδακίτες, περσική αίρεση επί Ιουστινιανού. Οφείλω πάντως να δηλώσω ρητά ότι διαπιστώνω καθημερινά τη διολίσθηση σε μια πολύ χειρότερη κοσμική πραγματικότητα: αντιμετωπίζοντας με οργή και οδύνη τα επιβληθέντα στις δυτικές κοινωνίες από την παγκόσμια επικυριαρχία της αγοράς πρότυπα ζωής, αναπολώ την απολεσθείσα ισχύ ορισμένων προτύπων των χριστιανικών εκκλησιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσθέστε τα σχόλια σας: