21 Αυγούστου 2014

Λουκάς Αξελός "Διαπερνώντας το τείχος των εμπλοκών στην Ελλάδα της κρίσης"

Ομιλία του Λουκά Αξελού, στην εκδήλωση της "Δράσης" στο Πάρκο Μ. Θεοδωράκης στα Βριλήσσια την Δευτέρα 2 Δεκέμβρη 2013.


"...πρέπει να ξεφύγουμε από τον συντεχνιασμό, την μικροπολιτική, τον οικονομισμό και τη δεκαρολογία. Πρέπει να φύγουμε από το γήπεδο του αντιπάλου, που είναι και το γήπεδο του κακού μας εαυτού. Πρέπει να επαναφέρουμε στην κεντρική σκηνή την πολιτική και την ηθική. Η σύνδεση της πολιτικής με την ηθική είναι το μέγιστο ζητούμενο για να μπορέσουμε με επάρκεια να υπερασπιστούμε τις βασικές αξίες, την δημοκρατία, την ελευθερία, τον ουμανισμό, τον πατριωτισμό, τον διεθνισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια."

Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας στη σημερινή εκδήλωση, ευχαριστώ επίσης τη «Δράση για μια άλλη Πόλη», που διοργάνωσε την εκδήλωση αυτή. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας, που να αμφισβητεί το γεγονός ότι η καθολική κρίση, σήψη της κοινωνίας μας είναι τόσο βαθειά, που απειλεί να μας πνίξει. Σχηματικά υπάρχουν δυο τρόποι για ν’ αντιμετωπίσει κανείς την πραγματικότητα. Ο πρώτος, να την αγνοήσεις. Ο δεύτερος, να την κατανοήσεις και να προσπαθήσει να την αλλάξεις. Είμαι οπαδός της δεύτερης σχολής. Αυτό όμως, θέτει αφετηριακά μια προϋπόθεση, ότι αποδέχεσαι χωρίς τερτίπια, αυτό που η πραγματικότητα σου αποκαλύπτει. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν, να δούμε την πραγματικότητά μας στον καθρέφτη. 

Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ότι το μεταπολιτευτικό αδιέξοδο δεν είναι μόνο προϊόν της δράσης μιας χούφτας μονοπωλίων. Ότι ο λαός δεν είναι a priori αγνός και κυρίως, ότι δεν είναι ενιαίος. Ότι αποτελεί από τάξεις και στρώματα και περιλαμβάνει τμήματα που είναι εθελόδουλα και φιλομνημονιακά, ακόμη και χωρίς το μνημόνιο. Μειοψηφικά είναι η αλήθεια. Αλλά δραστήρια και πανούργα. 

Έναν αιώνα πριν, ο πρώτος οπλισμένος θεωρητικά και κατηρτισμένος Έλληνας σοσιαλιστής, ο Γεώργιος Σκληρός, σε πλήρη αντίθεση με τη φιλολαϊκίστικη ρητορεία των δεξιών και αριστερών πολιτικάντηδων, έλεγε μιλώντας ανοιχτά στον κόσμο: «Καλά λαέ, όλα αυτά που λες είναι άγια, αλλά πώς συμβαίνει, ώστε όλοι οι βουλευτές, που εσύ ο ίδιος τους εκλέγεις, και που βέβαια δεν είναι τα χειρότερα στοιχεία της κοινωνίας, να είναι έτσι συμφεροντολόγοι, ατομικιστές, αριβίστες, ρουσφετολόγοι, ελαστικοί στις ιδέες και τα καθήκοντά τους, μικρολόγοι, μικροφιλότιμοι, επιπόλαιοι και ανίκανοι για δημιουργική εργασία; Από πού βγήκαν αυτοί; Πέσανε από τον ουρανό ή είναι σαρξ εκ της σαρκός σου και οστούν εκ των οστών σου; Και αφού λοιπόν είναι γνήσια τέκνα σου και οι καλύτεροι αντιπρόσωποι του πολιτισμού σου και των φυλετικών σου ιδιοτήτων, τότε γιατί φωνάζεις εναντίον τους και δεν φωνάζεις εναντίον του εαυτού σου; Δεν κατάλαβες ακόμα, πως όλα τα ελαττώματα που αποδίδεις στους πολιτικούς σου, τα έχεις κι εσύ ο ίδιος, όχι σε μικρότερο βαθμό; Και αν οι βουλευτές σου ρουσφετολογούν, μικρολογούν, δεν κοιτάζουν τα κοινά συμφέροντα αλλά μόνο τα ατομικά τους, δεν κατάλαβες ότι αυτό προέρχεται, γιατί κι εσύ ελληνικέ λαέ, ολόκληρος, από τον καθηγητή του πανεπιστημίου, ίσα με τον τελευταίο τσαγκάρη και χωρικό, με τη μεγαλύτερη ευκολία ρουσφετολογείς, συμφεροντολογείς, μικρολογείς, ψεύδεσαι, σοφιστεύεις, δεν κρατάς καμιά σταθερή ηθική αρχή, κανένα ορισμένο κοινωνικό πρόγραμμα». 

Φίλες και φίλοι, η διατύπωση είναι καθαρή. Και ισχύει ακριβώς και σήμερα και δεν αφήνει περιθώρια να γυρίζουμε δεξιά και αριστερά το βλέμμα μας, για να δούμε ποιους αφορά. Κανένα εγχείρημα δεν πρόκειται να πετύχει, αν όλοι, και εννοώ όλοι μας, δεν δούμε αυτοκριτικά το παρελθόν μας. Αυτό, δεν έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ότι κυρίως υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάντια είναι αυτοί ακριβώς που την επικαλούνται, δηλαδή η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Τα κόμματα – εκφραστές, του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας, που αφού επί δεκαετίες απομύζησαν την κοινωνία και το Δημόσιο, τώρα θέλουν και να τα ξεπαστρέψουν. Εκείνο λοιπόν, που πρέπει ιδιαίτερα να επισημανθεί, είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό ανοιχτή οικονομική κατοχή και ιδιότυπη πολιτικοστρατιωτική ομηρία, που επέβαλε το διεθνές νεοταξίτικο διευθυντήριο. Και ότι οι μνημονιακές βουλές, όλων ανεξαιρέτως των μνημονιακών κυβερνήσεων, μεταβίβασαν ουσιαστικά τα δικαιώματά τους, ως νομοθετικό σώμα, στην εκτελεστική εξουσία, καταργώντας, εν τοις πράγμασι, τη διάκριση των εξουσιών. Δεν ελέγχει πλέον το κοινοβούλιο την κυβέρνηση, αλλά η κυβέρνηση το κοινοβούλιο. Κατ’ ουσίαν, βιώνουμε μια κυβερνητική δικτατορία στη Βουλή, και δια της Βουλής, στο λαό. Αυταρχική κυβέρνηση, νεοαποικιακών προδιαγραφών, κι όλα αυτά πού, στο υποτιθέμενο λίκνο της Δημοκρατίας, την Ελλάδα του 2013. 

Δεν χρειάζονται βαθιές αναλύσεις, για να επισημάνει κανείς, ότι η όλη εξέλιξη αποδεικνύει πως το οραματικό στοιχείο στην Ε.Ε, όχι μόνον έχει διαρραγεί, αλλά κατ’ ουσίαν, η βορειοευρωπαϊκή αριστοκρατία του χρήματος ανερυθρίαστα προσπαθεί να ληστέψει τον ευρωπαϊκό Νότο, στη βάση ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου, που γράφει στα παλαιά του υποδήματα τις συνέπειες και το μέγεθος της καταστροφής, που αυτή η παρέμβαση συνεπάγεται. Είναι, φρονώ, εμφανές, ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή νεοφιλελεύθερη αψιμαχία, αλλά με έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, που σκοπεύει να σαρώσει έθνη, κράτη και λαούς. Σ’ αυτό το πεδίο ανθεί και η κυβερνητική προβοκάτσια, με αρωγό τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ και τη θεωρητική κάλυψη από τον γνωστό εσμό των προθύμων, συμπυκνούμενο στο επιχείρημα, ότι οτιδήποτε δεν εντάσσεται στην εγκαταστημένη νεοταξική τροϊκανή τάξη, είναι παράνομο, εξωθεσμικό και ποινικά κολάσιμο. 

Είναι λοιπόν αυτό το ελώδες περιβάλλον, που δίνει τροφή στα άνθη του κακού της ακροδεξιάς και κυρίως το πιο δηλητηριώδες, τη Χρυσή Αυγή. Αναγκαίο, όμως, είναι, να προσθέσουμε και μια παράμετρο, που σε σημαντικό βαθμό υποτιμάται, με άμεσο αποτέλεσμα μια πλήρη ανατροπή και των ιδεολογικών δεδομένων. Δεδομένων που συνηγορούν, ότι η αριστερά δεν ηττήθηκε μόνον στην κοινωνική και πολιτική σφαίρα αλλά και στην ιδεολογική. Ότι εγκατέλειψε μέρος του οπλοστασίου της, χάριν του μεταμοντερνισμού, της παγκοσμιοποίησης και του μεταμοντερνισμού, αφήνοντας έκθετες τις αξίες που συνέδεαν τα έπη του 1821, της Εθνικής Αντίστασης και του Κυπριακού αντιαποικιακού και εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ότι στο όνομα ενός αφηρημένου διεθνισμού, τμήματα της Αριστεράς υποτίμησαν θανάσιμα καίρια εθνικά ζητήματα, απαξιώνοντας με τη στάση τους τη σημασία της γεωπολιτικής. 

Είναι γνωστό, σε όλους μας, κι ας μην κρυβόμαστε, ότι στα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρξε ένα σημαντικό έλλειμμα για ό,τι θα αποκαλούσαμε «τόπο», «πατρίδα», «έθνος», «ελληνικότητα», «παράδοση», «γλώσσα», «ιστορία». Με αποτέλεσμα να ενοχοποιηθούν οι ίδιες οι έννοιες και να δυσφημιστούν ως απάδουσες στη σύγχρονη παγκοσμιοποιητική τάση, με την οποία, τάχα μου, συμβαδίζουν τα διεθνιστικά οράματα του σοσιαλισμού. Η αποσιώπηση ή απαξιωτική ιεράρχηση, (ενδεικτικά αναφέρομαι), των Ρήγα, Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, των ολοκαυτωμάτων των ελληνίδων στο Ζάλογγο και αλλού, της Μικρασιατικής και Ποντιακής γενοκτονίας, του Εαμικού και Κυπριακού έπους, δεν μπορεί να μην είχε επιπτώσεις. Όταν ο Άρης ή ο Αυξεντίου, μένουν στη δεύτερη σειρά διαλογής, τότε το κενό αυτό θα καλυφθεί από αλλού. Και δυστυχώς στην περίπτωση μας, είτε με τον πιο χυδαίο, ρατσιστικό και σοβινιστικό τρόπο από την Χ.Α., είτε με τον «καθωσπρέπει» βαθειά αντιεπιστημονικό και αναθεωρητικό τρόπο της συγκλίνουσας εθελόδουλης δεξιάς με την μεταλλαχθείσα Αριστερά, Κεντροαριστερά. 

Εδώ ίσως, αξίζει να επισημανθεί ο ρόλος των διανοουμένων και της ένοχης σιωπής του μεγαλύτερου τμήματός τους. Γιατί γεγονός παραμένει, ότι το μεγαλύτερο μέρος, που ένα του τμήμα ανήκει και στην Αριστερά, ενδίδοντας στην καθολική γοητεία της μπουρζουαζίας, συνέδραμε στην κυριαρχία του συβαριτισμού ωχαδερφισμού. Αυτό αποτυπώθηκε ιδιαίτερα στο χώρο των ιδεών, όπου κυριάρχησε μια διανόηση τάχα μου προοδευτική και στην πράξη κοσμοπολίτισσα. Υποταγμένη στη νεοφιλελεύθερη Νέα Τάξη, με ψυχολογία μικροευρωπαίου πτωχού συγγενούς, που ντρέπεται για την ιθαγένειά του. Η πρόσφατη «κίνηση των 58» για την Κεντροαριστερά, αποτυπώνει με τον πιο απτό τρόπο αυτήν την πανίδα. 

Αυτά όλα αποτελούν μια βάση δεδομένων, για να κατανοήσουμε το πλάτος και το βάθος της κρίσης που συγκροτεί η μνημονιακή κατάληξη της μεταπολιτευτικής ρεμούλας. Η ίδια η ζοφερή πραγματικότητα υποδηλώνει ότι η παρούσα κατάσταση έχει τέτοιο βάθος, τέτοια πολυπλοκότητα, τέτοιο βαθμό επιθετικής βούλησης από την πλευρά του εχθρού, και τέτοια πόλωση αντιθέτων συμφερόντων, που απαιτεί εξ’ ορισμού μιαν άλλη λογική και όχι τη λογική της ανακάλυψης του ελάσσονος για την πεταλούδα που χάνεται, όταν μια ολόκληρη κοινωνία βυθίζεται στα τάρταρα. 

Είναι ανάγκη, χάριν της αληθείας και μόνον, να παραδεχτούμε ότι ο ριζοσπαστισμός, οι σημαντικοί κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες των ετών 2010-2012, έχουν υποχωρήσει. Και δυστυχώς έχουν υποχωρήσει, χωρίς η Αριστερά να έχει επαρκώς αξιοποιήσει ένα σημαντικό μέρος του πολύτιμου αυτού κεφαλαίου. Είτε γιατί δεν το αντελήφθη, είτε γιατί υπήρξε επιφυλακτική απέναντί του, είτε και γιατί ήταν αντίθετη. Τα γεγονότα των πλατειών είναι νωπά και χαρακτηριστικά, προσφερόμενα σε κριτική και αυτοκριτική. 

Έτσι, υπό μια ορισμένη έννοια, τα πράγματα εξακολουθούν να είναι το ίδιο δύσκολα. Με διάχυτη την πολυδιάσπαση, την κοινωνική σύγχυση, την απογοήτευση και την επιστροφή στις ατομικές λύσεις. Τρεισήμισι έτη μνημονίου, με καθημερινή σώρευση ηττών και προβλημάτων. Εύλογο δεν είναι λοιπόν, οι λαϊκές τάξεις να διερωτώνται, πού είναι και τι κάνουν αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι σταθερά ενταγμένοι στο πλευρό τους; Ο κόσμος, ανεξάρτητα από τις ευθύνες που ο ίδιος φέρει, και φέρει πολλές, (όσο κι αν είναι φιλολαϊκή η λογική μου, τόσο είναι αντιλαϊκίστικη η ανάλυση που επιχειρώ), έχει ως κεντρικό του ζήτημα, το ζήτημα της εμπιστοσύνης. Πολύ απλά, ενώ δεν έχει τίποτα εναντίον μας, ενώ θα ήθελε να τα πάμε καλά, εντούτοις εξακολουθεί να είναι επιφυλακτικός και προβληματισμένος με τη στάση και τη συμπεριφορά μας, τόσο στο επίπεδο συγκεκριμένων καθαρών προτάσεων, όσο και στο επίπεδο της δυνατότητας πρακτικής εφαρμογής τους. 

Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι να διατυπώσεις ένα καλό κείμενο απόφασης, για να το καταλάβουν οι λαϊκές τάξεις, να νοιώσουν τις συνέπειες του μνημονίου, που υφίστανται στο πετσί τους. Το ζήτημα είναι να αποκτήσει ο λαός εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις πολιτικές εκείνες δυνάμεις, που ταυτίζονται στα πεπρωμένα του. Είναι η μισή αλήθεια, ότι ένα τμήμα του λαού απέχει, επειδή αδιαφορεί, λουφάζει ή φοβάται. Η άλλη μισή είναι ότι δεν βλέπει επί του παρόντος καμιά ουσιαστική εναλλακτική πρόταση. Πρόταση άμεση και απτή, στα καυτά προβλήματά του. Δείτε την αποδυνάμωση – συρρίκνωση, τόσο του κινήματος των αγανακτισμένων, όσο και της ΕΡΤ, που μας αφήνει όμως, και αυτό πρέπει να τονισθεί, μια θετική παρακαταθήκη. Όχι πλέον στο επίπεδο του αντιπαραγωγικού, οικονομίστικου, διεκδικητισμού και της δεκαρολογίας, αλλά στην προσπάθεια εφαρμογής μιας άλλης λογικής ενός δυισμού εξουσίας, που πρέπει να τον διεκδικήσουμε σε όλες του τις σφαίρες. 

Συνειδητοποιούμε λοιπόν αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης και τις αιτίες του; Συνειδητοποιούμε ότι έχει να κάνει ενδεχόμενα, με την ίδια τη λειτουργία μας, που παρά τα θετικά της βήματα, παρά τις προσπάθειες και τους αγώνες, σαφώς υπολείπεται των απαιτήσεων των και καιρών. Κοιτάξτε την προσέλευση του κόσμου σε όλες ανεξαίρετα τις οργανώσεις της Αριστεράς. Και θα δείτε ότι η ροή, η συμμετοχική διάθεση και ο ενθουσιασμός, αντί να αυξάνουν, λόγω της έντασης των προβλημάτων, βρίσκονται σ’ ένα στατικό επίπεδο, με αυξανόμενα τα στοιχεία της μεμψιμοιρίας και της γκρίνιας. Πόσο μας ικανοποιεί αυτό; 

Αντιμετωπίζοντας ρεαλιστικά το ενδεχόμενο οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς να βρεθούνε στην κυβέρνηση, η έγνοια μας πρέπει να εστιαστεί, στο κατά πόσο η υπαρκτή, σημερινή Αριστερά, μπορεί να αναδειχθεί όχι απλώς σε πρώτη, αλλά σε ηγεμονεύουσα δύναμη. 

Προσωπικά, θεωρώ απόλυτα θεμιτές τις σκέψεις για τις δυσκολίες που παρουσιάζει το όλο εγχείρημα, με δεδομένες τις πολλές αντιφάσεις και ανεπάρκειες που ήδη υπαινίχθηκα. Αυτό είναι μια πραγματικότητα και είναι λάθος, απόλυτο λάθος, να το κρύβουμε από τον εαυτό μας και από το λαό. Γιατί το πρόβλημα και για τον πολίτη και για το λαό και για το έθνος, είναι το ίδιο. Θέλει και μπορεί να σταθεί αντιμέτωπος στα προβλήματά του; Ως εκ τούτου το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχουν προβλήματα, που όχι μόνον υπάρχουν, αλλά είναι και πολύ περισσότερα από όσα φανταζόμαστε. Το ζήτημα είναι αν έχουμε και το εννοούμε, τη βούληση, να αντιμετωπίσουμε τα τεράστια αυτά προβλήματα. Αυτά τα τονίζω εμφατικά, γιατί ήδη διαβλέπω στον ενάμισι χρόνο που παρήλθε από τις εκλογές, ένα ψαλίδισμα των προσδοκιών. Αλήθεια, πού πάμε; Πάμε για μια ριζική αλλαγή; Πάμε για ένα μισοσυμβιβασμό, για μια απλή εναλλαγή; Θα μπορούσα, όπως άλλωστε όλοι μας, να αναφερθώ σε πολλά. Όμως, επειδή πιστεύω ότι το πρόβλημα είναι τεράστιο, ότι σοβεί μια πανεθνική κρίση που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε εθνικό ακρωτηριασμό, φρονώ ότι απαιτείται μια ανάλογη και όχι μια μίζερη απάντηση. 

Ο Herman Melville, ο μεγάλος αυτός αμερικανός συγγραφέας του θρυλικού «Μόμπυ Ντικ», έχει με απόλυτη σαφήνεια διατυπώσει πως «για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα». Αυτό που άπαξ και το εύρισκε κανείς, θα ξεκαθάριζαν και όλα τα υπόλοιπα. Γιατί η στάση της μεγάλης Αριστεράς, στην οποία πιστεύω, δεν μπορεί να είναι αμήχανη στο έγκλημα που ιστορικά έχει διαπραχθεί. Η δική μας απάντηση ως μάχιμης Αριστεράς, οφείλει να είναι ο δημοκρατικός πατριωτισμός. Από τον Ρήγα και τη Φιλική, μέχρι το ΕΑΜ και το Πολυτεχνείο. Πατριωτισμός που προτάσσει πάνω απ’ όλα τις αξίες της Δημοκρατίας, της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. 

Μπορεί να βρισκόμαστε μακριά από το δίκαιο αίτημα για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Αλλά βρισκόμαστε κοντά στο αίτημα για μια εθνικά ανεξάρτητη, δημοκρατικά διοικούμενη και κοινωνικά δίκαιη κοινωνία. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα καινούργιο 1843! Η Ευρώπη χρειάζεται ένα καινούργιο 1848! Εάν αυτά ευσταθούν, τότε το ζήτημα που ευθέως τίθεται είναι πώς υλοποιούνται. Δεν είμαι μάγος για να βγάζω λαγούς από καπέλα. Μπορώ όμως να επικαλεστώ το μυαλό και την πείρα μας για να τονίσω ότι είμαστε πολύ πίσω. Τόσο στο να ιεραρχήσουμε τα έργα και τις προτεραιότητες, όσο και για να λύσουμε το πρόβλημα των μεθόδων, που θα επιτρέψουν να είναι υλοποιήσιμα τα έργα αυτά. Αναλύοντας το ζήτημα, ένας μεγάλος επαναστάτης, σε ανάλογη περίπτωση το διατύπωσε ως εξής: «Λέμε να κάνουμε το εξής έργο, να περάσουμε ένα ποτάμι. Μα αν δεν έχουμε ούτε πλοίο, ούτε γέφυρα, αυτό είναι αδύνατον». Αν δεν λύσουμε το πρόβλημα των μεθόδων, η εκτέλεση των έργων θα είναι μια μάταιη φλυαρία. Τι σημαίνει αυτό; 

Πρώτον, ότι πρέπει να ξεφύγουμε από τον συντεχνιασμό, την μικροπολιτική, τον οικονομισμό και τη δεκαρολογία. Πρέπει να φύγουμε από το γήπεδο του αντιπάλου, που είναι και το γήπεδο του κακού μας εαυτού. Πρέπει να επαναφέρουμε στην κεντρική σκηνή την πολιτική και την ηθική. Η σύνδεση της πολιτικής με την ηθική είναι το μέγιστο ζητούμενο για να μπορέσουμε με επάρκεια να υπερασπιστούμε τις βασικές αξίες, την δημοκρατία, την ελευθερία, τον ουμανισμό, τον πατριωτισμό, τον διεθνισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια. Γιατί η πολιτική, σε συνδυασμό με την ηθική, αποτελούν μείζονα, αυτοδύναμα στοιχεία, που στο βαθμό που τα έχεις κατακτήσει, είναι σε θέση να λειτουργήσουν δραστικά, επιλύοντας πολλά δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η δυσκολία και η αδυναμία μας στην οικονομική σφαίρα, (αντικειμενική και υποκειμενική), μπορεί να αντισταθμιστεί από τη δύναμη ενός μεγάλου ηθικοπολιτικού προτάγματος , που είναι αυτό που ως όραμα εμπνέει τις μεγάλες μάζες να εισβάλουν στο χώρο που ρυθμίζονται τα πεπρωμένα τους. Το πολιτικό κύρος, δεν μπορεί να στηριχθεί μονομερώς στην ιδεολογική και γενικότερα, στην υλική υπεροχή. Έχει ανάγκη από την ηθική νομιμοποίησή του. Η Αριστερά, δεν οφείλει να επικαλείται την αρετή, οφείλει να είναι ενάρετη η ίδια. Δεν αρκεί να στηλιτεύει το κακό, πρέπει η ίδια να το τιμωρεί παραδειγματικά. 

Δεύτερον, πρέπει να επανακατακτήσουμε την παλαιά διαχρονική μας αρετή, το να αντιστεκόμαστε στο κακό. Δεν θα αντιγράψουμε την Ιστορία, έχουμε όμως ιστορική μνήμη που μας εμπνέει, το πνεύμα αντίστασης του ελληνικού λαού, που έξοχα περιέγραψε ο αλησμόνητος Νίκος Σβορώνος και πυκνά αποτύπωσε ο Μανώλης Γλέζος, σημειώνοντας ότι: «Η αντίσταση προσδιορίζει την έννοια της προσφοράς για τη σωτηρία του συνόλου, την υπέρτατη έγνοια για το κοινωνικό σύνολο, για το Έθνος. Εθνική Αντίσταση και συμμετοχή όλων των εθνικών δυνάμεων για την ίδια την ύπαρξη του Έθνους». 

Αν συμφωνήσουμε σε αυτό, το επόμενο ερώτημα είναι τι κόμμα, τι κίνημα θέλουμε; Αναγκαστικά, τελειώνοντας, θα τοποθετηθώ αξιωματικά. Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα κόμμα χωρίς προηγούμενο! Τα κλασσικά κόμματα, παντός γραφειοκρατικού σοσιαλιστικού μοντέλου, είτε κομμουνιστικά, είτε σοσιαλιστικά, είτε σοσιαλδημοκρατικά, έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο. Έναν άλλο τύπο κόμματος χρειαζόμαστε. Κι αυτός οφείλει να μην αντιγράφει ιστορικές καταστάσεις, αλλά επειδή υπάρχει ιστορική μνήμη, οφείλει να εμπνέεται από τις μεγάλες κορυφώσεις. Για την ελληνική Αριστερά, η μεγάλη κορύφωση τέτοιου τύπου, είναι η Εαμική εποποιία. 

Ως εκ τούτου, χρειαζόμαστε ένα νέο κόμμα με ιστορικότητα, αλλά χωρίς ιστορικό προηγούμενο, ένα κόμμα με σαφή οριοθέτηση απέναντι στον γραφειοκρατικό σοσιαλισμό και την σοσιαλδημοκρατία. Ένα λειτουργικά ενιαίο, πολυτασικό κόμμα, που θα έχει γραμμένο στις σημαίες του τις αξίες της ελευθερίας, του ουμανισμού , της δημοκρατίας, του πατριωτισμού, του διεθνισμού, της οικολογίας, του φεμινισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Χρειαζόμαστε ένα νέο εθνικό και κοινωνικό μπλοκ, που θα περικλείει όλο το σύγχρονο φάσμα των λαϊκών, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και που θα διαμορφώνει τη νέα εθνικολαϊκή συμμαχία ανάμεσα στις υποτελείς τάξεις και τα κατεστραμμένα ή καταστρεφόμενα τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Ένα ορμητικό λαϊκό ρεύμα, σαφώς μεγαλύτερο και ευρύτερο του ΣΥΡΙΖΑ, συσπειρώνοντας όλες εκείνες τις δυνάμεις που συμφωνούν να παλέψουν στο minimum τρίπτυχο της εθνικής ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, και στο οποίο, η μάχιμη Αριστερά, συμμετέχουσα ως βασική δύναμη πολιτικής και ηθικής αναμόρφωσης, θα διεκδικήσει την ηγεμονία με το σπαθί της. Και όχι οργανωτικά. 

Βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη εθνική καμπή. Από την απάντηση που θα δώσουμε θα κριθούν πολλά. Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση του φίλου μου Λαοκράτη Βάσση, ότι «η αριστεροσύνη της αριστεράς θα κριθεί από το αν αυτή μπορέσει να ανταποκριθεί στις εθνικές της ευθύνες», παραμένει το μέγιστο ζητούμενο. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας