22 Αυγούστου 2014

Κρίση Ενώ καίγεται το σπίτι μας, εμείς - ακόμη - αισθητικολογούμε; Του Τάσου Μπίρη

 Από το Greekarchitects.gr 
"Είναι λοιπόν ίσως ώρα να θυμηθούμε ότι στον τόπο αυτό η ζωή δεν υπήρξε ποτέ βολική και εύκολη, όπως έχω ξαναγράψει. Οι άνθρωποι εδώ  δημιούργησαν -και δημιούργησαν πολλά- όχι από το πλεόνασμα χρήματος και μέσων, αλλά από το υστέρημά τους. Δεν είχαν δηλαδή να δώσουν παρά ψυχή, μυαλό και εργασία για να επιβιώσουν. Και το έκαναν....Και όλα αυτά έγιναν με απλή αλλά και ευρηματική χρήση του κοινού σοβά, του σκυροδέματος, του ξύλου και του γυαλιού (όλα υλικά του εμπορίου ή της διπλανής μάντρας)• ή με τη χρήση απλών μεταλλικών διατομών και σωλήνων της ελληνικής (!) βιομηχανικής παραγωγής• με απλούστατα συνθετικά και κατασκευαστικά συστήματα για χρήση του κοινωνικού συνόλου και όχι μόνο των ολίγων."

(1) Αρχιτεκτονική: Πορεία εν καιρώ πολέμου

Οι μεγάλες -και με μακρά διάρκεια- αλλαγές στην Τέχνη και την Αρχιτεκτονική (αυτή τη δεύτερη θεωρημένη ως τέχνη και επιστήμη με ισχυρό κοινωνικό έρεισμα) δεν έγιναν τυχαία ή από καπρίτσιο. Ούτε γιατί τις επέβαλλαν ολίγοι φωτισμένοι καλλιτέχνες ή αρχιτέκτονες.
Αυτοί μπορεί να τις διαισθάνθηκαν, ή να τις προέβλεψαν, ή να ήσαν η μαχόμενη εμπροσθοφυλακή τους με τη σκέψη και το έργο τους.

Όμως η μετατροπή της διαίσθησης ή της πρόβλεψης σε ευρεία κοινωνική πραγματικότητα με αρχή, μέση, τέλος και εξέλιξη σε μεγάλο φάσμα χρόνου είχαν ανάλογης βαρύτητας αιτίες που κατά περιόδους προκαλούσαν το «θαύμα», αλλά και το «δράμα» της εξέλιξης του ανθρώπου και των πεπραγμένων του.


Πιστεύω ότι η καταγραφή και ερμηνεία των αιτιών αυτών (πολλών και όχι πάντα φανερών) δείχνει ότι οι μετασχηματισμοί που επέφεραν στη δομή και τη μορφή του κόσμου συνδέονται, ως οριακές τομές της ιστορίας, σχεδόν πάντα με μεγάλης κλίμακας πολιτισμικές, πολιτικές, επιστημονικές, οικονομικές κ.α. ανακατατάξεις και ανατροπές που βίωσαν (τις περισσότερες φορές με αίμα και πόνο) οι ίδιες οι κοινωνίες ως συλλογικότητες κατά τη διαδρομή τους μέσα στο χρόνο και πάνω στον τόπο.

Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με βεβαιότητα εάν η σημερινή μεγάλη διεθνής και εντόπια κοινωνικό-οικονομική κρίση θα αποκτήσει τέτοιας έντασης και έκτασης χαρακτηριστικά όπως -ας πούμε- συνέβη στις τραγικές περιπτώσεις των δυο παγκοσμίων πολέμων. Παρότι πια υπάρχουν «πολιτισμένοι» (αλλά εξίσου αποδοτικοί) τρόποι για να αλληλοεξοντωθούμε αναίμακτα.
Πάντως, μην ξεχνάμε ότι ακόμη και μέσα στη δίνη των περασμένων αυτών διεθνών κρίσεων (αλλά και αμέσως μετά από αυτές) γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν νέες κοινωνίες, νέα ήθη, νέες πραγματικότητες.
Αναλόγως, γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν τα μεγάλα νεωτεριστικά πολιτικά ρεύματα, καθώς και εκείνα στην τέχνη, στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στην αρχιτεκτονική, μερικά από τα οποία είχαν τόση δύναμη ώστε να επιβιώνουν μέχρι και σήμερα.

Βεβαίως στη μακρά αυτή μεταπολεμική περίοδο (ειρηνική μέχρι σήμερα για ένα μεγάλο -και προνομιούχο- κομμάτι του κόσμου) αναπτύχθηκε και η υπερβολική μονομερής ευμάρεια μαζί με τον συνακόλουθο άκρατο καταναλωτισμό και ευδαιμονισμό, που ως φθοροποιά αντισώματα, αλλοίωσαν τη δυναμικότητα και τη ζωντάνια της -τότε- «νέας τάξης πραγμάτων», προκαλώντας εντέλει την σταδιακή κατάρρευσή της που πια, μέσω της κρίσης, σήμερα κορυφώνεται.

(2) Η επίδραση της κρίσης στην ελληνική κοινωνία και αρχιτεκτονική

Προσθέτω τέλος και μια ακόμη σκέψη για την κρίση, που αφορά κυρίως τον τόπο μας και κατ' επέκταση την αρχιτεκτονική του. Δηλαδή, το ότι και αν ακόμη οι μεγάλες δυτικές κοινωνίες την ξεπεράσουν μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα, μάλλον δεν θα συμβεί το ίδιο και στη δική μας μικρή περιφερειακή επικράτεια. Γιατί εδώ το φαινόμενο προβλέπεται να έχει βάθος και διάρκεια λόγω των ειδικών περίπλοκων παραμέτρων που επιδρούν στο χώρο μας, αλλά και τη σχέση του με τους ισχυρούς παράγοντες ενός -σε μεγάλο βαθμό όχι καθαρού- διεθνούς  πολιτικό-οικονομικού παιχνιδιού του οποίου δυστυχώς αποτελεί επίκεντρο.

Έτσι, είναι φυσικό ότι η αρχιτεκτονική θα υποστεί εδώ ριζικές μεταλλάξεις εξαιτίας της κρίσης, όσον αφορά την κοινωνική, πνευματική, επιστημονική, καλλιτεχνική και τεχνολογική ουσία της, αλλά ακόμα και στο καθαρά επαγγελματικό πεδίο δράση της, όπου οι μέχρι σήμερα ισχύουσες προϋποθέσεις προσφοράς και ζήτησης εργασίας ήδη αλλάζουν εκ βάθρων.

Επομένως, στα ισχυρά διεθνή προπύργια του συστήματος είναι ενδεχόμενο να ξαναδούμε να γίνεται και πάλι πανάκριβη, υπερφίαλη, μορφοπλαστική αρχιτεκτονική, που «υπερίπταται», «αναδιπλώνεται» ή «γυρίζει και σφυρίζει», προκειμένου να αιτιολογήσει το αναίτιο της ύπαρξης της. Μιας και δεν στεγάζει ούτε υπηρετεί πραγματικές ανάγκες και δράσεις του κοινωνικού συνόλου, αλλά μόνο «βλέπεται» ως εικόνα και ως σύμβολο επικυριαρχίας του life-style  που τη γέννησε.

Ενώ εδώ (ίσως ευτυχώς, κατά μια ανατρεπτική θεώρηση) αυτό δεν πρόλαβε να γίνει, παρά μόνο σχεδιαστικά στις ηλεκτρονικές οθόνες της εικονικής πραγματικότητας.
Αντιθέτως στην πραγματική πραγματικότητα, οι ελάχιστες φαντασιακές αυτές ακρότητες που μπόρεσαν να υλοποιηθούν κατά την περίοδο πριν την κρίση δεν ήταν παρά θλιβερές (προσαρμοσμένες στα καθ' ημάς) απομιμήσεις των διεθνών προτύπων της συγκεκριμένης ή κάποιας άλλης διεθνούς μόδας. Που τώρα πιά (και μόνο για λόγους οικονομικούς) ακόμη και ως τέτοιες, δεν θα μπορούν -ευτυχώς- να γίνονται. Και ίσως έτσι, στη θέση αυτού του αποχαυνωτικού «πανηγυριού» ίσως ξαναέρθει στο προσκήνιο η πραγματική κοινωνική θεματολογία της αρχιτεκτονικής, που το τελευταίο διάστημα είχε χαθεί από προσώπου γης, θεωρημένη ως ήσσονος σημασίας.

Φυσικά έγινε (και γίνεται ακόμη) εδώ αρχιτεκτονική με σεβασμό στον εαυτό της, στην κοινωνία και στον τόπο. Που άξιζε (και αξίζει) με το παραπάνω τον κόπο και τη βάσανό της. Αυτή όμως, μέσα στην καταναλωτική φρενίτιδα παραμένει ακόμη δυστυχώς στην πλειονότητά της άγνωστος και αδιερεύνητος τόπος, παραχωμένη στα αζήτητα της νεώτερης ιστορίας μας.

Εντέλει, όλα τα παραπάνω μαζί και με ότι άλλο άγνωστο ή αχαρτογράφητο (όπως ήδη αναφέρθηκε) συνέβη σε σχέση με την διαμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος στον τόπο αυτό, συνθέτουν την ιστορική εξέλιξη της «οικοδομής», όπως στην εντόπια καθομιλουμένη ονομάζεται γενικώς η αρχιτεκτονική (!). Και αυτή η «οικοδομή - αρχιτεκτονική» βρίσκεται σήμερα πια (και ίσως θα βρίσκεται για αρκετό ακόμη χρόνο) σχεδόν σε καθολική παύση εργασιών .
Και ας μην μας ενοχλεί ο όρος «οικοδομή» ως τάχα υποτιμητικός. Γιατί ειδικά στον τόπο μας, πέραν του ότι η οικοδομή υπήρξε μέχρι σήμερα βασικό στήριγμα της εθνικής οικονομίας, εξακολουθεί να σημαίνει στην κοινή αντίληψη μια επιπλέον αξία κατά πολύ υψηλότερη, ακόμη και από εκείνη της «Αρχιτεκτονικής ως Τέχνης και Επιστήμης για ολίγους». Αντιθέτως, αφορά ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού ως σταθερό σημάδι μιας σχεδόν γενικευμένης διαταξικής επιθυμίας, για την (κατά το κοινώς λεγόμενο) «απόκτηση ιδιωτικής στέγης» (αν όχι τέχνης). Φαινόμενο που, συνήθως απλουστευτικά, ερμηνεύεται ως ένα ακόμη δείγμα των καταναλωτικών συνδρόμων και της τάσης μας για κοινωνική προβολή.

Όμως ο συνδυασμός των λέξεων «Κτήση» -«Ίδια»- «Στέγη», διαβασμένος σε ένα άλλο επίπεδο, μπορεί νομίζω να έχει ευρύτερη σημασία.

Υπό αυτή την έννοια, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι η «επιθυμία» που -όπως ανέφερα- εκφράζουν οι συγκεκριμένες λέξεις ενεργοποιείται από την ταύτιση της «Στέγης» στο (ευτυχώς ακόμη ζωντανό) συλλογικό μας υποσυνείδητο, με αυτό καθεαυτό το αρχέτυπο του «Κατοικείν». Εξάλλου, το αρχέτυπο αυτό, ως εκ βαθέων προερχόμενο σύμβολο, συσχετίζει πυκνά την «Στέγη» (τον κατοικήσιμο χώρο) με τον «Ίδιο» (τον «Εαυτό») ως άτομο ή ομάδα (καθώς ο Εαυτός μπορεί -και πρέπει- να συμβιώνει με τον «Άλλο»). Τέλος το αρχέτυπο υποδηλώνει ότι η «Ίδια Στέγη» δεν χαρίζεται εδώ, αλλά αποκτιέται (γίνεται κτήμα) μεπροσωπικό αγώνα, βάσανο και θυσία.

Γι' αυτό πιστεύω ότι αυτή η διαχρονική συλλογική αντίληψη του «Κατοικείν», ως ιδιαίτερο γνώρισμα του τόπου μας, δεν παραπέμπει μόνο στην ικανοποίηση ζωτικών λειτουργικών αναγκών του καθημερινού βίου, αλλά και αναγκών βαθύτατα υπαρξιακών. Πρόκειται μάλιστα για μια ικανοποίηση - ταυτοχρόνως και δικαίωση, που αξίζει να κατακτηθεί από τον καθένα πάση θυσία, έστω και από το υστέρημα των κόπων μιας ζωής• έστω και υπό συνθήκες παρανομίας, καθώς απουσιάζει στον τόπο μας κάθε ουσιαστική κοινωνική μέριμνα γι' αυτό το σκοπό.

Να γιατί, πάνω στην πλάτη της «οικοδομής-αρχιτεκτονικής» λειτούργησε, αλλά και «παίχθηκε» εδώ ένα περίεργο μείγμα οραματισμού και αθλιότητας : Από την τελετουργία των «ιερών και οσίων» του συλλογικού θυμικού μας (που εκ φύσεως και με μεγάλη ένταση αποζητά την ισορροπία και ασφάλεια που του λείπει στο πρωτογενές «δοχείο ζωής») μέχρι και την πιο στυγνή και απροκάλυπτη εμπορευματοποίησή τους.

Όλα αυτά (και πολλά άλλα που ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφερθούν) νομίζω λοιπόν ότι αποδίδουν - έστω και σχηματικά - στην εντόπια μορφή της κρίσης (και πιο συγκεκριμένα εκείνης στην αρχιτεκτονική) ένα απολύτως ειδικό νόημα το οποίο χρήζει ερμηνείας ως προϋπόθεση σκέψεων για πιθανές μελλοντικές αλλαγές που ίσως η ίδια η κρίση μπορεί να προκαλέσει, οδηγώντας την αρχιτεκτονική, είτε προς το χειρότερο, είτε -ίσως- προς το καλύτερο.

(3) Η ανάγκη προετοιμασίας για ουσιαστικές αλλαγές στην εντόπια αρχιτεκτονική, αλλά και στην αντίληψη μας για τον τόπο. Η οικονομία ως βασικό χαρακτηριστικό του τόπου, της οικολογικής προστασίας του και της αρχιτεκτονικής του.

Και δεν πρέπει να μας παραπλανά η σημερινή «παύση εργασιών» του άσπρου (έως κάτασπρου) αλλά και μαύρου (έως κατάμαυρου) δίπολου της εντόπιας «οικοδομικής- αρχιτεκτονικής» δραστηριότητας.

Είναι νομίζω το κενό -η παύση- που παρατηρείται στο κέντρο του κυκλώνα. Αντιθέτως, ας προετοιμαστούμε για μια ιδιόμορφη πιθανή αρχιτεκτονική «επανενεργοποίηση» ακόμη και εν μέσω κρίσεως. Γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν τα «φιλέτα», και καραδοκεί το «Fast-track» και άλλα παρόμοια «ελπιδοφόρα» που μηχανεύονται οι φίλοι, προστάτες και προαγωγοί της αρχιτεκτονικής (διεθνείς και τοπικοί «φορείς», «οργανισμοί», περιφερόμενοι «φιλέλληνες» σύμβουλοι  κ.α.).

Ειδικά η (συλλογική) προετοιμασία στην οποία αναφέρθηκα, ως αντίδοτο στο φόβο, στην απελπισία και απραξία που προκαλεί η κρίση, νομίζω ότι είναι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των μελλούμενων.

Γι΄ αυτό, η δική μας εκδοχή της κρίσης, με την ειδική μορφή που προηγουμένως περιγράφηκε, φέρνει νομίζω νομοτελειακά στο προσκήνιο την ανάγκη ενός ολικού επαναπροσδιορισμού αυτής καθεαυτής της ουσίας της αρχιτεκτονικής. Δηλαδή τι είναι η αρχιτεκτονική, γιατί και για ποιους χρειάζεται να γίνεται εδώ. Και αυτά τουλάχιστον τα βασικά, καλό, είναι (ήδη από χτες) να τεθούν στο κέντρο του ατομικού και συλλογικού προβληματισμού.

Επίσης, η εντόπια κρίση ίσως να μας οδηγήσει και σε έναν επαναπροσδιορισμό αυτής καθεαυτής της έννοιας του Τόπου, της οποίας το νόημα εδώ και χρόνια στρεβλώνεται πραγματικά και εννοιολογικά, τόσο από τους εικονολάτρες εραστές αποκλειστικά των ωραίων βουνών, των θαλασσών, των «αρχαίων» (γενικώς) και της «λαϊκής παράδοσης» του τσαρουχιού και της ρόκας, όσο και από τους (επίσης εικονολάτρες) εραστές αποκλειστικά του διεθνούς εκσυγχρονισμού, που θεωρούν κάθε τι τοπικό ως άτοπο (!)
Απέναντι στις δυο αυτές αντιδιαμετρικές (αλλά και εξίσου παραμορφωτικές και ατελείς) θεωρήσεις της σχέσης με τον τόπο, χρειάζονται νέες, δυναμικές, στηριγμένες σε γερές βάσεις, αντιπροτάσεις, τόσο όσον αφορά τη μεταφυσική, όσο και την πολύ πραγματική υπόσταση του τόπου.

Αντιπροτάσεις κάθετα αντίθετες με την εδραιωμένη αντίληψη (συνεχώς κυρίαρχη από τη μεταπολίτευση και πέρα) που υποβίβασε τον τόπο σε θέαμα και εικόνα αποκλειστικά προς επιχειρηματική αξιοποίηση.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ριζικής αλλαγής νοοτροπίας όσον αφορά τον τόπο ως κοινή και κύρια αξία, σημαντικό θέμα είναι η οικολογική προστασία του από τις καταστροφές που η προηγούμενη αγοραία κατάσταση και η «αρχιτεκτονική» της, του προκάλεσαν.

Η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής με αυτό το στόχο φέρνει νομίζω στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας τον παράγοντα «οικονομία» υπό την ευρεία της έννοια. Οικονομία όχι μόνο όσον αφορά την «παραδοσιόπληκτη» ή «εκσυγχρονιστική» μορφοπλασία, αλλά και μέγιστη οικονομία όσον αφορά τη μη αναστρέψιμη οικοδομική επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον• τέλος, οικονομία στην ανεξέλεγκτη  διαφυγή και απώλεια ενέργειας, κυρίως μέσω αξιοποίησης παθητικών συστημάτων, όπου και πάλι η εντόπια αρχαία και λαϊκή αρχιτεκτονική μας αποτελούν ισχυρά διδακτικά πρότυπα. Και φυσικά αυτή η ειδική σχέση της αρχιτεκτονικής με τον τόπο και την οικολογική του προστασία νοείται αποκαθαρμένη από γνωστές πονηρές παραμορφώσεις. Συγκεκριμένα, εκείνες τις «πρασινόμαυρες» που προσβλέπουν στην κερδοσκοπική αξιοποίηση και αυτής ακόμη της γνήσιας κοινωνικής ανάγκης, μέσω της αναγωγής της σε απλουστευτικό (αλλά και με μεγάλη επιθετικότητα) παραπειστικό σύνθημα της επικαιρότητας.

Σε αυτό το νέο επαναπροσδιορισμό του μεταφυσικού, αλλά και πραγματικού «νοήματος του τόπου» και της αρχιτεκτονικής του,  είναι νομίζω αναγκαία -ιδιαιτέρως εν μέσω κρίσεως- η θεώρηση και εφαρμογή της «οικονομίας» ακόμη και στο απολύτως πρακτικό επίπεδο, δηλαδή εκείνο της πραγματικής εξοικονόμησης κόστους κατασκευής και λειτουργίας. Καθώς αυτό ειδικά το ζήτημα θεωρήθηκε κατά την πρόσφατη -προ κρίσεως- περίοδο (από γνωστούς «κύκλους» οπαδών της «αρχιτεκτονικής ως τέχνης») ως απολύτως δευτερεύον (!).

Είναι λοιπόν ίσως ώρα να θυμηθούμε ότι στον τόπο αυτό η ζωή δεν υπήρξε ποτέ βολική και εύκολη, όπως έχω ξαναγράψει. Οι άνθρωποι εδώ  δημιούργησαν -και δημιούργησαν πολλά- όχι από το πλεόνασμα χρήματος και μέσων, αλλά από το υστέρημά τους. Δεν είχαν δηλαδή να δώσουν παρά ψυχή, μυαλό και εργασία για να επιβιώσουν. Και το έκαναν.

Όπως π.χ. συνέβη κατά τη πρώιμη και ύστερη μοντερνιστική περίοδο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, από το 1920-1930 έως την γενικευμένη πολιτισμική «άνοιξη» του 1960 που διέκοψε βίαια η δικτατορία.
Ήταν τότε που ιστορικά καταξιωμένοι Έλληνες αρχιτέκτονες έκαναν θαύματα υψηλής Τέχνης, με κοινωνική ευαισθησία αλλά και μέγιστη οικονομία. Θαύματα που διατηρούν τη μεγάλη αξία τους μέχρι σήμερα ως ζωντανές (και όχι μουσειακές) δημιουργίες.
Και όλα αυτά έγιναν με απλή αλλά και ευρηματική χρήση του κοινού σοβά, του σκυροδέματος, του ξύλου και του γυαλιού (όλα υλικά του εμπορίου ή της διπλανής μάντρας)• ή με τη χρήση απλών μεταλλικών διατομών και σωλήνων της ελληνικής (!) βιομηχανικής παραγωγής• με απλούστατα συνθετικά και κατασκευαστικά συστήματα για χρήση του κοινωνικού συνόλου και όχι μόνο των ολίγων.

(4) Μια βασική διευκρίνηση και μερικές ακόμη συμπληρωματικές σκέψεις
Να τονιστεί εδώ ότι όσα προηγουμένως αναπτύχθηκαν ως απλές προσωπικές θέσεις, όπως και εκείνες που ακολουθούν και συμπληρώνουν το κείμενο αυτό, κατατίθενται ως συμμετοχή σε ένα συλλογικό προβληματισμό. Εκεί ελπίζω να συναντηθούν με ομόρροπες ή αντίρροπες σκέψεις πολλών άλλων για το μεγάλο κοινό μας πρόβλημα: Να ξαναβρούμε δηλαδή τον εαυτό μας και την αρχιτεκτονική μας μέσα στην λαίλαπα της κρίσης (αλλά και μετά από αυτήν) επαναπροσδιορίζοντας την αιτιώδη σχέση και των δυο τόσο με τον τόπο, όσο και με το διεθνή χώρο.

Δεν πρέπει δηλαδή, ούτε να βυθιστούμε στην εντόπια αρχιτεκτονική μοναδικότητα και μοναξιά μας, αλλά ούτε και να «ανυψωθούμε» ως θαυμαστές-μιμητές της διεθνούς φαντασμαγορικής αρχιτεκτονικής του πανάκριβου θεάματος. Ή με άλλα λόγια, της αρχιτεκτονικής εκδοχής της παγκόσμιας κοινωνικο- οικονομικής «φούσκας» που έφερε την μεγάλη κρίση, (όπου και εμείς άλλωστε δώσαμε το παρόν, π.χ. με την ανάληψη της διενέργειας των Ολυμπιακών Αγώνων  του 2004).
Αντιθέτως προς αυτές τις πρόσφατες διεθνείς και τοπικές αρχιτεκτονικές στρεβλώσεις, η ιστορία έχει δείξει ότι το πλησίασμα της αρχιτεκτονικής στον πραγματικό και όχι εικονικό κοινωνικό χώρο, και η προσαρμογή των διεθνών αρχιτεκτονικών ρευμάτων (την διδακτική αξία των οποίων κανείς φυσικά δεν αρνείται), στις ειδικές συνθήκες κάθε τόπου όπου αυτή πραγματοποιείται, καθώς και στις αιτίες για τις οποίες ο τόπος πραγματικά την χρειάζεται, είναι βασικά και αναγκαία χαρακτηριστικά της ίδιας της φύσης της αρχιτεκτονικής.
Μάλιστα, όπου και όποτε συνέβη αυτό το πλησίασμα και αυτή η προσαρμογή, ποτέ η αρχιτεκτονική δεν έχασε τη δυνατότητα να είναι (όταν της άξιζε) πραγματική Τέχνη και Επιστήμη παγκόσμιας εμβέλειας. Αντιθέτως ενισχύθηκε, αποκτώντας επιπλέον και στέρεο κοινωνικό έρεισμα, αλλά και αντοχή και διάρκεια στο χρόνο.

Κλείνοντας λοιπόν το θέμα μιας πιο οικονομικής αρχιτεκτονικής για τον τόπο, ας ξανατονιστεί ότι αυτή (όταν δεν γίνεται αποκλειστικά από -και για- «θεούς» με μοναδικό σκοπό τη διαιώνιση του εαυτού τους και του είδους τους) δεν χρειάζεται αναγκαστικά υψηλότερο οικονομικό κόστος για να επιτύχει τους βασικούς στόχους της.
- δεν χρειάζεται η αρχιτεκτονική περισσότερο κόστος π.χ. για να βρει τη σωστή της θέση πάνω στην γη, καθώς και τη σχέση της με τις άλλες αρχιτεκτονικές που συγκροτούν την πόλη
- δεν χρειάζεται το ακριβότερο, αλλά το σωστότερο υλικό για να γίνει καλή αρχιτεκτονική
- ούτε χρειάζεται αναγκαστικά περισσότερο κόστος για να αποκτήσει ο αρχιτεκτονικός χώρος ποιότητα. Π.χ. δεν συνεπάγεται περισσότερο κόστος η αξιοποίηση του φωτός και της σκιάς• της διαφάνειας και της αδιαφάνειας• του κενού και του πλήρους• του ρέοντος και οριοθετημένου χώρου. 
Αρκεί να γίνονται όλα  αυτά με  εναίσθηση, έμπνευση και γνώση, σωστή χρήση της καλής αναλογίας, των σωστών μεγεθών και διαστάσεων. Γιατί ειδικά αυτές οι μεγάλες αξίες διατίθενται ελευθέρως και σχεδόν ατελώς. Με προϋπόθεση όμως την απαλλαγή του αρχιτέκτονα από την νεύρωση της συνεχούς πραγμάτωσης «μεγάλων και πρωτότυπων» αισθητικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων.

Αυτά τα απλά, χρήσιμα και διαρκούς (ποιοτικής και όχι οικονομικής) αξίας συνθετικά εργαλεία της αρχιτεκτονικής, (που πρώτοι και καλύτεροι ήξεραν να χρησιμοποιούν οι λαϊκοί μας αρχιτέκτονες) είναι βέβαιο οτι μπορούν να συμβάλλουν και στους σημερινούς, οικονομικά δύσκολους καιρούς,  ώστε, παρά την κρίση, να γεννηθούν και πάλι νέες αρχιτεκτονικές ιδέες. Που να στηρίζονται γερά στη γη (δηλαδή στην πραγματικότητα) και την ίδια ώρα να ελαφροπατούν προς την υπέρβασή της.

Τέλος, ελπίζω ότι η κρίση ίσως επιβάλλει εκ των πραγμάτων οικονομία, πυκνότητα, στερεότητα και ευκρινείς στοχεύσεις, όχι μόνο στην αρχιτεκτονική εφαρμογή, αλλά και στην αρχιτεκτονική σκέψη και τον λόγο για την αρχιτεκτονική.
- Οικονομία λοιπόν στα υπερφίαλα εννοιολογικά και γλωσσοπλαστικά αρχιτεκτονικά γυμνάσματα για ολίγους.
- Οικονομία στις ακατάσχετες περί την αρχιτεκτονική κενολογίες∙ στο πνευματικό «τίποτα» του α-πολιτικού, α-τοπικού, αντικοινωνικού εγωκεντρισμού, του ανέμελου «anything goes» και της αναίτιας λεκτικής και υλικής σπατάλης που ήταν προάγγελοι του σημερινού αδιεξόδου.

(5) Η ανάγκη στοιχειώδους αυτοκριτικής

Κλείνοντας αυτές τις σκέψεις, να αναφερθώ σε παλαιότερο κείμενό μου που (εκτός άλλων) περιελάμβανε, ήδη από τότε, παρατηρήσεις για την αρχιτεκτονική πλευρά της κρίσης. Εκεί  λοιπόν διατύπωνα την εξής πρόταση :
«..ειδικά εν μέσω κρίσεως, ως -προσωρινοί μόνο- «οπισθοδρομικοί πρωτοπόροι» (!) ας συνεχίσουμε από εκεί που η ιστορική εξέλιξη της νεότερης αρχιτεκτονικής των περιόδων '20- '30 και '60 (γερά ριζωμένη στον τόπο, καθώς και στα -τότε- πιο σύγχρονα διεθνή μοντερνιστικά ρεύματα) διεκόπη βιαίως από τη δικτατορία. Αλλά (ανοήτως) και από την μεταπολίτευση, που προτίμησε, αντί γι' αυτή την εξέλιξη, την μίμηση των καταναλωτικών προτύπων του μεταμοντερνισμού, κυρίαρχων έκτοτε στο διεθνές και τοπικό σκηνικό. Αν αυτή η «συνέχεια» είχε αφεθεί να λειτουργήσει, ίσως σήμερα να είχαμε πολύ στερεότερη υποδομή για νέους απρόβλεπτους αρχιτεκτονικούς προσανατολισμούς.
Γι' αυτό, αντί να προσπαθούμε βολικά να αποενοχοποιήσουμε τον (προ-κρίσεως) life-style εαυτό μας, μεταμορφώνοντας τον ως ταχυδακτυλουργοί σε όψιμο ευαγγελιστή της «κοινωνικής αρχιτεκτονικής» και μάλιστα ως «δοχείου ζωής», προτιμότερο είναι να εγκύψουμε με αυτοκριτική διάθεση στα πεπραγμένα μας των προηγούμενων ετών:

- Στα όσα γράψαμε κατά το διάστημα αυτό για την αρχιτεκτονική
- Στο τι, πώς και πού χτίσαμε
- Στο τι διδάξαμε και σε ποια πρότυπα κατευθύναμε τη νέα γενιά
- Στο εάν και πόσο επίμονα υποστηρίξαμε ότι η αρχιτεκτονική είναι (ανάμεσα σε άλλα βασικά) και δημόσια, συλλογική κοινωνική δράση. Στο ότι αναφέρεται στην κοινωνία και κρίνεται από αυτήν ή στο ότι είναι κλειστή προσωπική υπόθεση του αρχιτέκτονα με μοναδικό κριτήριο το «γιατί όχι» και το «μου αρέσει-δεν μου αρέσει» πανάκριβων αισθητικών νευρώσεων και εμμονών του...»

Γιατί κάθε γνήσια αλλαγή -ιδιαιτέρως σε συνθήκες κρίσης- προϋποθέτει την καταβολή και ενός ανάλογου τιμήματος.  Όπως είναι - τουλάχιστον - η βάσανος της ουσιώδους επανεκτίμησης προηγούμενων σκέψεων και πράξεων.
Και όταν συμπληρωθεί ο «αναγκαίος δημιουργικός χρόνος» και η επίπονη ζύμωση με τα πραγματικά προβλήματα του τόπου, τότε ίσως βρούμε δρόμους "καλών καγαθών" νέων αρχιτεκτονικών για το παρόν και το μέλλον του. Τότε που η κρίση μπορεί να είναι πια παρελθόν.

Αρχιτέκτων, Ομότιμος Καθηγητής

Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Αθήνα, 18-11-2011







             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας