10 Αυγούστου 2014

Εμποροβιομηχανική επανάσταση, μετα-βιομηχανική εποχή και ελληνική πραγματικότητα, του Θεμιστοκλή Ξανθόπουλου

Ομιλία του καθηγητή και πρώην πρύτανη του Ε.Μ.Π. κυρίου Θεμιστοκλή Ξανθόπουλου στην ημερίδα του Ι.Ε.Κ.Ε.Μ/ Τ.Ε.Ε., στις 3 Απριλίου 2013, με θέμα:
«Ελληνικές Βιομηχανίες: Υποδομές και Τεχνογνωσία ως Παραγωγικές Δυνατότητες»


Περιεχόμενα 
1. Η εποχή κυριαρχίας του μερκαντιλισμού (16ος έως και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα)
α) Κοινωνικοοικονομική και ηθική ανατροπή
β) Τα στάσιμα ενεργειακά χαρακτηριστικά 

2. Τα δύο πρώτα βήματα της βιομηχανικής επανάστασης δεύτερο μισό 18ου και 19ος     αιώνας)
α) Θετικές επιστήμες, τεχνολογία και οι πρώτες μηχανές και ατμομηχανές
β) Μηχανές εσωτερικής καύσης, αυτοκίνηση και πετρέλαιο

3. Τρίτη βιομηχανική περίοδος και μετάλλαξη στη μετά-βιομηχανική εποχή (20ος αιώνας μέχρι τις μέρες μας)
α) Οι επαναστατικές χρήσεις του ηλεκτρισμού (ηλεκτροδότηση, τηλεπικοινωνίες)
β) Ιμπεριαλιστική απληστία και παγκόσμιοι πόλεμοι
γ) Η μεταβιομηχανική εποχή

4. Η ελληνική περίπτωση
α) Διακεκριμένη παρουσία στο εμπόριο, τα γεωργικά και τα βιοτεχνικά προϊόντα ποιότητας
β) Καθυστερημένη και περιορισμένη εκβιομηχάνιση
γ) Βεβιασμένη αποβιομηχάνιση και μετα-βιομηχανικές ελπίδες

1. Η εποχή κυριαρχίας του μερκαντιλισμού (16ος έως και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα) 

α) Κοινωνικοοικονομική και ηθική ανατροπή

Οι σοφοί του ύστερου ευρωπαϊκού μεσαίωνα, αλλά και οι πληθυσμοί των τριών στεγανών κοινωνικών τάξεων της εποχής εκείνης[1], θεωρούσαν αδιανόητη και την απλή υπόθεση περί επικείμενης ανατροπής της επί εντεκάμισι χιλιετίες (από το 10.000 π.Χ. μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα μ.Χ.) απόλυτης κυριαρχίας της γεωργοκτηνοτροφίας και των μεγαλοϊδιοκτητών γης στο παραγωγικό και το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Κατάπληκτοι λοιπόν, έζησαν τη σταδιακή απώλεια αυτής της πρωτοκαθεδρίας που ξεκίνησε με την ευρωπαϊκή αναγέννηση. Η νέα ιστορική εποχή χαρακτηρίζεται από την σταδιακή εδραίωση της παγκόσμιας κυριαρχίας των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών, που επέβαλαν και τις κοινωνικοοικονομικές αρχές του εμπορικού καπιταλισμού, (16ος, 17ος και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα)[2]. Η πρώτη αυτή μεταμεσαιωνική περίοδος είναι γνωστή ως «μερκαντιλισμός» (εμποροκρατία) από τον αγγλικό όρο «mercantilism»[3].

Το γκρέμισμα όλων των θαλάσσιων συνόρων από τους τολμηρούς και άπληστους εμπόρους δεν άπλωσε μόνο την Ευρωπαϊκή κυριαρχία στους άγνωστους μέχρι τότε νέους κόσμους των ανατολικών Ινδιών, της Αμερικής και της νότιας Αφρικής. Η τάξη των εμπόρων, που ζούσε μέχρι τότε στη σκιά των γαιοκτημόνων του γεωργοκτηνοτροφικού καπιταλισμού και στο περιθώριο των ηθικών κανόνων της ιδεολογικής εξουσίας[4], αναδείχθηκε ικανότερη στα οικονομικά αλλά και στα κοινωνικά δρώμενα από τους γόνους της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Κυριάρχησε στις τοπικές κοσμικές εξουσίες των αστικών κέντρων, επέβαλε νέους διαχειριστικούς κανόνες και προσέγγισε χωρίς μεσάζοντες τους «ελέω θεού» μονάρχες της εποχής.

Σε αντίθεση με τους μαλθακούς γαιοκτήμονες που εισέπρατταν απλώς και εκ του ασφαλούς τα ενοίκια από τη γη τους στα πολυτελή κάστρα τους, οι υπερδραστήριοι έμποροι ανέδειξαν στο έπακρο της αρετές της επιχειρηματικότητας, διότι διακινδύνευαν με θάρρος τα πάντα και μερικές φορές καταστρέφονταν. Συνήθως όμως συσσώρευαν μεγάλα χρηματικά κεφάλαια από τις εσωτερικές και υπερατλαντικές ανταλλακτικές τους δραστηριότητες, προωθούσαν και αξιοποιούσαν την ίδρυση τραπεζών και χρηματιστηρίων[5] και δημιούργησαν μια οικονομικά ισχυρή μεσαία και ανώτερη αστική κοινωνία. Οι μοναρχίες στηρίχθηκαν στην οικονομική ισχύ των εμπόρων. Σε αντάλλαγμα αποδέχθηκαν πλήρως, με την ανοχή της εκκλησίας, τις ηθικά διαβλητές κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα αρχές του πλουτισμού από τις εμπορικές και γενικότερα τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τη συγκέντρωση κεφαλαίου με σκοπό την κερδοφορία, αναβαθμίζοντας την παρουσία και τον ρόλο των εμπόρων στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Η προτεσταντική μεταρρύθμιση είχε μεγάλη απήχηση στην ανερχόμενη αστική τάξη των εμπόρων. Η απεξάρτηση της ατομικής συνείδησης και συμπεριφοράς από τους κανόνες της καθολικής εκκλησίας[6] και την άκριτη υποταγή στην ελέω θεού κεντρική κοσμική εξουσία κατέστησαν τους εμπόρους των πόλεων δυναμικούς υποστηρικτές των αρχών του Λούθηρου και του Καλβίνου[7]. Ο γερμανός καθηγητής της πολιτικής οικονομίας Μαξ Βέμπερ[8], θεωρούμενος σήμερα ως ένας από τους πατέρες της κοινωνιολογίας, αμφισβήτησε την κυρίαρχη μαρξιστική θεμελίωση των δομών και υπερδομών της κοινωνίας στην κατοχή των μέσων και τον έλεγχο των συντελεστών της παραγωγικής διαδικασίας. Ανέδειξε το ρόλο της θρησκείας και της προτεσταντικής ηθικής ως γενεσιουργό αιτία της δυτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και παγκόσμιας κυριαρχίας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο δόγμα του Καλβίνου περί προκαθορισμού: οι πιστοί ως μόνοι υπόλογοι, χωρίς εκκλησιαστικούς ενδιάμεσους, στη σχέση τους με το θεό αγωνίζονται συνεχώς για να τιμήσουν, ο καθένας χωριστά, την απόφασή του να τους περιλάβει στους εκλεκτούς του.

Οι προτεστάντες δημιούργησαν επομένως κατά τον Βέμπερ έναν ισχυρό αξιακό κώδικα στην καθημερινή ζωή τους κατά τις πηγαίες χριστιανικές αρετές, ο οποίος όχι μόνο δίνει έμφαση στη σκληρή δουλειά, τον λιτό και ταπεινό βίο, αλλά απογειώνει την παραγωγικότητα, επιβάλλει τη συστηματική αποταμίευση και διευκολύνει τη συσσώρευση και την περαιτέρω επένδυση του πλούτου. Το ιστορικό γεγονός της ακραίας ρατσιστικής αντιμετώπισης των πληθυσμών των νέων χωρών από τους εμπόρους και τα μαζικά εγκλήματα που διεπράχθησαν από την Ευρώπη του μερκαντιλισμού με αποκορύφωμα το δουλεμπόριο, ανατρέπουν βέβαια το ηθικό σκέλος του αξιακού κώδικα του προτεσταντικού δόγματος.

β) Τα στάσιμα ενεργειακά χαρακτηριστικά

Από τα χρόνια του γυμνασίου διδαχτήκαμε ότι η «ορμή» ενός κινούμενου σώματος ισούται με το γινόμενο της μάζας του επί την ταχύτητά του, ενώ η «ενέργεια» που διοχετεύτηκε στο σώμα αυτό για να κινηθεί είναι ανάλογη της μάζας του επί το τετράγωνο της ταχύτητας που απέκτησε[9]. Το δε μέγεθος της καταστροφής σε περίπτωση σύγκρουσης δύο τέτοιων κινουμένων σωμάτων ή πρόσκρουσής τους σε άκαμπτο εμπόδιο είναι ευθέως ανάλογο της ενέργειας που έχουν συσσωρεύσει.

Η εξέλιξη της ορμής και της ενέργειας της ανθρωπότητας και των διεσπαρμένων υποσυνόλων της από τη βαθειά προϊστορία μέχρι σήμερα αυξάνονται επομένως ομαλά, δηλαδή «γραμμικά» με την αύξηση των πληθυσμών, εκτινάσσονται όμως απότομα, δηλαδή «αυξάνονται στο τετράγωνο», όταν μεγαλώνουν οι στοχευμένες «ταχύτητες πορείας»[10] αυτών των πληθυσμών και γενικότερα των ανθρωπογενών μας δραστηριοτήτων. Στο ξεκίνημα της γεωργοκτηνοτροφίας, περί το 10.000 π.Χ., ο πλανήτης γη εκτιμάται ότι φιλοξενούσε μόλις 4 εκατομμύρια ανθρώπους και οι δυνατότητες μετακινήσεων ή τοπικών δράσεων αυτών των ολιγάριθμων προϊστορικών προγόνων μας και των προϊόντων τους ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Η τότε ανθρωπότητα διέθετε επομένως μικρές «μάζες» και κυρίως ασήμαντες «ταχύτητες», δηλαδή ελάχιστη ορμή και πολύ μικρές ποσότητες ενέργειας.

Περί το 1500 μ.Χ., ο μερκαντιλισμός αρχίζει να εντοπίζει όπως είδαμε από την πρώτη οικονομική και κοινωνική θέση τη γεωργοκτηνοτροφία στον ευρωπαϊκό χώρο, οι θαλασσοπόροι του οποίου επεκτείνουν τη νέα εμπορική τάξη πραγμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Την εποχή εκείνη ο ανθρώπινος πληθυσμός, αυτή η ζώσα μάζα του είδους μας, είχε ήδη υπερεκατονταπλασιαστεί, φτάνοντας, κατά τους ιστορικούς, τα 425 εκατομμύρια. Οι ενεργειακές μας επιδόσεις παρέμεναν όμως περιορισμένες, ακόμα και μετά το τέλος του Ευρωπαϊκού μεσαίωνα. Οι μεγάλες μηχανές δεν είχαν μπει ακόμα στη ζωή μας, οι σημαντικές χερσαίες μεταφορές παρέμεναν ζωοκίνητες και οι θαλάσσιες επικοινωνίες μόλις άρχιζαν να ξεπερνούν τις δυσκολίες των πολυήμερων ταξιδιών στο ανοιχτό πέλαγος. Η παραγωγή αγαθών στηριζόταν ακόμα στη μυϊκή δύναμη και η διάρκεια ενός θαλάσσιου ταξιδιού στην κεντρική ζώνη της Μεσογείου, διέφερε βέβαια ανάλογα με την εποχή, τα πλοία και τα δρομολόγια δεν είχαν όμως ξεπεράσει σημαντικά τις επιδόσεις των αρχαίων και των μεσαιωνικών χρόνων[11].

Όπως σωστά επισημαίνουν μηχανικοί και οικονομολόγοι, το κύριο εμπόδιο της αναπτυξιακής έκρηξης ήταν ενεργειακό και παρέμενε πρακτικά αμετακίνητο και κατά την περίοδο του εμπορικού καπιταλισμού. Η συμβολή των μηχανών στην παραγωγή περιοριζόταν ακόμα στους μεσαιωνικούς ανεμόμυλους και υδρόμυλους, οι θαλάσσιες μεταφορές παρέμεναν ανεμοκίνητες και το δε ιππήλατο ταχυδρομείο από την Αμβέρσα για το Άμστερνταμ, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, χρειαζόταν από τρεις ως εννιά μέρες και για το Γκντανσκ από είκοσι ως τριάντα πέντε μέρες[12]. Η ορμή και οι ενεργειακές δυνατότητες του homo sapiens είχαν μεν πολλαπλασιαστεί «γραμμικά» από την αύξηση της ανθρώπινης μάζας και των εξημερωμένων ζώων, παρέμεναν όμως ακόμα «μυοκίνητες», τόσο οι παραγωγικές διαδικασίες όσο και οι πάσης φύσεως επίγειες μεταφορές. Οι ενεργειακές συμβολές των μηχανών στη μαζική παραγωγική διαδικασία και τις μεγάλες ταχύτητες μετακινήσεων πολυάριθμων και οργανωμένων ομάδων ανθρώπων και μεγάλων πλεονασμάτων προϊόντων, ήταν ακόμα στο επίπεδο της επιστημονικής φαντασίας.

2. Τα δύο πρώτα βήματα της βιομηχανικής επανάστασης (δεύτερο μισό 18ου και 19ος αιώνας)

α) Θετικές επιστήμες, τεχνολογία και οι πρώτες μηχανές και ατμομηχανές

Το δεύτερο και βαθύτερο πλήγμα κατά της, ταπεινωμένης ήδη από τους εμπόρους φεουδαρχικής αριστοκρατίας προήλθε από τη βιομηχανική επανάσταση, ένα προϊόν της περιφρονημένης από τους παλαιούς άρχοντες συστηματικής ενασχόλησης των αστών και εργατοβιοτεχνών με τις μηχανικές ιδιότητες και δυνατότητες της άψυχης ύλης. Πράγματι, τον 16ο και 17ο αιώνα η εκπαίδευση των κοινών θνητών, που ξεκίνησε από τη μαθητεία στις συντεχνίες, μετεξελίχθηκε σε συστηματικές «θετικές» σπουδές, πολύ χρησιμότερες στην παραγωγική διαδικασία από την υποτιθέμενη εμβάθυνση των αριστοκρατών στη φιλοσοφία, τη θεολογία, τα λατινικά και τη λογοτεχνία. Για πρώτη φορά μετά την κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγινε συμφέρουσα, από τεχνικοοικονομική άποψη, η κατασκευή ολοκληρωμένων εθνικών οδικών και υδάτινων συγκοινωνιακών δικτύων και μεγάλων εγγειοβελτιωτικών έργων που αναβάθμισαν την εσωτερική παραγωγή και διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών στην ευρύτερη εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα.

Παράλληλα, η πρόοδος των θετικών επιστημών και της τεχνολογίας[13] επέτρεψε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στη Μεγάλη Βρετανία[14], κυρίαρχη τότε εμπορική και αποικιοκρατική δύναμη της Ευρώπης, τον σταδιακό πολλαπλασιασμό της απόδοσης στην παραγωγική διαδικασία μέσω της εφεύρεσης των πρώτων σύνθετων μηχανών κατασκευής προϊόντων, κατ’ αρχήν υφαντουργικών[15]. Στο κρίσιμο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό ερώτημα γιατί η βιομηχανική επανάσταση ξεκίνησε στη Μεγάλη Βρετανία και όχι στη Γαλλία, που υπερείχε τότε σαφώς από πληθυσμιακή και γεωγραφική άποψη χωρίς να υστερεί στην ανάπτυξη των επιστημών, η κυρίαρχη άποψη του Χόμπσμπαουμ[16], ιδιαίτερα διδακτική και για το αγωνιώδες σημερινό ζητούμενο της δημιουργίας ενδογενούς ανάπτυξης, συνοψίζεται ως εξής: η Μεγάλη Βρετανία είχε το προβάδισμα έναντι της τότε Γαλλίας σε οικονομική σταθερότητα, πολιτική αντιπροσώπευση, κυριαρχία στις νέες αναδυόμενες οικονομίες, προσφορά εργασίας και κινητικότητα εργαζομένων, διαθεσιμότητα κεφαλαίων από τις τράπεζες με περιορισμένο κόστος, μαζική διάδοση της εκπαίδευσης, θρησκευτική ανοχή και κοινωνική δυναμική.

Οι κάτοχοι των συσσωρευμένων από το εμπόριο κεφαλαίων[17] ανακάλυψαν σύντομα τα οφέλη αυτής της μεγαλύτερης, αλλά και πολύ παραγωγικότερης επένδυσης στις μηχανές. Συνεργάστηκαν στενά με τους εφευρέτες τους και χρηματοδότησαν την κατασκευή και αξιοποίηση πολλών επαναστατικών νέων εργαλείων. Τα παρήγαγαν μαζικά, τα στέγασαν στα «εργοστάσια», έγιναν βιομήχανοι και προσέλαβαν με μισθούς εξαθλίωσης και εξοντωτικά ωράρια το αναγκαίο εργατικό δυναμικό. Την κύρια δεξαμενή αυτού του ανθρώπινου δυναμικού αποτέλεσαν οι φτωχοί αγρότες. Έχασαν βίαια τη γη που καλλιεργούσαν επί γενεές και αναγκάστηκαν να στοιβαχτούν στα υπόγεια των πόλεων όταν, με εντολή της Βρετανικής κυβέρνησης, περιφράχθηκαν οι κοινοτικές εκτάσεις για να πωληθούν στην άρχουσα τάξη των «ευγενών» κάθε περιοχής. Πρόκειται για το πρώτο ισχυρό και ωμό πλήγμα εναντίον της κοινόχρηστης δημόσιας περιουσίας και της κοινωνικής μέριμνας στον αγροτικό τομέα κατά τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία[18]. Δευτερεύουσα δεξαμενή εργοστασιακού δυναμικού δημιούργησαν οι τεχνίτες από τους οποίους εξαγοράστηκε η κυριότητα των μικρών τους μέσων παραγωγής, όπως η οικιακή υφαντουργία, με το δέλεαρ της σίγουρης δουλειάς. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και ανήλικα παιδιά[19] για να μειωθεί περαιτέρω το κόστος παραγωγής.

Έχοντας λοιπόν ένα μεγάλο συγκριτικό οικονομικό και επιχειρησιακό πλεονέκτημα έναντι της αμιγώς εμπορικής δραστηριότητας, τη δική τους παραγωγή των προϊόντων που πουλούσαν οι ίδιοι στις αγορές και μάλιστα με πολύ μικρότερο κατασκευαστικό κόστος, πολλοί Βρετανοί έμποροι έγιναν και βιομήχανοι, επιβλήθηκαν δε γρήγορα ως η νέα κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη. Στο τέλος του 18ου αιώνα η βιομηχανία ενισχύθηκε αποφασιστικά από τις ατμομηχανές παραγωγής ενέργειας για την κίνηση των άλλων εργοστασιακών μηχανών. Ολοκληρώνοντας τις τεχνολογικές καινοτομίες των προηγούμενων δεκαετιών, ο ταλαντούχος σκωτσέζος μηχανικός Τζέιμς Βατ[20] εμπνεύστηκε από την αρχαία εφεύρεση του Ήρωνα και βελτίωσε την «ατμοσφαιρική» ατμομηχανή του σπουδαίου Γάλλου εφευρέτη Παπέν[21] εισάγοντας ένα χωριστό συμπυκνωτή ατμού και επιτυγχάνοντας περιστροφική κίνηση με αρθρωτό παραλληλόγραμμο. Κατοχύρωσε το 1769 την ευρεσιτεχνία της πρώτης ατμομηχανής του και ακολούθησαν οι ευρύτατες εφαρμογές της από το 1776 και μετά.

Ο βιομηχανικός καπιταλισμός άνθησε και υπερίσχυσε σταδιακά αλλά σταθερά τόσο του εμπορικού καπιταλισμού, όσο και της βιοτεχνικής παραγωγής, την οποία και περιθωριοποίησε. Ξεκινώντας από τη Βρετανία του 18ου αιώνα, εξαπλώθηκε με κάποια καθυστέρηση στην ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά κατά τον 19ο αιώνα, με τη βοήθεια της τεχνολογικής επανάστασης, απέκτησε εκρηκτικές διαστάσεις και βαφτίστηκε λίγο αργότερα «βιομηχανική επανάσταση»[22]. Τα εργοστάσια άρχισαν να κατακλύζουν τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία, πολλαπλασιάστηκαν τα ορυχεία για την παραγωγή του άνθρακα, βασικού καυσίμου αυτής της πρώτης βιομηχανικής περιόδου και του σιδηρομεταλλεύματος, πρώτης ύλης για την κατασκευή του χάλυβα των νέων μηχανών. Η εκβιομηχάνιση καθυστέρησε στις χώρες με αντιδραστικότερο στις εξελίξεις γεωργοκτηνοτροφικό καπιταλισμό, όπως Ισπανία, Αυστρία, Ιταλία, Ρωσία και τα περισσότερα από τα άλλα μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη. Όπως είναι φυσικό οι κρατικές οντότητες που δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα, όπως η Ελλάδα, απείχαν από την πρώτη αυτή φάση της βιομηχανικής επανάστασης.

Οι βιομηχανίες πολλαπλασίαζαν τα είδη και τις ποικιλίες των προϊόντων τους με κίνητρο τη ζήτησή τους από το καταναλωτικό κοινό. Παρήγαγαν επομένως «αγαθά» με γνώμονα τις ανταλλακτικές τους αξίες, οι χρηστικές αξίες περνούσαν σε δεύτερη μοίρα και οι προσωπικές οικονομικές σχέσεις παραγωγού-καταναλωτή αντικαταστάθηκαν από τις έμμεσες επικοινωνίες μέσω μιας απρόσωπης αγοράς. Για τους βιομηχανικούς εργάτες όλου του κόσμου ίσχυε ο «σιδηρούς νόμος των ημερομισθίων» του Ρικάρντο, δηλαδή αντιμετωπίζονταν ως οικονομικές μηχανές που δικαιούνται μόνον την κάλυψη της οριακής τους επιβίωσης υπό συνθήκες ανέχειας έως και αθλιότητας. Αναγκάστηκαν επομένως να οργανώσουν τους αγώνες τους και σε υπερεθνικό επίπεδο. Η διάδοση της ατμομηχανής γέννησε επομένως όχι μόνο τον βιομηχανικό κόσμο, αλλά και τη «Διεθνή των Εργατών».


β) Μηχανές εσωτερικής καύσης, αυτοκίνηση και πετρέλαιο

Οι χερσαίες μεταφορές γνώρισαν μια ανάλογη αναπτυξιακή έκρηξη με την εφεύρεση της σιδηροδρομικής ατμομηχανής με καύσιμο τον άνθρακα[23] και τη δημιουργία εκτεταμένου δικτύου σιδηροδρόμων, που σηματοδότησε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα το δεύτερο μεγάλο βήμα της βιομηχανικής επανάστασης. Ανάλογο άλμα γνώρισαν και οι θαλάσσιες μεταφορές, με την κατασκευή ατμόπλοιων μεγάλης χωρητικότητας. Ακολούθησε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η εφεύρεση και οι ευρύτατες εφαρμογές των μηχανών εσωτερικής καύσης[24] που ολοκλήρωσαν τεχνολογικά αυτό το δεύτερο βιομηχανικό βήμα διότι επιβλήθηκε και η αυτοκίνηση με ενεργειακό καύσιμο το πετρέλαιο[25] και τα εύχρηστα παράγωγά του. Βελτιώθηκαν συνακόλουθα οι μη σιδηροδρομικές συγκοινωνιακές υποδομές της νέας αυτής κινητικής δυνατότητας και άρχισαν να πολλαπλασιάζονται τα μήκη και οι χωρητικότητες των αστικών και υπεραστικών οδικών δικτύων που συνεχίζουν την επέκτασή τους μέχρι τις μέρες μας.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα ξεκίνησε και η δημογραφική επανάσταση, μια έκρηξη του ευρωπαϊκού πληθυσμού, οφειλόμενη στη μεγάλη μείωση των ποσοστών της παιδικής κυρίως θνησιμότητας[26]. Οι κάτοικοι της Ευρώπης, από 180 εκατομμύρια την εποχή της γαλλικής επανάστασης ξεπέρασαν τα 300 εκατομμύρια το 1870 και τα 450 στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου[27]. Σ΄ αυτούς πρέπει να προστεθούν και τα 40 εκατομμύρια των Ευρωπαίων μεταναστών[28], από το 1820 έως το 1914, κυρίως προς τις Η.Π.Α. Επομένως, τον 19ο αιώνα ο ευρωπαϊκός πληθυσμός σχεδόν τριπλασιάζεται, με πρωταθλητή στην αύξηση των γεννήσεων τη Γερμανία και αιχμή της δημογραφικής αύξησης τις νέες βιομηχανικές περιοχές και γενικότερα τα αστικά κέντρα, λόγω και της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης από τις αγροτικές περιοχές. Τα αστικά μεγέθη αυξάνονται θεαματικά, π.χ. στις αρχές του 19ου αιώνα, 46 μόνο πόλεις είχαν πληθυσμό πάνω από 50.000 κατοίκους, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα περί τις 180 πόλεις είχαν πάνω από 100.000 κατοίκους. Είχαν δε δημιουργηθεί και οι μεγαλουπόλεις με πάνω από 2.000.000. κατοίκους, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο και το Βερολίνο[29].

Οι κοινωνικές δομές ανασυγκροτήθηκαν σε τρεις κύριες και διακεκριμένες τάξεις: τους ελέγχοντες τα παραγωγικά και μη κεφάλαια εμποροβιομηχάνους και γαιοκτήμονες, την ενδιάμεση μικρομεσαία αστική τάξη, δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων ενός καλού μορφωτικού επιπέδου, επιστημόνων και μη, που κάλυπταν όπως και σήμερα τις δημόσιες λειτουργίες των κοσμικών εξουσιών, τις υπηρεσίες υγείας, παιδείας, κλπ. και την τρίτη, πολυάριθμη όπως πάντα εργατική τάξη, με νέα όμως ισχυρή συνιστώσα της τους βιομηχανικούς εργάτες. Η τρίτη τάξη προσπαθούσε να επιβιώσει πουλώντας την εργασία της ως εμπόρευμα ενώ η ενδιάμεση τάξη, που αναπτυσσόταν σταθερά στη διεπιφάνεια των άλλων δύο, επιχειρούσε να ανέλθει στην πρώτη τάξη ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει ένα καλό βιοτικό επίπεδο, απαλλαγμένο από τους άμεσους κινδύνους των διακυμάνσεων της αγοράς που έπλητταν κυρίως το εργατικό δυναμικό του ιδιωτικού τομέα.

3. Τρίτη βιομηχανική περίοδος και μετάλλαξη στη μετα-βιομηχανική εποχή (20ος αιώνας μέχρι τις μέρες μας) 

α) Οι επαναστατικές χρήσεις του ηλεκτρισμού (ηλεκτροδότηση, τηλεπικοινωνίες)

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ολοκληρώθηκε, όπως είδαμε, το δεύτερο μεγάλο βήμα της βιομηχανικής επανάστασης με την ευρύτατη διάδοση των μηχανών εσωτερικής καύσης και της αυτοκίνησης. Το τρίτο βιομηχανικό βήμα στηρίχθηκε στην ενεργειακή χρήση του ηλεκτρισμού[30], που πολλαπλασίασε τη χρήση του πετρελαίου, ανέδειξε τα προσόντα και τις μεγάλες δυνατότητες της υδροηλεκτρικής ενέργειας και σφράγισε το τέλος του 19ου αιώνα με τις εκτεταμένες ηλεκτροδοτήσεις στις αναπτυγμένες χώρες. Χάρη στον ηλεκτρισμό, πραγματοποιήθηκε και η επανάσταση στις επικοινωνίες, με πρωτοπόρους τους Αμερικανούς Μορς[31] -αποστολή και λήψη ηλεκτρικών παλμών με κωδική γλώσσα του ίδιου, 1838 -και Μπελ[32] -ενσύρματο τηλέφωνο, 1876- τον Ιταλό Μαρκόνι[33] -ασύρματη τηλεγραφική επικοινωνία, 1897- και άλλους.

Με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα οι βιομηχανικές χώρες στήριξαν και διέδιδαν κατά προτεραιότητα τις μηχανοκίνητες επίγειες και θαλάσσιες συγκοινωνίες, την ευρεία χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας, την ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών και την ποιοτική αναβάθμιση, αναδιάρθρωση και ενίσχυση των άλλων δημόσιων υλικοτεχνικών υποδομών, με έμφαση στους πολεμικούς εξοπλισμούς. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής πρωταγωνιστούσαν σε αυτή την έκρηξη της μηχανικής ορμής και ενέργειας του ανθρώπινου δυναμικού τους. Οι πολιτικές και εμποροβιομηχανικές ηγεσίες εκτονώθηκαν εξάγοντας ένα μέρος στην αποικιοκρατική επέκταση, αλλά διαφοροποιήθηκαν στην εσωτερική δυναμική τους. Στις πλούσιες και αχανείς Η.Π.Α. η αναπτυξιακή έκρηξη ήταν κυρίως ενδογενής, αξιοποιήθηκαν οι συγκριτικά φθηνότεροι και ανεξάντλητοι δικοί τους πόροι στις εσωτερικές αγορές[34]. Στην Ευρώπη όμως οι μεγάλες δυνάμεις άρχισαν να ασφυκτιούν από αλαζονεία και επεκτατική επιθετικότητα μέσα στα καθορισμένα, από τον 19ο αιώνα, εθνικά τους σύνορα.

β) Ιμπεριαλιστική απληστία και παγκόσμιοι πόλεμοι

Η αυγή του 20ου αιώνα βρίσκει επίσης απαλλαγμένες από τη θρησκευτική επικυριαρχία και σταθεροποιημένες στην Ευρώπη[35] τις αστικές δημοκρατίες, είχαν δηλαδή παγιωθεί οι τυπικές τουλάχιστον μεταβιβάσεις των κοσμικών εξουσιών από τους ελέω θεού μονάρχες και το φεουδαρχικό τους περιβάλλον στους πολιτικούς ηγέτες της έμμεσης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τα μεγάλα βιομηχανικά κράτη αλλά και πολλές μικρότερες νεοσύστατες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας κυβερνώνται από την κοσμική δομή που εφαρμοζόταν ήδη στη Βρετανία, επικράτησε δε τελικά και στην ηπειρωτική Ευρώπη μετά τη γαλλική επανάσταση: κοινοβούλια αντιπροσώπων των πολιτών με δικαίωμα ψήφου, πολιτικές δυνάμεις συγκροτημένες σε κόμματα. Συμμετέχοντας λοιπόν νόμιμα στις εκλογικές αναμετρήσεις, τα πολιτικά κόμματα, μέσω των ηγεσιών τους, διορίζουν κατά πλειοψηφία τις κυβερνήσεις των χωρών τους και ασκούν τις κοσμικές εξουσίες, υπό την προεδρία ενός «ανώτατου άρχοντος», βασιλέα ή συνηθέστερα, αιρετού «προέδρου της δημοκρατίας»[36].

Ο 20ος αιώνας ξεκίνησε ως εποχή κορύφωσης της αντίφασης μεταξύ κοινωνικής αναλγησίας[37] αφ’ ενός και απογείωσης των «δυτικών» τεχνολογικών επιτευγμάτων, ευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών, αφ’ ετέρου. Η μέσω αυτών των επιτευγμάτων θεαματική ανάπτυξη του σκέλους των πολεμικών εξοπλισμών εξέθρεψε μια συνεχώς διευρυνόμενη βουλιμία παγκοσμιοποίησης των κατακτήσεων και όπλισε επικίνδυνα τις οξυμένες ήδη συγκρούσεις των συμφερόντων. Η απληστία και η αλαζονεία της δυτικής κυριαρχικής έκρηξης, εκτροχίασαν από τη γραμμή των διπλωματικών ισορροπιών τρόμου τον γερμανικό ιμπεριαλισμό[38] και στιγμάτισαν ανεξίτηλα το πρώτο μισό του αιώνα με δύο παγκοσμίους πολέμους. Καταρρίφθηκε «θεαματικά» το εγκληματικό ρεκόρ των μεγαλύτερων αιματοχυσιών και καταστροφών στην ανθρώπινη ιστορία, τα θύματα των άγριων πολεμικών αλληλοεξοντώσεων ξεπέρασαν τα 120 εκατομμύρια, κυρίως νέων ανθρώπων.

γ) Η μεταβιομηχανική εποχή

Μετά τη δεκαετία του ’70, η παλιννόστηση του laissez-faire της κλασικής οικονομικής θεωρίας υπό τον νεοφιλελεύθερο μανδύα, επέβαλε την γιγάντωση των μεγεθών και των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του άυλου υποσυνόλου των μη παραγωγικών κεφαλαίων της αγοράς. Η δομική μετάλλαξη της κερδοσκοπικής αυτής συνιστώσας σε πανίσχυρη δύναμη κρούσης γέννησε τον μετα-καπιταλισμό και τη νέα μετα-βιομηχανική εποχή. Η εξέλιξη αυτή κωδικοποιείται ως σύντηξη μιας θεσμικής και μιας τεχνικής δυναμικής. Η απεμπόληση ενός μείζονος υπαρξιακού καθήκοντος από τις πολιτικές εξουσίες, δηλαδή η κατάργηση των κανόνων προστασίας των κρατών και των κοινωνιών τους από την απληστία των αγορών, ενώνεται και δρα από κοινού με την ανεμπόδιστη κατάχρηση των νέων τεχνολογιών στην πληροφορική και τις επικοινωνίες. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία και ενεργοποίηση νέων υπερδομών ανεξέλεγκτων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, ισοδύναμων σε ισχύ και πλανητική εμβέλεια με τα υπερόπλα των υπερδυνάμεων για τον «πόλεμο των άστρων».

Ο παραδοσιακός εμποροβιομηχανικός καπιταλισμός έχει, όπως είδαμε και στα τρία μεγάλα βήματά του, μια διαχρονική «προτεσταντική» ιδεολογική βάση. Με την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών δίνει αξία στην εργασία, την ατομική προσπάθεια και ευθύνη, τη δημιουργικότητα, τον εφευρέτη, τον επιχειρηματία. Οφείλει επομένως πάντα να ρυθμίζεται, να εξανθρωπίζεται, να κοινωνικοποιείται, διότι υποτίθεται ότι πηγάζει από έναν κώδικα σχετικό με την ανθρώπινη ελευθερία, βούληση και υπευθυνότητα, οι δε εκτροπές του από αυτές τις αρχές τον καθιστούν αντικειμενικά ανήθικο. Η νέα μετα-βιομηχανική εποχή κυριαρχείται από τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, ένα γιγαντιαίο παράσιτο αυτής της ιδεολογικής βάσης, που απομυζά τον πρωταγωνιστικό ρόλο της παραγωγικής επένδυσης από τον επιχειρηματία και τον μεταγγίζει στον κεφαλαιούχο-κερδοσκόπο. Το πνεύμα και οι χυμοί της επιχειρηματικότητας έχουν αντικατασταθεί με τον τζίρο και το χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα εύκολο κέρδος.

Χτίστηκε επομένως ο επικυρίαρχος παγκόσμιος μετα-καπιταλισμός της άυλης, μη παραγωγικής σε αγαθά και θέσεις εργασίας και χωρίς κανόνες ή ουσιαστικούς περιορισμούς χρηματιστηριακής εκμετάλλευσης, όχι μόνο εμποροβιομηχανικών προϊόντων αλλά και πάσης φύσεως υπηρεσιών, πρώτων υλών και ενεργειακών πόρων. Τα ασύδοτα και αμιγώς κερδοσκοπικά διεθνή κεφάλαια γιγαντώθηκαν ποσοτικά σε βάρος των επενδύσεων και της απασχόλησης στον βιομηχανικό και γενικότερα τον μεταποιητικό τομέα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας: το 1979, πριν από τη Θατσερική αποβιομηχάνιση, οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση ξεπερνούσαν τα επτά εκατομμύρια. Σήμερα έχουν συρρικνωθεί στα 2.5 εκατομμύρια, με δραματικές επιπτώσεις στον παραγωγικό ιστό και της χώρας. Η διακεκριμένη παγκόσμια θέση πολλών προϊόντων της βρετανικής τεχνολογίας αποτελεί σήμερα νοσταλγικό εθνικό παρελθόν. Απαξιώθηκε η εργατική τάξη και η εκτόξευση της συνολικής ανεργίας των νέων μεταξύ 18 και 25 ετών ξεπερνάει το 20%.

Οι θεσμικά αποδυναμωμένες -λόγω της δικής τους νεοφιλελεύθερης επιλογής και της δικής μας ανοχής ή και νομιμοποίησης με την ψήφο μας- πολιτικές ηγεσίες των ισχυρών οικονομιών, επειδή διαπιστώνουν την αλλαγή συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ του παγκόσμιου μετα-καπιταλισμού και με το δέλεαρ ότι ευνοούνται από την έλλειψη εξαγωγικών περιορισμών στην παραγωγική και κεφαλαιακή υπεροχή τους, πειθαναγκάζονται να ευθυγραμμιστούν με τις οδηγίες του νέου επικυρίαρχου. Οι εδρεύουσες στις χώρες αυτές πολυεθνικές εμποροβιομηχανικές εταιρείες επιχειρούν με συγχωνεύσεις και μετεγκαταστάσεις σε περιοχές φτηνού εργατικού δυναμικού να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, αδιαφορώντας πλήρως για τις επιπτώσεις στις ίδιες τις κοινωνίες τους από αυτές τις μετακινήσεις αλλά και από την πτώση της ποιότητας των προϊόντων που παράγουν. Οριακά μόνον αντιστέκονται ακόμα ορισμένα, συνήθως απολυταρχικά, καθεστώτα, με πλούσιους φυσικούς πόρους, παράδοση κοινωνικής πειθαρχίας, ατομικής εγκράτειας και φθηνό ανθρώπινο παραγωγικό δυναμικό.

4. Η ελληνική περίπτωση

α) Διακεκριμένη παρουσία στο εμπόριο, τα γεωργικά και τα βιοτεχνικά προϊόντα ποιότητας

Κατά τους δυόμιση αιώνες της εμποροκρατίας (16ος έως και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα), η υποδουλωμένη στην οθωμανική αυτοκρατορία ελληνική εθνότητα[39] συμμετείχε ενεργά στη διακίνηση αγαθών τόσο μέσω του θαλάσσιου χώρου της Μεσογείου όσο και διά ξηράς, από και προς την κεντρική Ευρώπη. Το εμπορικό ισοζύγιο αυτής της επιχειρηματικότητας ήταν ισοσκελισμένο διότι ανθούσε η εγχώρια παραγωγή περιζήτητων από τις ευρωπαϊκές αγορές γεωργικών προϊόντων (λάδι, κρασί, βότανα κλπ) και βιοτεχνικών δημιουργημάτων (κεντητά υφάσματα, ασημικά, κλπ). Οι κάτοικοι πολλών κοινοτήτων είχαν συγκροτήσει μικτές ομάδες που είχαν τα κύρια χαρακτηριστικά των κοινωνικών επιχειρήσεων παραγωγικού σκοπού. Συμμετείχαν γεωργοί, βιοτέχνες, μεταφορείς, έμποροι αλλά και πρόσθετοι ένοπλοι φρουροί για την υποστήριξη αυτής της δύσκολης και αμφίδρομης πορείας από τον παραγωγό στον τελικό παραλήπτη. Η διακεκριμένη ελληνική παρουσία στο εμπόριο, τα γεωργικά και τα βιοτεχνικά προϊόντα ποιότητας συνεχίστηκε μέχρι το ξεκίνημα της επανάστασης, σημειώνοντας μάλιστα αυξητικούς ρυθμούς και ενίσχυσε αποφασιστικά τον ένοπλο αγώνα τόσο στα εσωτερικά μέτωπα όσο και στις επαφές με τις τότε μεγάλες δυνάμεις.

Η συγκρότηση και λειτουργία μέχρι το 1912 ενός μικρού σε έκταση ελληνικού κράτους, με ανύπαρκτες υποδομές και χωρίς παράδοση στο βιομηχανικό γίγνεσθαι, περιόριζε τις δυνατότητες αναβάθμισης των παραδοσιακών μικρών βιοτεχνιών σε βιομηχανικές μονάδες. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έγινε ένα πρώτο δειλό βήμα, με την ίδρυση κάποιων δεκάδων μικρών βιομηχανικών μονάδων, με εξαίρεση τις μεγάλης κλίμακας μεταλλευτικές δραστηριότητες στη Λαυρεωτική[40]. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) η Ελλάδα είχε ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εδαφών της εθνότητάς της. Οι τεχνολογίες του 20ου αιώνα δημιούργησαν αυξημένες ανάγκες σε βιομηχανικά πλέον προϊόντα, το κόστος εισαγωγής των οποίων από το εξωτερικό δεν μπορούσαν πλέον να καλύψουν οι γεωργικές και βιοτεχνικές μας εξαγωγές. Παρά τη μεγάλη αύξηση της εγχώριας ζήτησης, οι επενδύσεις στη βιομηχανία παρέμεναν όμως εξαιρετικά περιορισμένες, η εμποροκρατία συνεχιζόταν απτόητη.

Διατηρήθηκαν όμως σε αντιστάθμισμα οι δεξιοτεχνίες και η εφευρετικότητα των «μαϊστόρων» σε όλους τους άλλους κλάδους της μεταποίησης. Παρά την απουσία της βιομηχανίας, ο δευτερογενής τομέας της παραγωγής κάλυπτε πλήρως τις λιτές ανάγκες της στέγασης, της ένδυσης, του οικιακού αλλά και του γεωργοκτηνοτροφικού εξοπλισμού, των αστικών και υπεραστικών κυκλοφοριακών δικτύων και των εγγειοβελτιωτικών υποδομών όλου του πληθυσμού της τότε ελληνικής επικράτειας. Στον δε χώρο της οικοδομής οι Έλληνες τεχνίτες κατασκεύασαν τα εντυπωσιακότερα και πολυπλοκότερα μέχρι σήμερα νεοκλασικά αριστουργήματα, υλοποιώντας και τα πλέον ευφάνταστα σχέδια των διάσημων αρχιτεκτόνων της εποχής.

β) Καθυστερημένη και περιορισμένη εκβιομηχάνιση

Το πρώτο αξιόλογο βιομηχανικό βήμα της Ελλάδας οφείλεται στην άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων, το 1922. Στο διάστημα 1924-1928 ο αριθμός των εργοστασίων διπλασιάστηκε χάρη στα νέα και φτηνά εργατικά χέρια και άρχισε να γίνεται αισθητή η έστω και περιορισμένη παρουσία της ελληνικής βιομηχανίας. Ακολουθώντας με καθυστέρηση ενός και πλέον αιώνα την εύκολη λύση των άλλων βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, εγκαταστήσαμε τα νέα εργοστάσια στα αστικά κέντρα, μετατρέποντας ένα σημαντικό τμήμα τους σε υποβαθμισμένες βιομηχανικές περιοχές με πυκνό πληθυσμό. Η εθνική τραγωδία του ξεριζωμού των Ελλήνων της Ιωνίας και η δυναμική παρουσία τους στην ελληνική επικράτεια υπήρξαν επομένως η κινητήριος δύναμη για τον βιομηχανικό και αστικό μετασχηματισμό της χώρας.

Η εκβιομηχάνιση που ακολούθησε παρέμενε πάντως περιορισμένη και το μέγεθος των μονάδων μικρό. Καλύφθηκαν όμως σταδιακά οι εγχώριες ανάγκες στα κυριότερα για τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της παραγωγής προϊόντα, όπως λιπάσματα, βαμβάκι, τσιμέντα κ.α. Η χωροταξική κατανομή των βιομηχανικών μονάδων ήταν αθηνοκεντρική. Οι μισές από αυτές, που κάλυπταν το 60% της συνολικής παραγωγής της χώρας, συγκεντρώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, διότι πέραν του συγκεντρωμένου εκεί εργατικού δυναμικού, μόνον η κεντρική εξουσία και γραφειοκρατία μπορούσε να προωθήσει τις υποθέσεις των βιομηχάνων.

Δέκα χρόνια αργότερα ακολούθησε ένα δεύτερο σημαντικό βιομηχανικό βήμα στον απόηχο της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, που έπληξε άμεσα από το 1930 και την Ελλάδα. Με τη μείωση τόσο των εξαγωγών όσο και της κίνησης κεφαλαίων στον ευρωπαϊκό χώρο, η Ελλάδα αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τα δάνειά της και να στηρίξει τη δραχμή[41]. Η τότε κυβέρνηση Βενιζέλου[42] αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 1932 τη ρήτρα χρυσού[43], η άμεση υποτίμηση της δραχμής αύξησε το κόστος εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους και την ίδια χρονιά η χώρα οδηγήθηκε σε πτώχευση. Λήφθηκαν όμως σημαντικά χρηματοπιστωτικά και προστατευτικά μέτρα για την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής και της αυτάρκειας, με ορατά θετικά αποτελέσματα ήδη από το 1933.

Διαπιστώνεται επομένως και από άλλο ένα ιστορικό παράδειγμα, το προφανές της κοινής λογικής. Σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης, τις επώδυνες συνέπειες της οποίας βιώνει και πάλι η χώρα μας, αναδεικνύεται εντονότερα ο υγιής κανόνας της πάση θυσία στήριξης της ενδογενούς παραγωγής και ανάπτυξης, δηλαδή της αξιοποίησης των απενεργοποιημένων από την εύκολη εμποροκρατική εκλογή δημιουργικών μας δεξιοτήτων.

γ) Βεβιασμένη αποβιομηχάνηση και μετα-βιομηχανικές ελπίδες

Μετά την καταστροφική για όλους τους τομείς της παραγωγής περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, η ανασυγκρότηση της ελληνικής βιομηχανίας άρχισε από τη δεκαετία του ’50, με κύριο μοχλό τις δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής και τη θέσπιση συγκεκριμένων κινήτρων. Κατά την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ε.Ο.Κ., το 1981, ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων στον δευτερογενή τομέα υπερέβαινε το 1.000.000 και παρήγαγε το 26% του Α.Ε.Π. Είχαν δημιουργηθεί βιομηχανίες πανευρωπαϊκής εμβέλειας, προστατευμένες βέβαια εν μέρει από τη δασμολογική πολιτική. Μετά την ένταξη όμως, οι κοινοτικές επιδοτήσεις δεν αντιστάθμισαν τις επιπτώσεις από την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και προϊόντων ούτε οδήγησαν τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της χώρας μας στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Αντίθετα δημιούργησαν εκφυλιστικά φαινόμενα, η εμποροκρατία ξανακυριάρχησε, κατέρρευσε πλήρως η γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή και συρρικνώθηκε η βιομηχανική εις όφελος του τριτογενούς τομέα των άυλων και χωρίς ουσιώδη ελληνική προστιθέμενη αξία, υπηρεσιών[44].

Στη σημερινή μετα-βιομηχανική εποχή ζούμε τον τέταρτο χρόνο της χειρότερης κοινωνικοοικονομικής κρίσης της μεταπολεμικής περιόδου. Η συνεχιζόμενη υπερχρέωση επεκτείνεται από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και οι αυξημένοι τόκοι της επιβαρύνουν δραματικά τη μειωμένη ήδη ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων. Οι νέες επενδυτικές ενέσεις από τις ισχυρές χώρες της ευρωζώνης μηδενίζονται ή και αρχίζουν οι αποεπενδύσεις[45], οι ελεύθερες εισαγωγές καταστρέφουν και την υπόλοιπη παραγωγική δομή και ο πληθυσμός της χώρας οδηγείται στο διαχρονικό ιστορικό κατάντημα των καταναλωτικών κοινωνιών χωρίς ενδογενή παραγωγή. Η ομόφωνη καταδίκη των αποτυχημένων συνταγών και πρακτικών που μας οδήγησαν ως εδώ ξεσηκώνει όμως και τις υγιείς νέες δυνάμεις που αρχίζουν ήδη να διεκδικούν μια καινοτόμο παραγωγική θέση, απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις της παραδοσιακής βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας.

Στις προηγούμενες δύο δράσεις του Ι.Ε.Κ.Ε.Μ. Τ.Ε.Ε., αναδείχθηκαν από νέους συναδέλφους οι πρακτικές δυνατότητες των κοινωνικών επιχειρήσεων παραγωγικού σκοπού, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της αργούσας ή υπολειτουργούσας σήμερα βιομηχανικής μας υποδομής. Ειδικότερα, στις τελευταίες παρουσιάσεις με γενικό θέμα τα ελληνικά εργοστάσια, αναθαρρήσαμε από τις συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις που κατατέθηκαν για κρίσιμους τομείς της, αγκυλωμένης σήμερα, βιομηχανικής μας δραστηριότητας.

Στη σημερινή τρίτη εκδήλωση του δεύτερου κύκλου δράσεων, έμπειροι στα θέματα της νέας μετα-βιομηχανικής εποχής συνάδελφοι θα ολοκληρώσουν τη θεματική ενότητα για την ελληνική βιομηχανία, παρουσιάζοντας και συζητώντας με τους συμμετέχοντες τις θέσεις και προτάσεις τους για ένα νέο και ελπιδοφόρο μετα-βιομηχανικό ξεκίνημα. Τους ευχαριστώ διότι με τη λογική και τις γνώσεις τους μεταδίδουν και στους δύσπιστους ανθρώπους της απερχόμενης γενιάς (όπως εγώ), ένα τεκμηριωμένο μήνυμα αισιοδοξίας.


[1]Υπενθυμίζεται η αυστηρή φεουδαρχική διαστρωμάτωση σε τρεις κοινωνικές τάξεις: τους άρχοντες με τους ακολούθους, που αποτελούσαν την τάξη των πολεμιστών, τους κληρικούς και μοναχούς, που συγκροτούσαν την τάξη των εκπροσώπων του θεού και της προσευχής και όλων των άλλων, κυρίως των υποτελών αγροτών και βιοτεχνών, που ανήκαν στην τάξη των υπόχρεων εργασίας. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση αυτής της διαστρωμάτωσης ή, ακόμα χειρότερα, εξέγερση εθεωρείτο μεγάλο αμάρτημα, με επαπειλούμενες θεϊκές τιμωρίες (κακή σοδειά, λιμός κλπ), αλλά και θεσμοθετημένες αυστηρές κοσμικές ποινές από τον άρχοντα-φεουδάρχη.

[2]Για μια εκτενή παρουσίαση του προβιομηχανικού κόσμου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ιστορικής σχολής της κλειομετρικής, που εστιάζει στο πώς οι άνθρωποι έθεσαν τις βάσεις λειτουργίας των κατοπινών βιομηχανικών οικονομιών, βλέπε Braudel (1979). Στο βιβλίο αυτό αναμειγνύεται το παραδοσιακό οικονομικό υλικό με εκτενή περιγραφή του κοινωνικού αντίκτυπου οικονομικών γεγονότων στην καθημερινή ζωή και δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη διατροφή, στη μόδα και στους κοινωνικούς τύπους.

[3]Έχει ρίζα τη λατινική λέξη «mercans», μετοχή του «mercor» που σήμαινε αγοράζω, εμπορεύομαι.

[4]Η εντυπωσιακή πολεμική γύρω από την τοκογλυφία στον Μεσαίωνα αποτυπώνεται εύγλωττα στους παραδειγματικούς λόγους των ιεροκηρύκων (exempla). Le Goff (2004).

[5]Οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια διασφάλιζαν την κερδοφόρα διακίνηση, πίστωση και συγκριτική αξιολόγηση των νομισματικών κεφαλαίων μέσω γραμματίων, δηλαδή εγγράφων συμφωνιών. Για να ασκήσουν καλύτερα τις χρηματοπιστωτικές τους δραστηριότητες, οι χρηματιστές εγκαταστάθηκαν στα σημεία που συναλλάσσονταν οι πλούσιοι, όπως ήταν το Βασιλικό Χρηματιστήριο του Λονδίνου (1571) και το Χρηματιστήριο του Άμστερνταμ (1611). Προς το τέλος του 18ου αιώνα (1773) ιδρύθηκαν χρηματιστήρια που ασχολούνταν αποκλειστικά και μόνο με την εμπορία μετοχών, όπως ήταν το Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου. Clough – Rapp ό.π., 202.

[6]Ορισμένοι αρχιερείς της οποίας τους παραβίαζαν προκλητικά με την πλούσια και έκλυτη ζωή τους. Προερχόμενοι από την αριστοκρατία, οι επίσκοποι φρόντιζαν να αυξάνουν τα εισοδήματά τους με τη συγκέντρωση εκκλησιαστικών προνομίων και οι περισσότεροι μεταβίβαζαν τα επισκοπικά τους καθήκοντα σε έναν αναπληρωτή με το σύστημα της εντολής. Η άσχημη οικονομική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι κατώτεροι ευγενείς λόγω της κρίσης της φεουδαρχικής οικονομίας τον 14ο αιώνα και οι έκτακτοι φόροι που κατέβαλλαν οι πιστοί γεμίζοντας το παπικό θησαυροφυλάκιο προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις. Βurns (1988) 41-45.

[7]Είναι συχνές βέβαια και οι περιπτώσεις γερμανικών κρατιδίων, των οποίων οι κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την θρησκευτική μεταστροφή του ηγεμόνα τους, όπως η Σαξονία και η Έσση. Cameron E., «Τhe Power of the Word: Renaissance and Reformation», στο Early Modern Europe (ed. Euan Cameron), (1999) 93, 95.

[8]Max Weber (1864-1920). Σύμφωνα με το δόγμα του Καλβίνου περί προκαθορισμού, η αβεβαιότητα και το συνακόλουθο μεγάλο άγχος των πιστών για τη μετά θάνατον σωτηρία τους οδήγησε τους προτεστάντες στη σκληρή δουλειά με παράλληλο ασκητικό βίο, με το σκεπτικό ότι ο τρόπος αυτός της ζωής τους -κατά τις πηγαίες χριστιανικές αρχές της προκοπής και της ταπεινότητας- δικαιώνει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία την απόφαση του Θεού να περιληφθούν στους εκλεκτούς του. Weber M. «Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus», 1904-1905. («Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», Εκδόσεις Gutenberg 1978).

[9]Πρώτος ο Νεύτωνας διατύπωσε τη δυναμική θεωρία του μέσω της «ποσότητας κινήσεως» ή «ορμής» κινούμενου σώματος = μάζα x ταχύτητα του σώματος = Δύναμη F που χρειάστηκε να ασκηθεί στο σώμα επί ένα χρονικό διάστημα t για να αποκτήσει την συγκεκριμένη ταχύτητα. Συνακόλουθα, η ενέργεια κινούμενου σώματος = έργο που χρειάστηκε για την κίνησή του ≈ ½ x Μάζα του σώματος x τετράγωνο της ταχύτητας.

[10]Με την ευρύτερη έννοια της πορείας μιας κοινωνίας προς ορισμένους στόχους, εκτός ή και εντός του ζωτικού της χώρου.

[11]Σε γενικές γραμμές, ο διάπλους από βορρά προς νότο χρειαζόταν μία με δύο εβδομάδες ενώ από τη δυτική έως την ανατολική άκρη δύο με τρεις μήνες. Οι χρονικές αυτές διαστάσεις παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες μέχρι και τον 17ο αιώνα. Βraudel (2002), B΄ τόμος, 21.

[12]Το ταχυδρομικό σύστημα πολλών αυτοκρατοριών έχει βέβαια επιδείξει σημαντικές ταχύτητες μεταφοράς. Πλην όμως οι εξαιρετικές επιδόσεις ήταν προνόμιο μόνο του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου και του στρατού, στις εμπορικές μεταφορές, οι επιδόσεις έπεφταν κατακόρυφα. Αναδεικνύεται εδώ άλλο ένα σύμπτωμα των συγκεντρωτικών – επιτακτικών εξουσιών: η παρακράτηση και ο περιορισμός των καινοτομιών μόνο στο επίπεδο της κεντρικής εξουσίας. Η διάχυση των επινοήσεων ήταν το διαφοροποιό στοιχείο που ίσως δημιούργησε τη μεγάλη διαφορά μετά το 16ο αιώνα, όταν οι Ευρωπαίοι προσπέρασαν την πρωτοπορία των Κινέζων στην τυπογραφία, τα τραπεζογραμμάτια, την πίστωση, την πυρίτιδα, τον ατμό. Ανάλογα συνέβαιναν και στην αυτοκρατορία των Ίνκας, στην πληθυσμιακά περιορισμένη και απομονωμένη τότε Αμερική. Το ταχυδρομικό τους σύστημα είχε επιτύχει ταχύτητες πρωτοφανείς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μεταφορά φρέσκων ψαριών από την ακτή σε απόσταση τριακοσίων πενήντα μιλίων μέσα σε 48 ώρες. Κamen (2002) 18.

[13]Βλέπε τη σχετική συνοπτική παρουσίαση στο κεφάλαιο 2.

[14]Υπενθυμίζεται ότι η Μεγάλη Βρετανία προήλθε το 1707 από την ένωση του βασιλείου της Σκωτίας με το βασίλειο Αγγλίας και Ουαλίας.

[15]H υφαντουργία ήταν ο τομέας που βίωσε τον ταχύτερο μετασχηματισμό. Η κλωστική μηχανή που επινόησε το 1767 ο James Hargreaves υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό στο Νόττινχαμ και στο Λάνκασαϊρ. Το 1788 υπολογιζόταν ότι υπήρχαν ήδη 20.000 τέτοιες μηχανές στην Αγγλία. Ashton (2007) 83.

[16]Hobsbawm (1917-2012). Μια ολοκληρωμένη περίληψη παρουσιάστηκε πρόσφατα από τον καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Χριστοδουλάκη, βλέπε το πρόσφατο βιβλίο του «Οικονομικές θεωρίες και κρίσεις», εκδόσεις «Κριτική», (2012) 127-135.

[17]Στη Μεγάλη Βρετανία, η αυξανόμενη διαθεσιμότητα κεφαλαίων μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα συνδέεται με το διογκούμενο εμπόριο με τις αποικίες και την ηπειρωτική Ευρώπη. Σημαντικό ρόλο έπαιξε μάλλον και το συγκριτικά χαμηλό κόστος της τραπεζικής πίστωσης στη Μεγάλη Βρετανία. Αυτό που έχει σημασία όμως, είναι ότι στα πρώιμα στάδια της εκβιομηχάνισης το απαιτούμενο ύψος των επενδυμένων κεφαλαίων ήταν σχετικά χαμηλό. Anderson (1966) 69.

[18]Το πρότυπο αυτό μιμήθηκαν για την εκβιομηχάνισή τους και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

[19]Γνωρίζαμε ότι στα εργοστάσια δούλευαν και ανήλικα παιδιά. Αποκαλύπτεται όμως τελευταία ότι σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού, τουλάχιστον το 10%, καλύφθηκε από παιδιά, μέσης ηλικίας 10 ετών, υπό καθεστώς ουσιαστικής παιδικής δουλείας, δεδομένου ότι οι εργοδότες τους παρείχαν μόνο την τροφή και τη στέγαση. To νομοθετικό διάταγμα περί της Υγείας και των Ηθών των Μαθητευομένων του 1802 περιόριζε τις ώρες εργασίας και καθόριζε στοιχειώδη επίπεδα υγιεινής και εκπαίδευσης. Όμως τόσο αυτό, όσο και το δεύτερο διάταγμα του Βρετανού πρωθυπουργού Peel το 1819 ήρθαν πολύ αργά και δεν είχαν καταλυτική επίδραση.Ashton ό.π.,132.

[20]James Watt (1736-1819).

[21]Denis Papin (1647-1714). Γιατρός, φυσικός και προικισμένος εφευρέτης, μεταξύ πολλών άλλων δημιουργημάτων του είναι και ο πρωτεργάτης της ατμοκίνησης πλοίου.

[22]Ο όρος «βιομηχανική επανάσταση» αναφέρεται περιφραστικά στο έργο του F. Engels «Ουτοπικός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός» (1880). Όπως παρατηρεί ο Engels: «Ενώ στη Γαλλία η καταιγίδα της Επανάστασης σάρωνε τη χώρα, στην Αγγλία συνέβαινε μια πιο αθόρυβη, όχι όμως λιγότερο ισχυρή εξέγερση. Ο ατμός και οι καινούργιες μηχανικές εγκαταστάσεις μεταμόρφωναν τη χειροτεχνία σε σύγχρονη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας και επαναστατικοποιούσαν έτσι ολόκληρη τη βάση της αστικής κοινωνίας» (Εngels (2006) 98). Ο όρος καθιερώνεται από τον καθηγητή της Οξφόρδης Arnold Toynbee, το 1884, στο σύγγραμμά του «Lectures on the Industrial Revolution».

[23]Δημιούργημα του Άγγλου μηχανικού George Stephenson, δούλεψε για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα το 1830 στη γραμμή Λίβερπουλ-Μάντσεστερ και κυριάρχησε μέσα σε μια γενιά στις παγκόσμιες χερσαίες μεταφορές.

[24]Εφευρέθηκαν το 1860 από τον Γαλλοβέλγο Jean-Josef Etienne Lenoire (1822-1900). Το 1892 ο Γερμανός Rudolf Christian Karl Diesel λειτούργησε τον κινητήρα πετρελαίου και το 1894 ο επίσης Γερμανός Gottlieb Wilhelm Daimler κατασκεύασε τον πρώτο τετράχρονο βενζινοκίνητο κινητήρα.

[25]Η πρώτη πετρελαϊκή γεώτρηση πραγματοποιήθηκε το 1859 στις Η.Π.Α, (Πενσυλβάνια).

[26]Την πεντηκονταετία 1750-1800 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ευρωπαϊκού πληθυσμού ήταν 0,54%, ενώ την επόμενη πεντηκονταετία ανέβηκε στο 0,96%. Οι καλύτερες τεχνικές καραντίνας και εμβολιασμών, ιδίως κατά της ευλογιάς, τα υψηλότερα επίπεδα δημόσιας υγείας και ατομικής υγιεινής και τα βελτιωμένα επίπεδα διατροφής αποτέλεσαν το πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώθηκε η μείωση της θνησιμότητας. Tranter «Πληθυσμός, μετανάστευση και προσφορά εργασίας», Η ευρωπαϊκή οικονομία, ό.π., 54.

[27]Η ποσοστιαία αναλογία του ευρωπαϊκού πληθυσμού επί του παγκόσμιο πληθυσμού αυξήθηκε κατά την ίδια χρονική περίοδο από το 20% στο 27%. Κρεμμυδάς ό.π., 288.

[28]Ο αριθμός αυτός ισοδυναμεί χοντρικά με το ένα τέταρτο του φυσικού πλεονάσματος των γεννήσεων ως προς τους θανάτους στην Ευρώπη.

[29]Το ποσοστό του αστικού πληθυσμού συνδέεται σχεδόν γραμμικά με το βαθμό εκβιομηχάνισης. Το 1914 η Γαλλία, για παράδειγμα, έχει ποσοστό αστών μικρότερο του 50% ενώ η Αγγλία το πιο υψηλό ποσοστό, 78%. Κρεμμυδάς ό.π., 295-296.

[30]Η τεχνολογία παραγωγής και διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας ξεκίνησε το 1881 σε μικρή κλίμακα, με υδρόμυλους μεταξύ Λονδίνου και Πόρτσμουθ. Το 1885 άρχισε η ηλεκτροδότηση του Βερολίνου και το 1890 λειτούργησε η πρώτη μεγάλης κλίμακας ανανεώσιμη μορφή παραγωγής Η.Ε. από το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο στο Κολοράντο.

[31]Samuel Mors (1791-1872).

[32]Graham Bell (1847-1922).

[33]Guglielmo Marconi (1874-1937).

[34]Οι ΗΠΑ του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα διέθεταν τα οικονομικά πλεονεκτήματα των άλλων μεγάλων δυνάμεων της εποχής χωρίς τα μειονεκτήματά τους. Ήταν μια τεράστια χώρα, αλλά οι μεγάλες αποστάσεις συντομεύονταν από το σιδηροδρομικό δίκτυο, οι γραμμές του οποίου είχαν φθάσει το 1914 τα 250.000 μίλια. Η αγροτική τους παραγωγή δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο εκείνη του συνόλου της δυτικής Ευρώπης, αλλά η τεράστια έκταση των καλλιεργειών, η αποτελεσματικότητα των γεωργικών μηχανημάτων και τα ελαττωμένα έξοδα μεταφοράς κατέστησαν το σιτάρι, το καλαμπόκι, το χοιρινό και το μοσχαρίσιο κρέας φθηνότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά προϊόντα. Τεχνολογικά πρωτοπόρες αμερικανικές εταιρείες όπως η International Harvester, η Singer, η Du Pont, η Colt και η Standard Oil απολάμβαναν μια τεράστια εσωτερική αγορά και οικονομίες κλίμακας, πράγμα που δε συνέβαινε με τους Γερμανούς και Βρετανούς αντιπάλους τους. Kennedy P. H άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων – Οικονομική μεταβολή και στρατιωτική σύγκρουση από το 1500 ως το 2000, Εκδόσεις Αξιωτέλλης, Αθήνα 1991, 325.

[35]Με την εξαίρεση της τσαρικής Ρωσίας, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο.

[36]Είτε εμπνέεται από τη Βρετανία, είτε από τη Γαλλία, το πολιτικό πρότυπο της αστικής δημοκρατίας γνωρίζει ορισμένες δυσκολίες στις αρχές του 20ου αιώνα, διότι προσαρμόζεται δύσκολα στην εισβολή των μαζών στο πολιτικό παιχνίδι. Ακόμα και στις χώρες που οι άρχουσες τάξεις συμβιβάστηκαν εγκαίρως μαζί τους, μέσα από τη διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου, την πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τις κοινωνικές παροχές για τη μερική διόρθωση των ακραίων ανισοτήτων του εμποροβιομηχανικού καπιταλισμού, η διεύθυνση των κρατικών υποθέσεων παρέμενε στα χέρια μιας ολιγαρχίας του πλούτου ή της γνώσης, η οποία μονοπωλούσε τις ηγετικές θέσεις και ανοιγόταν με μεγάλη βραδύτητα στα «νέα στρώματα». Berstein S.- Milza P. Ιστορία της Ευρώπης (Τόμος Β), Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, 214.

[37]Για παράδειγμα, το 1908 στην πολιτισμένη Αυστρία, το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού της ήταν ανήλικα παιδιά και στα καθ’ ημάς Βαλκάνια η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη.

[38]Ο ισορροπιστής σιδηρούς καγκελάριος Μπίσμαρκ είχε εκδιωχθεί από τον κάιζερ το 1890.

[39]Υπαγόταν στο ρωμαίικο μιλλέτ, όπου κυριαρχούσαν οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί.

[40]Βλέπε την ολοκληρωμένη παρουσίαση της συναδέλφου Ε. Καλαφάτη στην εκδήλωση της 14ης Μαρτίου.

[41]Οι δημοσιονομικές εκτροπές μας το 1931 είναι σχεδόν όμοιες με τις σημερινές: δημόσιο χρέος ως ποσοστό του Α.Ε.Π 145%, δημόσιο έλλειμμα 8.6%, κρατικές δαπάνες 37%. Τον Ιανουάριο του 1932 οι ξένοι δανειστές μας έκλεισαν τη στρόφιγγα.

[42]Ήταν και η τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου (1928-1932).

[43]Ακολουθώντας το βρετανικό παράδειγμα του 1931 που οδήγησε σε άμεση υποτίμηση της λίρας κατά 30%.

[44]Βλέπε τα διαγράμματα της συναδέλφου Μ. Αντωνίου στην παρουσίαση της 14ης Μαρτίου.

[45]Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γερμανίας, που καλύπτει το ένα τρίτο των εξαγωγών προϊόντων και επενδύσεων της Ευρωζώνης. Ο ισχυρός παραγωγικός της μηχανισμός στρέφεται τελευταία προς τις χώρες εκτός ευρωζώνης, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και οι γειτονικές μας βαλκανικές χώρες, αυξάνει θεαματικά τις επενδύσεις σε Ρωσία και Κίνα. Παράλληλα οι γερμανικές επενδύσεις αποστασιοποιούνται από τις υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία με τη δυναμική στήριξη της γερμανικής κυβέρνησης που επιβάλλει στις χώρες αυτές την κορύφωση της δημοσιονομικής αυστηρότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας