Α. Η αδιέξοδη λογική του συνταξιοδοτικού

Α.1. Η κρίση του συνταξιοδοτικού και οι ρίζες του
Στους τρεις αιώνες που διάνυσε ο θεσμός της σύνταξης γήρατος, τα σχετικά συστήματα συνέκλιναν και απέκλιναν κατά περιόδους, εκκινώντας λίγο πολύ από τις ίδιες αφετηρίες. Με την μισθωτή σχέση εργασίας, την αστικοποίηση και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, εντάθηκε η κοινωνική και πολιτική πίεση για την ανάπτυξη θεσμών που θα εξασφάλιζαν την πρόνοια για τους ηλικιωμένους. Τα συστήματα που αναπτύχθηκαν έχουν εν γένει κοινές αρχές και δομικά στοιχεία. Αναπλήρωση του εισοδήματος (από την προ συνταξιοδότηση δραστηριότητα), προστασία από την φτώχεια και πρόνοια για περίθαλψη κοκ. Άλλα συστατικά αφορούν στην εξασφάλιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (συχνά όχι ως σύνταξη, αλλά ως προνοιακό επίδομα), την ανταποδοτικότητα σε σχέση με τις εισφορές. Η δημογραφική δυναμική και η μείωση της φορολογίας εισοδήματος και περιουσίας, σε συνδυασμό με δογματικά στοιχεία της νέο-φιλελεύθερης ηγεμονίας για τη συρρίκνωση του κράτους και του ρόλου του οδήγησαν το σύστημα σε κρίση, στις περισσότερες χώρες.
Η κυρίαρχη θεώρηση του προβλήματος χαρακτηρίζεται από ορισμένες παραδοχές που εδώ τίθενται σε αμφισβήτηση. 
  1. Η έμφαση δίνεται στη βιωσιμότητα του συστήματος, δηλαδή των ταμείων, που θεωρούνται αναπόφευκτα, με άλλα λόγια στην ελαχιστοποίηση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού.
  2. Αγνοούνται ευρύτερες επιπτώσεις και συνέπειες του συστήματος στην ανεργία, το ΑΕΠ, την κάλυψη των ηλικιωμένων, την αναπλήρωση του εισοδήματος κλπ.
  3. Στερούνται δικαιωμάτων στην υγεία και την αξιοπρεπή διαβίωση στην τρίτη ηλικία όσοι δεν είχαν πλήρη αμειβόμενη απασχόληση σχεδόν για το σύνολο του εργασιακού βίου τους. Ωθούνται στην αναξιοπρεπή επισφάλεια στα γηρατειά γυναίκες και επισφαλώς και μερικώς εργαζόμενοι.
  4. Η εργασία φορολογείται τριπλά, ως εισόδημα, ως κατανάλωση και ως εμπόρευμα. Μάλιστα τα έσοδα από έμμεσους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι τριπλάσια από τους άμεσους φόρους. Την ίδια στιγμή οι άμεσοι φόροι στην Ελλάδα υπολείπονται του Ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 5,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ, δηλαδή 17,7% των φορολογικών εσόδων.
Πίνακας 1: Οι ασφαλιστικές εισφορές ως μέρος του φορολογικού συστήματος
% ΑΕΠ
% Εσόδων
€ bn
Κατάταξη ΕΕ27
Έμμεσοι Φόροι
12.3%
39.63%
27.9
19
Άμεσοι Φόροι
7.8%
25.28%
17.8
19
Εισφορές Κοινωνικής Ασφάλισης
10.9%
35.09%
24.7
15
Εργοδότες
5%
16.34%
11.5
19
Μισθωτοί
4.1%
13.07%
9.2
9
Αυτοαπασχολούμενοι
1.8%
5.68%
4.0
9
Πηγή: European Union (2012) Taxation Trends in the European Union, Data for the EU Member States, Iceland and Norway, Publications Office of the European Union, Luxembourg
Α.2. Η κοντόθωρη θεώρηση του συστήματος
Η κυρίαρχη αντίληψη για το συνταξιοδοτικό πρόβλημα έχει επιβληθεί από την ίδια τη δομή του συστήματος. Δεν είναι δυνατό να επιλυθεί το πρόβλημα αν δεν αμφισβητηθεί η βασική δομή. Η θεώρηση είναι πολύ στενή – κοντόθωρη – με αποτέλεσμα οι «λύσεις» να επιδεινώνουν το πρόβλημα ή να παράγουν ανεπιθύμητες παρενέργειες. 
Ας δούμε την κατεστημένη αντίληψη πιο συγκεκριμένα. Το συνταξιοδοτικό θεωρείται ως κλειστό σύστημα (Σχήμα 1) όπου οι εισφορές – εργαζομένων και εργοδοτών – πρέπει να καλύπτουν κατά το δυνατό τις πληρωμές των συνταξιούχων. Τη διαφορά την καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός (είτε ως καταστατική υποχρέωση είτε με έκτακτη ενίσχυση). Η έκφραση «βιωσιμότητα του συστήματος», που αναφέρεται θεωρητικά στη βιωσιμότητα των ταμείων, σημαίνει στην πραγματικότητα ελαχιστοποίηση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης (της συμμετοχής του κρατικού προϋπολογισμού). 
Σχήμα 1: Η σχηματική απεικόνιση της αντίληψης για το συνταξιοδοτικό σύστημαi
1
Αυτή η αντίληψη παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα όταν επιδιώκεται η «θεραπεία» των «ελλειμμάτων» των ταμείων. Για τη μείωση των ελλειμάτων (τη «βελτίωση της βιωσιμότητας») των ταμείων οι λύσεις σε αυτό το πλαίσιο είναι προσδιορισμένες από τη θεώρηση: μείωση συνταξιοδοτικής δαπάνης, μέσω της μείωσης των συντάξεων και του πλήθους των συνταξιούχων, ή και αύξηση των εσόδων των ταμείων μέσω της αύξησης των εισφορών και της απασχόλησης (στην πραγματικότητα της δηλωμένης εργασίας). Δεδομένου ότι η αύξηση των εισφορών μπορεί να επιφέρει αύξηση του μισθολογικού κόστους και, συνεπώς, μείωση της – δηλωμένης – απασχόλησης (Σχήμα 2) αυτή η λύση συνήθως καταλήγει σε αύξηση των εισφορών των εργαζομένων (ενώ συχνά με τη πρόσχημα της τόνωσης της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας επιδιώκεται η μείωση των εργοδοτικών εισφορών). Απομένει λοιπόν η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης μέσω της μείωσης του πλήθους των συνταξιούχων (αύξηση ορίου ηλικίας) και του επιπέδου των συντάξεων. Η τελευταία επιλογή συνήθως επιβαρύνει τις κατώτερες συντάξεις, συχνά με το πρόσχημα της ανταποδοτικότητας (δηλαδή την κεφαλαιακή απόδοση των εισφορών) κάτι το οποίο ευνοεί τους υψηλο-συνταξιούχους, ενώ οι χαμηλές συντάξεις έχουν πιο προνοιακό χαρακτήρα (εγγυημένη σύνταξη).
Σχήμα 2: Η προφανής σχέση αιτιότητας στην κυρίαρχη θεώρηση του συνταξιοδοτικού
2
Η πολιτική αυτή όμως έχει σημαντικές επιδράσεις στην κατάσταση του συστήματος οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη (Σχήμα 3). Η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης και τελικά σε μείωση της απασχόλησης, η οποία θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης και τελικά σε ένα φαύλο κύκλο στη σχέση κατανάλωσης-απασχόλησης. 
Σχήμα 3: Οι μη-αντιληπτές επιδράσεις των πολιτικών με βάση την κυρίαρχη θεώρηση του συνταξιοδοτικού
3
Αυτό θα επιβαρύνει το ισοζύγιο του συστήματος με αποτέλεσμα την περαιτέρω πίεση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Ακόμη χειρότερα η μείωση της κατανάλωσης συνεπάγεται μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του σχετικού δείκτη συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης για μείωση της δαπάνης. Αυτός ο δεύτερος φαύλος κύκλος θα ενισχύσει το φαύλο κύκλο μείωσης της κατανάλωσης και της απασχόλησης κοκ. 
Συνοψίζοντας, η κυρίαρχη λογική θεώρησης του συνταξιοδοτικού παράγει τρεις φαύλους κύκλους (Σχήμα 4):
  1. Όσο χειροτερεύει το ισοζύγιο τόσο υπάρχει πίεση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, η οποία θα οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης με αποτέλεσμα τη μείωση απασχόλησης και συνεπώς σε περαιτέρω επιβάρυνση του ισοζυγίου (R1).
  2. Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η μείωση της κατανάλωσης θα επιφέρει μείωση της απασχόλησης που θα επιφέρει περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης κοκ (R2). Αντίστοιχη επίδραση θα έχει και οποιαδήποτε μεταφορά του βάρους των εισφορών στην εργασία.
  3. Η μείωση της κατανάλωσης θα επιφέρει μείωση του ΑΕΠ, άρα αύξηση του λόγου συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ και του λόγου δημοσιονομικού κόστους προς ΑΕΠ, με αποτέλεσμα την περαιτέρω πίεση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης (R3).
Σχήμα 4: Οι τρεις φαύλοι κύκλοι της κυρίαρχης θεώρησηςii

Α.3. Ιστορική συνθήκη και ηθική
Όπως επισημαίνουν και οι Χλέτσος και Ρομπόλης (1999) και Χλέτσος (1993) η κρίση του συνταξιοδοτικού συνδέεται και με την κρίση του φορντικού μοντέλου, τόσο στο επίπεδο της παραγωγής όσο και στο επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης και των κοινωνικών υποκειμένων.
Ο Blackburn (2002) επισημαίνει ότι ο πουριτανισμός της βικτωριανής εποχής επέβαλλε την ανταποδοτικότητα ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό του συστήματος, με το επιχείρημα ότι διαφορετικά θα ενθαρρύνονταν η αεργία. Τούτο κατέστει βιώσιμο στη μεταπολεμική περίοδο χάρη στην οικονομική μεγέθυνση και την επικράτηση του φορντικού μοντέλου οργάνωσης της παραγωγής το οποίο εγγυόταν λίγο-πολύ ισόβια και σταθερή εργασία (ή τουλάχιστο παραμονή εντός συγκεκριμένου επαγγέλματος). Με την κατάρρευση του φορντικού παραδείγματος αποδιαρθρώθηκαν τόσο οι μορφές παραγωγής και απασχόλησης, όσο και τα κοινωνικά υποκείμενα, ιδίως οι συλλογικές μορφές οργάνωσης και έκφρασης της εργασίας. Η μόνιμη και πλήρης απασχόληση αποτελεί μακρινή ανάμνηση. Οι αλλαγές μορφής και τύπου απασχόλησης δυσχεραίνουν την διαμόρφωση κορπορατίστικων κοινωνικών συμβολαίων. 
Η μείωση της μόνιμης και πλήρους απασχόλησης εντείνει τις πιέσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Η επικράτηση των άτυπων μορφών απασχόλησης (αδήλωτη εργασία), των ελαστικών σχέσεων εργασίας (μαθητεία, μπλοκάκι κλπ.) μειώνει τις εισροές στο σύστημα και μεταφέρει το βάρος στις εισφορές επί της εργασίας και στις συντάξεις. Όσο αυξάνεται η πίεση στο σύστημα τόσο αυξάνεται και η πίεση στην εργασία.
Ενώ τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν εξασφαλισμένο εισόδημα κατά τη συνταξιοδότηση (συχνά και με κρατική ενίσχυση μέσω της (άμεσης ή έμμεσης) φοροαπαλλαγής της ιδιωτικής ασφάλισης (Ghilarducci 2008) τα πιο αδύναμα τμήματα αντιμετωπίζουν την επισφάλεια σε όλη τη διάρκεια του βίου τους. Η προνοιακή παροχή κυμαίνεται κάτω από ή πολύ κοντά στο (στατιστικό) όριο της φτώχειας. Τα μεσαία κοινωνικά στρώματα παγιδεύτηκαν στο προηγούμενο διάστημα της φαινομενικής ευμάρειας και βρίσκονται πλέον εντός της σφαίρας της φτωχοποίησης. Ιδίως στο καθεστώς της ευέλικτης εργασίας πολλοί τομείς της απασχόλησης «επαγγελματοποιήθηκαν» μέσα από το «μπλοκάκι» και βρέθηκαν παγιδευμένοι σε ένα πλαίσιο κοινωνικής ασφάλισης που δεν είναι σε θέση να υπηρετήσουν. 
Η κατάσταση επιβαρύνεται από το γεγονός ότι στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η υγειονομική κάλυψη και περίθαλψη συνδυάζεται με το συνταξιοδοτικό σύστημα, αντί να αποτελεί ένα διακριτό σύστημα με καθολική παροχή και κάλυψη από τον προϋπολογισμό. Έτσι, ενώ το ίδιο το σύστημα είναι ήδη εξαιρετικά κοστοβόρο (κόστος διοίκησης 500-600 εκ. Ευρώ για τα ταμεία και περίπου 1 δις Ευρώ μαζί με το κόστος των υπηρεσιών του αρμόδιου Υπουργείου – δίχως να υπολογίζουμε τις υπηρεσίες υγείας) η συμπλοκή του με το σύστημα υγειονομικής κάλυψης αυξάνει το διαχειριστικό και διοικητικό κόστος, ενώ την ίδια στιγμή στερεί το αντίστοιχο δικαίωμα από τους «ανασφάλιστους» και – λόγω της οικονομικής δυσχέρειας των Ασφαλιστικών Ταμείων – από το σύστημα υγείας τους πόρους που συλλέγονται μέσω των εισφορών, αντί να συλλέγονται από το φορολογικό σύστημα.
Συνολικά όμως, η λογική δομή του συστήματος οδηγεί σε μια προβληματική οικονομική ηθική:
  1. Η λογική της ανταποδοτικότητας υποκρύπτει μία ουσιαστικά κεφαλαιοποιητική αντίληψη που οδηγεί σε νοοτροπία και συμπεριφορά εξατομίκευσης, με αποτέλεσμα την υπονόμευση της συλλογικής αντίληψης και λειτουργίας του συστήματος. Η λογική αυτή ενισχύει τάσεις ιδιωτικοποίησης αποδυναμώνοντας το σύστημα και οδηγεί σε δυισμό του συστήματος, με ένα ασθενή προνοιακό πυλώνα για τους αδύναμους και ένα ισχυρό προνομιακό ανταποδοτικό πυλώνα, για τους ισχυρούς. Συνεπώς υπονομεύεται ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος.
  2. Ο χαρακτήρας του συστήματος (“payasyougo”) έχει εκθρέψει μια μονομερή λογική διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι νεότερες γενιές εργαζομένων συντηρούν το σύστημα μέσω των εισφορών και των φόρων τους. Όμως οι παροχές του συστήματος προς τους συνταξιούχους δεν σχετίζονται με την κατάσταση της οικονομίας (οι συντάξεις είναι προκαθορισμένες – “definedbenefit”). Όμως, η κατάσταση της οικονομίας είναι κατά το μείζον αποτέλεσμα επιλογών που έγιναν στο παρελθόν, όταν τις επιλογές έκαναν οι σημερινοί συνταξιούχοι, και όχι των πρόσφατων επιλογών αυτών που σήμερα λαμβάνουν τις οικονομικές αποφάσεις. Έτσι, οι επιλογές των παλιότερων γενεών επιβαρύνουν τις νεότερες διπλά, τόσο σε ότι αφορά στην κατάσταση της οικονομίας, όσο και σε ότι αφορά στο μέγεθος της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Θα ήταν πιο δίκαιο αν η συνταξιοδοτική δαπάνη ήταν συνάρτηση της οικονομίας που η παλιότερες γενιές κληρονομούν στις νεότερες, κατ’ αντιστοιχία της οικολογικής αρχής ότι «το οικοσύστημα το δανειζόμαστε από τις επόμενες γενιές». 
B. Καιρός για ένα πραγματικά εναλλακτικό σχέδιο
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει το – όχι προφανές – συμπέρασμα, ότι η δομή του συστήματος καθιστά τις περισσότερες προσπάθειες βελτίωσης των επιδόσεών του εντός συγκεκριμένων μακροοικονομικών συνθηκών καταδικασμένες να εντείνουν το πρόβλημα. Χρειάζεται λοιπόν μια νέα θεώρηση, η οποία θα θέτει σε κίνηση νέες δυναμικές στο κοινωνικό και στο οικονομικό πεδίο. Η θεώρηση αυτή πρέπει να διακρίνει τη λειτουργία του συνταξιοδοτικού από τις λοιπές λειτουργίες του κράτους πρόνοιας (υγειονομική κάλυψη, απασχόληση, καταπολέμηση της φτώχειας στις λοιπές ηλικίες κοκ). 
Η θεώρηση αυτή πρέπει να εκκινήσει από τη σκοπιμότητα του συστήματος, δηλαδή τους στόχους και τους δείκτες με τους οποίους μετράμε την επίδοση του συστήματος. Οι πρωταρχικοί στόχοι και δείκτες θα πρέπει να αφορούν στην κάλυψη του πληθυσμού σε ηλικία σύνταξης και στο επίπεδο της κατώτατης σύνταξης (που θα πρέπει να είναι ανώτερη του πραγματικού ορίου φτώχειας). Ακόμη, όπως είδαμε παραπάνω, η επίδραση στην απασχόληση (και κατ’ επέκταση στην κατανάλωση και στο εμπορικό ισοζύγιο) και στο ΑΕΠ πρέπει να μετριόνται. Αντίστοιχα, αντί για ενδιάμεσους δείκτες, όπως η «βιωσιμότητα» των ταμείων και η αντίστοιχη δημοσιονομική επιβάρυνση είναι πιο σωστό να μετράμε την συνολική – καθαρή – δημοσιονομική επιβάρυνση, μετά τον συνυπολογισμό των άμεσων και έμμεσων φόρων που προκύπτουν από τη δομή και λειτουργία του συστήματος, των κόστους που προκύπτει από το επίπεδο ανεργίας (επιδόματα, αλλά και άλλες μη δημοσιονομικού χαρακτήρα επιβαρύνσεις).
Αν, όπως τονίσθηκε παραπάνω, η επίδοση του συστήματος μετριέται από την κάλυψη των σε ηλικία σύνταξης τότε η συνταξιοδοτική δαπάνη δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο παρέμβασης, παρά μόνον σε ότι αφορά την βελτίωση του αναδιανεμητικού χαρακτήρα της (μεγαλύτερη κάλυψη, υψηλότερη κατώτατη σύνταξη). 
Συνεπώς, η λύση του συνταξιοδοτικού προβλήματος θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στην άλλη πλευρά του συστήματος (στις εισροές). Όμως και σε αυτή την πλευρά τα περιθώρια βελτίωσης είναι ασφυκτικά περιορισμένα (Σχήμα 5). Η αύξηση των εισφορών μπορεί να έχει θετική άμεση επίδραση στη δημοσιονομική επιβάρυνση (Β1), αλλά αυτό υπονομεύεται την ίδια στιγμή από την επίδραση στην απασχόληση (R1) και περεταίρω από τον ενισχυτικό βρόχο μεταξύ απασχόλησης και κατανάλωσης (R2).
Σχήμα 5: Η συστημική δυναμική θεώρηση των αλληλεπιδράσεων του παρόντος συστήματος
Μια εναλλακτική θεώρηση θα ήταν η επιδίωξη της αλλαγής της συνολικής δομής του συστήματος, με στόχο από τη μία την βελτίωση της κάλυψης των συνταξιούχων και από την άλλη τη μείωση της συνολικής καθαρής δημοσιονομικής δαπάνης. Ένα τέτοιο εναλλακτικό μοντέλο προσφέρει το παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίαςiii, το οποίο ήδη θεωρείται παράδειγμα προς μίμηση από αρκετές χώρες, με πιο χαρακτηριστική αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι επιδόσεις της Ν. Ζηλανδίας είναι εντυπωσιακές σε σχεδόν κάθε κριτήριο: κάλυψη του πληθυσμού ηλικιωμένων σε ποσοστό 93%, εξάλειψη της φτώχειας στην τρίτη ηλικία, υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος και το μικρότερο ποσοστό δημοσιονομικής επιβάρυνσης στον κόσμο (μικρότερο του 5%, όταν στην Ελλάδα είναι διπλάσιο). Τέλος το σύστημα είναι εξαιρετικά απλό: κάθε κάτοικος που πληροί τα κριτήρια κατοίκησης (μέρος του ενεργού οικονομικού βίου) δικαιούται σύνταξη όταν συμπληρώσει το έτος συνταξιοδότησης. Η συντάξεις πληρώνονται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν υπάρχουν εισφορές και Ταμεία. Η δε ιδιωτική ασφάλιση είναι περιορισμένηiv. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία απόπειρα εισαγωγής στοιχείων που θεωρούμε εδώ αυτονόητα (σύστημα εισφορών με ανταποδοτικότητα στις συντάξεις) απορρίφθηκε (σε σχετικό δημοψήφισμα!) με συντριπτική πλειοψηφία (87%)!
Μια αλλαγή θα προκαλούσε σημαντική απλοποίηση του συνολικού θεσμικού πλαισίου με ουσιαστικά ενοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος με το κεντρικό φορολογικό σύστημα (Σχήμα 6). 
Σχήμα 6: Η λειτουργία του συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού στο τρέχον και στο νέο σύστημα
6
Σε αυτή τη λογική αμφισβητείται και η σύνδεση του δικαιώματος στη σύνταξη με τη μισθωτή απασχόληση (και την αυτό-απασχόληση). Αντίθετα, προτείνεται η θεώρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος ως συλλογικό αγαθό που συνδέεται με την συνολική «απόδοση» της οικονομικής προσπάθειας. Κατά συνέπεια, η αλληλεγγύη των γενεών πρέπει να λειτουργεί αμφίδρομα: ενώ η νεότερη γενιά καλύπτει τις ανάγκες της προηγούμενης, το εύρος αυτής της κάλυψης εξαρτάται από την οικονομία (με την ευρύτερη δυνατή έννοια) που κληροδότησε η προηγούμενη στην επόμενη.
Σχήμα 7: Η συστημική δυναμική θεώρηση ενός συστήματος χωρίς εισφορές
Το νέο σύστημα θέτει σε κίνηση μια νέα λογική και δυναμική συμπεριφοράς. Η αύξηση της απασχόλησης προκαλεί αύξηση της κατανάλωσης και συμβάλει σε μείωση του δημοσιονομικού κόστους. Την ίδια στιγμή αύξηση της κατανάλωσης συνεπάγεται και η σταδιακή αύξηση της κατώτατης (και σταδιακά καθολικής σύνταξης). 
Τα ζητήματα που προκύπτουν από τη μετάβαση σε ένα τέτοιο σύστημα είναι:
  1. Πώς θα καλυφθεί το κενό που προκαλεί η κατάργηση των εισφορών; Θα προκαλέσει η αλλαγή του συστήματος μια τόσο σημαντική αλλαγή στην κατανάλωση και στην απασχόληση, ώστε το κενό να καλυφθεί με άμεσους και έμμεσους φόρους;
  2. Ποιος πρέπει να ωφεληθεί από την κατάργηση των εισφορών; Η εργασία ή οι επιχειρήσεις; Πώς;
Τα δύο ζητήματα είναι αλληλένδετα. Αν επωφεληθούν οι εργαζόμενοι, τότε έμμεσοι και άμεσοι φόροι θα αυξηθούν. Αν επωφεληθούν οι επιχειρήσεις τότε θα αυξηθούν μόνο τα έσοδα από άμεσους φόρους (με μεγαλύτερη αβεβαιότητα για το τελικό αποτέλεσμα).
Στην επόμενη ενότητα παρουσιάζονται τα αποτελέσματα για διάφορες εναλλακτικές επιλογές σε διαφορετικά σενάρια οικονομικής μεγέθυνσης.
Γ. Η μετάβαση σε ένα σύστημα καθολικής κρατικής σύνταξης
Γ.1. Η κατάσταση του Ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος το 2015v
Το Ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα εξυπηρετεί το 2015 περίπου 2.660.000 συνταξιούχους, εκ των οποίων, 230.000 (το 8,66%) αφορούν σε συντάξεις αναπηρίας (που απορροφούν περίπου το 6,2% της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης). Προφανώς το βασικό πολιτικό ζήτημα αφορά στους υπόλοιπους 2.430.000, οι οποίοι εισπράττουν 2,2 δις Ευρώ το μήνα (26,4 δις ετησίως από το συνολικό ποσό των 28,14 δις Ευρώ). Το ποσό αυτό διαφέρει σημαντικά από την πρόβλεψη των 23,3 δις Ευρώ που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2015 (ίσως επειδή στα ποσά της ΗΔΙΚΑ περιλαμβάνονται και εισφορές οι οποίες δεν αποδίδονται, δεν φθάνουν όμως το 17,2% που είναι η εν λόγω διαφορά).
Από τους παραπάνω οι συνταξιούχοι του δημοσίου που πληρώνονται από το ΓΛΚ είναι 670000 το 2014 και μπορεί να φτάσουν τις 700000 το 2015.
Οι επικουρικές στα 3,18 δις συν 133 εκατ. Ευρώ οι αναπηρίας. Οι επικουρικές αφορούν στο 11,78% των συνολικών συντάξεων, 12,16% των γήρατος και θανάτου και 6,71% των αναπηρίας. (στοιχεία ΗΔΙΚΑ, Φεβρ. 2015). Η μέση επικουρική γήρατος και θανάτου είναι 170,24 Ευρώ. Μια μείωση 10% στις επικουρικές θα μείωνε τη συνολική δαπάνη κατά 1,8%!!!.
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται η ηλικιακή σύνθεση των συνταξιούχων (γήρατος και θανάτου) και των απολαβών τους.
Πίνακας 2: Ηλικιακή κατανομή συνταξιούχων και συνταξιοδοτικής δαπάνης
ηλικιακή περιοχή
πλήθος
%
Σύνολο ποσού
%
Μ.Ο.(€)
<=25
25459
1.05%
9527144.45
0.43%
374.22
26-50
50443
2.08%
37225455.88
1.69%
737.97
51-55
75292
3.10%
75415651.44
3.43%
1001.64
56-60
162700
6.70%
184447433.6
8.38%
1133.67
61-65
287411
11.84%
336457642.3
15.29%
1170.65
>65
1825340
75.19%
1556945516
70.75%
852.96
Απροσδιόριστη
932
0.04%
516137.3
0.02%
553.80
>60
2112751
87.03%
1893403159
86.04%
896.18
Πηγή: ΗΔΙΚΑ, Φεβρ. 2015
Πίνακας 3: Σωρευτική ηλικιακή κατανομή συνταξιούχων και συνταξιοδοτικής δαπάνης
ηλικιακή περιοχή
% πλήθους
% συντάξεων
σωρρευτικό % πλήθους
σωρρευτικό 
% συντάξεων
<=25
1.05%
0.43%
26-50
2.08%
1.69%
3.13%
2.12%
51-55
3.10%
3.43%
6.23%
5.55%
56-60
6.70%
8.38%
12.93%
13.93%
61-65
11.84%
15.29%
24.77%
29.22%
>66
75.23%
70.78%
51-60
9.80%
11.81%
51-65
21.64%
27.10%
<=61
<=66
Πηγή: ΗΔΙΚΑ, Φεβρ. 2015
Στις ηλικίες 51-55 το 75,6% λαμβάνει σύνταξη γήρατος με μέσο όρο 1145 Ευρώ, στις ηλικίες 56-60 το 83,6% λαμβάνει σύνταξη γήρατος με μέσο όρο 1235,24 Ευρώ και στις ηλικίες 61-65 το 88,8% λαμβάνουν σύνταξη γήρατος με μέσο όρο 1237,68 Ευρώ. Οι συντάξεις θανάτου σε αυτές τις ηλικίες κυμαίνονται, κατά μέσο όρο στα 556,3, 614,2 και 636,56 Ευρώ αντίστοιχα. Η μείωση του συνολικού μέσου όρου στις μεγαλύτερες ηλικίες οφείλεται στη μείωση του μέσου όρου των συντάξεων γήρατος.
Από τον Πίνακα γίνεται φανερό το μέγεθος του προβλήματος που έχουν δημιουργήσει οι πολιτικές πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, καθώς στην ηλικία μέχρι 60 ετών αποτελούν σχεδόν το 13% των συνταξιούχων και το 14% των συντάξεων, ενώ οι συνταξιούχοι 61-65 αποτελούν σχεδόν το 12% και οι συντάξεις τους σχεδόν το 15,3%. Το σύνολο σχεδόν των ηλικίας μέχρι 25 ετών αφορά σε συντάξεις θανάτου, με μέσο όρο 368,35 Ευρώ. Θα μπορούσε συνεπώς να αντικατασταθεί με κοινωνικό επίδομα σχετιζόμενο με το εισόδημα, στη λογική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Σημαντικό ότι 358 «λοιπές» συντάξεις μέχρι 25 ετών έχουν μέσο όρο 785,45 Ευρώ. Στο ηλικιακό διάστημα 26-50 περίπου 36% αφορά σε συντάξεις γήρατος με μέσο όρο 1276 Ευρώ ενώ σχεδόν 33% αφορά σε συντάξεις θανάτου με μέσο όρο 423,52 Ευρώ (που επίσης θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με επίδομα στη λογική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος). Συνολικά η χορήγηση επιδόματος εγγυημένου εισοδήματος δεν θα κόστιζε πάνω από 900 εκ Ευρώ αν όλοι όσοι λαμβάνουν συντάξεις θανάτου ήταν δικαιούχοι. 
Από την άλλη οι συνταξιούχοι γήρατος κάτω των 61 αποτελούν το 10,44% της κατηγορίας και λαμβάνουν το 13,35% των συντάξεων γήρατος, ενώ οι κάτω των 66 αποτελούν το 23,05% και λαμβάνουν το 29,8% των συντάξεων γήρατος (ή το 26% του συνόλου)!
Κρίσιμο ζήτημα που αφορά στην αποτελεσματικότητα του συστήματος είναι η κάλυψη του πληθυσμού σε σύνταξη, καθώς το ποσοστό μετά βίας υπερβαίνει το 83% για τους άνω των 65 και το 75% για τους άνω των 60 (θεωρώντας ότι όσοι λαμβάνουν αναπηρική σύνταξη λαμβάνουν και γήρατος).
Σε ότι αφορά τη συνολική κατανομή των συντάξεων γήρατος και θανάτου, κι εδώ εμφανίζονται σημαντικές ασσυμετρίες, που θέτουν σε αμφιβολία τη βεβαιότητα τήρησης της ανταποδοτικότητας και σίγουρα την κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος.
Πίνακας 4: Κατανομή συνταξιούχων και συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά επίπεδο μηνιαίας σύνταξης
μηνιαία σύνταξη
Πλήθος
%
Ποσό
%
Μ.Ο.(€)
0-500
543,773 
22.40%
193,128,953 
8.78%
355.16 
500-600 
241,973 
9.97%
133,049,691.95 
6.05%
549.85 
600-700 
253,253 
10.43%
165,765,214.79 
7.53%
654.54 
700-800
265,866 
10.95%
198,555,539.49 
9.02%
746.83 
800-900 
130,854 
5.39%
110,781,904.32 
5.03%
846.61 
900-1.000 
117,816 
4.85%
112,543,656.63 
5.11%
955.25 
1000-1500 
522,074 
21.51%
661,058,061 
30.04%
1,266.22 
1500-2000
302,493 
12.46%
510,607,475.31 
23.20%
1,688.00 
>2000
49,475 
2.04%
115,041,714 
5.23%
2,325.25 
>1500
351,968 
14.50%
625,649,189 
28.43%
1,777.57 
Πηγή: ΗΔΙΚΑ, Φεβρ. 2015
Πίνακας 5: Σωρευτική κατανομή συνταξιούχων και συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά επίπεδο σύνταξης
μηνιαία σύνταξη
% πλήθους
% συντάξεων
σωρρευτικό % πλήθους
σωρρευτικό % συντάξεων
0-300 
4.75%
0.69%
300-400
7.63%
3.09%
12.38%
3.77%
400-500 
10.02%
5.00%
22.40%
8.78%
500-600 
9.97%
6.05%
32.37%
14.82%
600-700 
10.43%
7.53%
42.80%
22.36%
700-800
10.95%
9.02%
53.75%
31.38%
800-900 
5.39%
5.03%
59.14%
36.41%
900-1.000 
4.85%
5.11%
64.00%
41.53%
1000-1500
21.51%
30.04%
85.50%
71.57%
1500-2000
12.46%
23.20%
97.96%
94.77%
2000-2500
1.56%
3.73%
99.52%
98.51%
2500-3000
0.37%
1.10%
99.90%
99.61%
3000-3500
0.06%
0.21%
99.96%
99.82%
3500-4000
0.03%
0.13%
99.99%
99.95%
>4000
0.01%
0.05%
100.00%
100.00%
>2000
2.04%
5.23%
>1500
14.50%
28.43%
Πηγή: ΗΔΙΚΑ, Φεβρ. 2015
Οι παραπάνω δείκτες αποκαλύπτουν την πιθανότητα μεγάλο ποσοστό των σε ηλικία σύνταξης να ζουν κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχιας, ειδικά καθώς σήμερα μειώνονται οι δυνατότητες συμπληρωματικού εισοδήματος και οι ανάγκες αυξάνονται λόγω των πολιτικών στη φαρμακευτική και υγειονομική κάλυψη και την ευρύτερη οικογενειακή κατάσταση.
Τα άμεσα έσοδα του κράτους για την χρηματοδότηση του συστήματος είναι: 710 εκ. Ευρώ από συνταξιοδοτικές εισφορές του δημοσίου (κωδικοί 819 και 824 του Προϋπολογισμού), περίπου 600 εκ από εισφορές υπέρ ΟΓΑ (στον προϋπολογισμό του 2015 αναφέρεται 1 δις, αλλά τα προηγούμενα έτη ήταν 600 εκ – κωδικός 1510), 
Τα ασφαλιστικά ταμεία συνεισφέρουν το υπόλοιπο 11,66 δις το 2014 (εκτιμήσεις) και 11,89 δις το 2015 (προβλέψεις).
Οι κρατικές επιχορηγήσεις σε ασφαλιστικά ταμεία ήταν περίπου 11 δις το 2014 και εκτιμάται ότι θα περάσουν 10 δις το 2015. Σε αυτές θα πρέπει να προστεθούν και οι άμεσες δαπάνες για συντάξεις του δημοσίου ύψους 6,35 δις Ευρώ. (στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν και 454 εκ Ευρώ για το Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών!). Συνολικά η κρατική συνεισφορά στη συνταξιοδοτική δαπάνη θα είναι περίπου 58% του συνόλου. 
Τέλος είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι δαπάνες προσωπικού και οι λοιπές δαπάνες των ασφαλιστικών φορέων υπερβαίνουν τα 600 εκ. Ευρώ, σχεδόν διπλάσιες από τη Γενική Γραμματεία Εσόδων και περίπου ίσες με τις συντάξεις θανάτου για δικαιούχους κάτω των 65!
Γ.2. Το σενάριο μετάβασης και οι επιπτώσεις του
Παρακάτω παρατίθενται οι επιπτώσεις σεναρίων μετάβασης σε ένα καθολικό σύστημα κρατικής σύνταξης. Η ποσοτική ανάλυση έγινε με τη μέθοδο της Συστημικής Δυναμικής, με βάση τις δημογραφικές προβολές της Eurostat. Τα σενάρια βασίζονται στα δημοσιευμένα στοιχεία της ΗΔΙΚΑ, με ορισμένες παραδοχές:
  • Δεν περιλαμβάνονται οι αναπηρικές συντάξεις, οι οποίες αποτελούν ουσιαστικά επιδόματα
  • Οι υπολογισμοί έγιναν βάσει των κρατήσεων του ΙΚΑ, περιλαμβανομένων και των εισφορών κλάδου υγείας, με τη λογική ότι η παροχή υγειονομικής κάλυψης πρέπει να αποτελεί καθολικό δικαίωμα και να χρηματοδοτείται από την φορολογία. Άλλωστε τα τελευταία έτη, αλλά και τα προηγούμενα σε μεγάλο βαθμό, τα ταμεία δεν αποδίδουν τις εισφορές που εισπράττουν.
  • Θεωρείται ότι αν αφαιρεθούν οι πρόωρα συνταξιοδοτούμενοι οι υπόλοιποι έχουν την ίδια με τη συνολική κατανομή συντάξεων, κάτι που μάλλον είναι δυσμενέστερο της πραγματικότητας (και άρα επιβαρύνει τους υπολογισμούς του μοντέλου) καθώς οι μέσοι όροι των πρόωρων συντάξεων είναι μεγαλύτεροι των κανονικών!
Σε ότι αφορά τη μετάβαση στο νέο σύστημα γίνονται οι παρακάτω βασικές επιλογές-παραδοχές:
  • Τίθεται μια κατώτατη σύνταξη, δίχως να θίγονται οι μεγαλύτερες συντάξεις, ενώ διατηρούνται ως έχουν οι πρόωρες. Εξετάζονται διάφορα σενάρια κατώτατης σύνταξης, με βασικό το σενάριο σταδιακής αύξησης της κατώτατης σύνταξης από τα 700 μέχρι τα 1500 Ευρώ το μήνα (για 12 μήνες). 
  • Οι πρόωρα συνταξιοδοτούμενοι εντάσσονται ομαλά στο σύστημα, δίχως να μειώνονται οι συντάξεις τους (βλ. παρακάτω για την επίδραση μιας τέτοιας μείωσης).
  • Οι υψηλές συντάξεις συνεχίζονται κανονικά. Καθώς μειώνεται το ποσοστό τους προστίθεται στην ανώτατη σύνταξη (των 100, 1200 ή1500 Ευρώ).
Επίσης το μοντέλο προσομοίωσης βασίζεται στις εξής παραδοχές:
  • Ηλικία σύνταξης 65 έτη
  • Μείωση των δικαιούχων υψηλών συντάξεων 4% το έτος 
  • Μέση φορολογία κατανάλωσης 15%
  • Μέση φορολογία εισοδήματος 10%
  • Μέση φορολογία κερδών 20%
  • Ποσοστό κερδοφορίας: 10% επί των πωλήσεων (μετά την αφαίρεση των φόρων κατανάλωσης)
  • Τάση προς κατανάλωση: 90 του διαθέσιμου εισοδήματος (για μισθωτούς και συνταξιούχους)
  • Μέσος ονομαστικός μισθός 1200 Ευρώ
  • Ποσοστό σε ηλικία σύνταξης που δικαιούνται σύνταξης 90% (π.χ. λόγω κατοίκησης, είτε λόγω εισοδήματος)
  • Δημιουργούνται 20 θέσεις εργασίας για κάθε 1 εκ. Ευρώ
  • 1% ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης 
  • Πολλαπλασιαστής κατανάλωσης 1,2
Γ. 3. Το μέρισμα της αναδιάρθρωσης
Το βασικό στοιχείο της πρότασης που εξετάζεται είναι ο συνδυασμός της κατάργησης των Ασφαλιστικών Ταμείων και των εισφορών με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης από τις 40 στις 30 ώρες την εβδομάδα (δίχως μείωση μισθού)
Η μείωση του χρόνου εργασίας μπορεί να θεωρηθεί αντιστάθμιση για όσους προσδοκούσαν σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Όμως αποτελεί κυρίως απάντηση στο κορυφαίο ζήτημα της ανεργίας και στο αίτημα για κεφαλαιοποίηση της τεχνολογικής εξέλιξης από το κοινωνικό σύνολο. 
Από μια τέτοια αλλαγή το μισθολογικό κόστος ανά εργαζόμενο θα μειωθεί κατά το σύνολο των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Στο βασικό σενάριο το σύνολο της διαφοράς πηγαίνει στην εργασία ως αύξηση των θέσεων εργασίας και του μισθού (κάτι το οποίο μπορεί να ισχύσει για τους μισθούς μέχρι 1000 Ευρώ, στο πλαίσιο της πολιτικής αύξησης του βασικού μισθού). Παρακάτω εξετάζουμε σενάρια επιμερισμού αυτής της διαφοράς μεταξύ εργασίας και επιχείρησης. 
Θεωρείται ότι βαρέα και ανθυγιεινά δεν θα συνδυάζονται με πρόωρη συνταξιοδότηση, αλλά με μειωμένη απασχόληση (π.χ. 20 ή 25 ώρες την εβδομάδα), αλλά αυτό δεν θα έχει σημαντική επίδραση στην απασχόληση. Η ρύθμιση αυτή είναι πιο λογική. Δεν έχει νόημα να εξαντλούμε ανθρώπους σε άθλιες συνθήκες με την προοπτική της αποζημίωσης στη σύνταξη. Από την άλλη μια τέτοια ρύθμιση πιθανά θα ωθήσει σε περισσότερες επενδύσεις για βελτίωση των συνθηκών εργασίας (με την κατάλληλη «ενθάρρυνση» από τους εποπτικούς μηχανισμούς).
Παρόμοια, το 30ωρο σε συνδυασμό με την κατάργηση των εισφορών θα αποθαρρύνει την επιδίωξη των υπερωριών. Είναι επίσης πιθανό ότι η προοπτική της αυτοαπασχόλησης θα είναι λιγότερο ελκυστική.
Για την κάλυψη του αρχικού κόστους μετάβασης (το οποίο οφείλεται κυρίως στις πρόωρες και στις υψηλές συντάξεις) μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα αποθεματικά και η λοιπή περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων, το ΑΚΑΓΕ κλπ. Συνολικά η δημοσιονομική επιβάρυνση μειώνεται στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ η αναζήτηση επιπλέον πόρων θα εξασφαλίσει τη μείωση του δημοσιονομικού κόστους σχεδόν σε κάθε σενάριο. Αύξηση της απόδοσης των άμεσων πόρων στο μέσο Ευρωπαϊκό όρο θα μειώσει οριστικά τη δημοσιονομική πίεση. 
Η μεταβολή εξασφαλίζει και τους πόρους για καθολική υγειονομική περίθαλψη, δίχως εισφορές και αποκλεισμούς, από τον κρατικό προϋπολογισμό. Βέβαια ο εξορθολογισμός του ΕΣΥ, με έμφαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και την πρόληψη θα μειώσει ακόμη περισσότερο το κόστος της επαυξημένης πολιτικής φροντίδας.
Τέλος, το προσωπικό των ταμείων θα μπορέσει να στελεχώσει υπηρεσίες όπως η Επιθεώρηση Εργασίας και οι Φοροεισπρακτικοί και ελεγκτικοί μηχανισμοί. 
Γ.4. Σενάρια πολιτικής
Παρακάτω παρουσιάζονται τρία (3) βασικά σενάρια, για μια πολιτική στην οποία η κατώτατη σύνταξη ανέρχεται σταδιακά 100 ευρώ το μήνα ανά έτος, από τα 700 στα 1000, 1200 και 1500 Ευρώ. Όσο οι υψηλότερες συντάξεις σταδιακά εξέρχονται του συστήματος θεωρείται ότι προστίθενται στην υψηλότερη διαθέσιμη ζώνη σύνταξης. Τα σενάρια αυτά αφορούν οικονομική μεγέθυνση 0%, 1% και 2%. 
Στη συνέχεια εξετάζεται η σημασία της μεταφοράς του οφέλους στην εργασία. Πρώτα σε ότι αφορά στη μεταφορά της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του σημερινού μισθολογικού κόστους και του κόστους δίχως αύξηση των μισθών. Εν συνεχεία η επίδραση της μείωσης του χρόνου εργασίας.
  1. Η δαπάνη για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται κατά περίπου 3,5 μονάδες για να μειωθεί από 7,22% έως 11,75%, ενώ αυξάνεται και διατηρείται υψηλή για χαμηλά επίπεδα τελικής καθολικής σύνταξης και για υψηλή τελική σύνταξη με μεγέθυνση 1%. Με μηδενική μεγέθυνση η άνοδος στα 1200 Ευρώ αυξάνει το σχετικό δείκτη, ενώ για τελική σύνταξη 1000 ευρώ δεν υπάρχει σημαντική βελτίωση. Με μεγέθυνση 1% μια σταδιακή άνοδος της σύνταξης ακόμη και στα 1500 Ευρώ δεν θα επιβαρύνει την κατάσταση (ούτε όμως και θα τη βελτιώσει σημαντικά). Είναι πάντως σημαντικό ότι η συνολική δαπάνη θα μειωθεί σε επίπεδα μικρότερα ή ίσα με το 10% του ΑΕΠ. Σε συνθήκες μεγέθυνσης 2% ετησίως, η μείωση του λόγου συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ είναι σημαντική έως εντυπωσιακή μετά την πρώτη 5ετία.
Σ1
Είναι κρίσιμο να τονισθεί εδώ ότι, όπως επισημαίνει ο Σάββας Ρομπόλης σε πρόσφατη συνέντευξή τουvi, τα εναλλακτικά σενάρια που μελετώνται στο πλαίσιο της λογικής βελτίωσης του παρόντος συστήματος απαιτούν συνεχή μεγέθυνση (2,5-3%) για όλο το χρονικό διάστημα. Η καλή επίδοση της εναλλακτικής που προτείνεται εδώ επιβεβαιώνεται και παρακάτω με άλλους δείκτες.
  1. Η δημοσιονομική επιβάρυνση ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται αρχικά σε όλα τα σενάρια πολιτικής για σύντομο χρονικό διάστημα. Παραμένει υψηλή για υψηλή τελική σύνταξη (άνω των 1000 Ευρώ) και μηδενική οικονομική μεγέθυνση, ενώ η κατάσταση βελτιώνεται με την οικονομική μεγέθυνση (ακόμη και 1%). Με μέσο ρυθμό μεγέθυνσης (1%) η πιο χαμηλή τελική σύνταξη (1000 Ευρώ) καταλήγει σε καθαρό δημοσιονομικό κόστος κάτω από 6% ενώ η μέση σύνταξη (1200 Ευρώ) κάτω από 7%. Εν γένει μια πιο αργή αύξηση της σύνταξης θα αποδώσει πιο γρήγορα.
Σ2
Ουσιαστικά από τις αναλύσεις των 2 παραπάνω γραφημάτων προκύπτει ότι η συμμετοχή των συνταξιούχων στο μέρισμα της οικονομικής μεγέθυνσης (δηλαδή στην οικονομία που κληρονόμησαν στις επόμενες γενιές) είναι πιο βιώσιμη όταν συμβαδίζει με αυτή.
  1. Ένα σημαντικό μη προφανές εύρημα είναι η σημαντική αύξηση της απασχόλησης η οποία δεν περιορίζεται στην αρχική επίδραση της μείωσης του χρόνου απασχόλησης, αλλά συνεχίζεται με σημαντικό ρυθμό για λίγα ακόμη χρόνια πριν σταθεροποιηθεί η αυξητική τάση σε συνάρτηση με το ρυθμό μεγέθυνσης (προφανώς αυτό μπορεί να αντισταθμισθεί μεσοπρόθεσμα από οργανωτικές και τεχνολογικές αλλαγές). Εντούτοις είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η αλλαγή στο σύστημα θέτει σε λειτουργία ένα ενάρετο κύκλο δημιουργίας θέσεων εργασίας (η λειτουργία του οποίου πρέπει να ελεγχθεί σε σχέση με άλλες παραμέτρους, όπως ο πολλαπλασιαστής κατανάλωσης κ.α.) Εύλογα, μεγαλύτερες συντάξεις παράγουν περισσότερη απασχόληση.
Σ3
Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και με μέσους ρυθμούς μεγέθυνσης προκύπτει η ανάγκη ενίσχυσης του πληθυσμού με μετανάστευση, καθώς η δημογραφικές προβλέψεις δείχνουν ότι αλλιώς δεν επαρκεί ο πληθυσμός για να καλύψει τις θέσεις εργασίας στην οικονομία.
  1. Για να ερμηνευθεί το προηγούμενο εύρημα πρέπει να δούμε και την αύξηση στην κατανάλωση που προκαλείται (σε ετήσια βάση) από τη μεταβολή στο σύστημα. Πρόκειται για αύξηση άνω του 11% το πρώτο έτος, του 4% το δεύτερο και του 1% το τρίτο, ενώ κυμαίνεται στο 0,5% για αρκετές δεκαετίες (βλ. και Πίνακα παρακάτω).! Η αύξηση της κατανάλωσης δεν επηρεάζεται σημαντικά από το ρυθμό μεγέθυνσης. Διατηρείται όμως σε μεγαλύτερους ρυθμούς, όσο συνεχίζει να αυξάνεται η σύνταξη.
Σ4
  1. Την δυναμική που προκαλεί η προτεινόμενη αλλαγή μπορεί να κατανοήσει κάποιος μελετώντας την αύξηση των φορολογικών εσόδων που παράγεται από την αλλαγή στο σύστημα. Οι επιδόσεις αυτές έχουν υπολογισθεί με τις αποδόσεις του φοροεισπρακτικού μηχανισμού προ πενταετίας (βλ. Πίνακα 6). Υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης των επιδόσεων εισπραξιμότητας, κάτι που θα βελτιώσει την απόδοση της εξεταζόμενης εναλλακτικής δομής του συνταξιοδοτικού.
Πίνακας 6: Εισπρακτικές φορολογικές αποδόσεις (implicit tax rates)
%Κατάταξη ΕΕ27
Κατανάλωση15.8%26
Μισθωτή εργασία31.3%19
Κεφάλαιο16.5%
Κεφάλαιο και επιχειρηματικό εισόδημα13.5%
Επιχειρήσεις17.8%
Νοικοκυριά10.5%
Πηγή: European Union (2012) Taxation Trends in the European Union, Data for the EU Member States, Iceland and Norway, Publications Office of the European Union, Luxembourg
Σ5
  1. Στα δύο παρακάτω σχήματα απεικονίζεται η απόδοση των εναλλακτικών επιλογών επιμερισμού της διαφοράς μεταξύ του μισθολογικού κόστους με το παλιό σύστημα και της εφαρμογής του 30ωρου. Σε όλα τα σενάρια θεωρείται ότι οι νέοι εργαζόμενοι θα λάβουν το μέσο μισθό. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι έτσι το συνολικό μισθολογικό κόστος θα μειωθεί για δύο λόγους: οι νέοι εργαζόμενοι θα λαμβάνουν μισθό μικρότερο του μέσου μισθού (αν η διαφορά είναι 20%, το όφελος θα είναι 5%) και στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης δεν θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας για το σύνολο των υφιστάμενων (στο μοντέλο έχει υιοθετηθεί η παραδοχή ότι το το 60% των θέσεων θα οδηγήσει σε νέες θέσεις εργασίας).
Σ6
Οι εναλλακτικές που εξετάζονται είναι τρεις. Η πρώτη, η οποία αποτελεί τη βασική επιλογή του μοντέλου στα αποτελέσματα που παρουσιάσθηκαν μέχρι εδώ προβλέπει ότι όλη η διαφορά προστίθεται στο μισθό των εργαζομένων, οπότε ο προϋπολογισμός ωφελείται από έμμεσους και άμεσους φόρους. Η δεύτερη ότι το όφελος καρπώνονται πλήρως οι επιχειρήσεις, οπότε ο προϋπολογισμός ωφελείται από τη φορολογία των αυξημένων κερδών (εφόσον επιτευχθεί η φορολόγησή τους). Στο τρίτο σενάριο πολιτικής, το όφελος μοιράζεται μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων. 
Από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι τόσο ο λόγος συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ όσο και το καθαρό δημοσιονομικό κόστος είναι καλύτερα όσο περισσότερο ευνοούνται οι εργαζόμενοι. Αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες. Στην πρώτη περίπτωση βελτίωση προκύπτει κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης του ΑΕΠ, η οποία προκύπτει από την αύξηση της αμοιβής της εργασίας. Στη δεύτερη περίπτωση σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και το γεγονός ότι με τους υφιστάμενους φορολογικούς συντελεστές η εργασία φορολογείται πολύ περισσότερο. 
Μια συμβιβαστική πολιτική (50-50) θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις να αποδώσουν παλαιά χρέη στα ταμεία ενώ και οι εργαζόμενοι θα και οι επιχειρήσεις θα δεχθούν πιο εύκολα μια μικρή αύξηση της άμεσης φορολογία για την κάλυψη των αναγκών του συστήματος υγείας.
  1. Αντίστοιχα βλέπουμε ότι η μείωση στις 30 ώρες εργασίας είναι πολύ πιο αποδοτική από ότι η διατήρηση του 40ωρου ή η ενδιάμεση λύση του 35ωρου (τόσο στο λόγο συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ, όσο και στην καθαρή δημοσιονομική επιβάρυνση). Λαμβάνοντας υπόψη το φλέγον ζήτημα της ανεργίας αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό εύρημα. Πρέπει να τονισθεί ότι η λύση της μείωσης του ωραρίου έχει το πλεονέκτημα ότι, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεν απαιτεί σημαντικές αλλαγές στη διάρθρωση των χαρακτηριστικών του εργατικού δυναμικού (κατάρτιση κλπ).
Σ7
  1. Είναι αναμενόμενο, όπως φαίνεται στα παρακάτω σχήματα, το 30ωρο να αποδίδει περισσότερο σε ότι αφορά στη μείωση της απασχόλησης. Αξιοσημείωτο είναι ότι αποδίδει εντυπωσιακά καλύτερα και η επιλογή απόδοσης της διαφοράς μισθολογικού κόστους στην εργασία. Αυτό οφείλεται και πάλι στο γεγονός ότι τίθεται σε ενισχύεται ο μηχανισμός πολλαπλασιασμού της κατανάλωσης, ώστε να υπερβαίνει ακόμη και πληθυσμιακές μειώσεις.
Σ8

Δ. Συμπέρασμα
Το μοντέλο που αναλύθηκε και προσομοιώθηκε παραπάνω αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική που συμβάλλει όχι μόνο σε «βιώσιμη» λύση, αλλά επίσης:
  • Εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συντάξεις για όλους, σημαντικά άνω από το όριο φτώχειας,
  • Αναπληρώνει σε μεγάλο ποσοστό το εισόδημα των χαμηλών και μέσων εισοδημάτων,
  • Έχει τη μέγιστη δυνατή κάλυψη,
  • Έχει ελάχιστο διοικητικό και διαχειριστικό κόστος,
  • Βασίζεται σε αμφίπλευρη διαγενεακή αλληλεγγύη,
  • Είναι απλό και κατανοητό, ανταποκρινόμενο στις συνθήκες «οικονομικού αναλφαβητισμού» που χαρακτηρίζουν όλα τα σχετικά συστήματα. 
  • Το πιο σημαντικό, σε αυτή την περίοδο, είναι μάλλον η συμβολή στην αντιμετώπιση της ανεργίας και στην εκκίνηση της οικονομικής μεγέθυνσης
  • Αντιμετωπίζει το ζήτημα σημαντικών πληθυσμιακών ομάδων που σήμερα βρίσκονται στο περιθώριο (αγρότες, γυναίκες, μακροχρόνια άνεργοι, νέοι κοκ).
Διαπιστώνεται ότι είναι διαχειρίσιμη η μεταβατική φάση. Η σχετικά μικρή αύξηση της δημόσιας δαπάνης κατά τους πρώτους μήνες μπορεί να αντιμετωπισθεί με μια σειρά από μέτρα και εργαλεία:
  1. Αξιοποίηση του μικρού αλλά σημαντικού αποθεματικού των ταμείων
  2. Έναρξη από χαμηλότερη βασική σύνταξη (600 ή 500 Ευρώ)
  3. Πιο αργή αύξηση της κατώτατης σύνταξης (π.χ. 10% κάθε έτος)
  4. Διαβάθμιση της σύνταξης ανάλογα με λίγα αντικειμενικά κριτήρια (όπως στην περίπτωση της Ν. Ζηλανδίας: μικρή μείωση για συμβίωση, ιδιοκατοίκηση κλπ.)
  5. Μείωση των πρόωρων και των υψηλών συντάξεων: οι πρώτες «αποζημιώνονται» με την εναλλακτική της παραμονής στην εργασία με σημαντικά μειωμένο ωράριο, ενώ οι τελευταίες είναι σε μεγάλο βαθμό μη «βιώσιμες» στο παρόν σύστημα ή σε παραλλαγές του, εκτός και αν επιβαρυνθούν οι χαμηλές συντάξεις.
Η αλλαγή στο συνταξιοδοτικό θα μπορέσει να κάνει δυνατές άλλες αλλαγές στη φορολογία. Δικαιολογεί μικρή αύξηση στους άμεσους φόρους για την κάλυψη τυχόν κενού για το ΕΣΥ και τη διεύρυνση της δωρεάν περίθαλψης. Ίσως πιο σημαντική είναι η δυνατότητα αξιοποίησης του προσωπικού του συστήματος για την ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού (καθώς και άλλων υπηρεσιών, όπως η επιθεώρηση εργασίας, το ΕΣΥ κλπ.). Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την βελτίωση της εισπραξιμότητας και τη δυνατότητα μείωσης των έμμεσων, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα περεταίρω βελτίωσης. 
Τέλος, σε ότι αφορά το αξιακό πλαίσιο που θέτει το νέο σύστημα, η διαγενεακή αλληλεγγύη μπορεί να λάβει σαφέστερη, μετρήσιμη μορφή. Συγκεκριμένα, η σύνταξη θα μπορεί να προσδιορίζεται με βάση τον κατώτερο (ή το μέσο) μισθό, π.χ. από 80-130%. Το συνολικό μέγεθος της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα μπορεί επίσης να συνδέεται με το ΑΕΠ, π.χ. από 7-10%, ανάλογα με τις μακροοικονομικές συνθήκες. Με αυτό τον τρόπο θα είναι σαφές σε νέους και συνταξιούχους πώς διαμορφώνεται η διαγενεακή αλληλεγγύη. Μπορεί δε να διερευνηθεί αν η σχέση αυτή μεταξύ σύνταξης και βασικού μισθού μπορεί να λάβει χαρακτήρα αντικυκλικής πολιτικής. 
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η μείωση του χρόνου εργασίας δεν επαρκεί για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της ανεργίας. Είναι εύλογο άλλωστε να οδηγήσει και σε νέες εντατικές προσπάθειες μείωσης του ρόλου της εργασίας στην παραγωγή, μέσα από οργανωτικές αλλαγές και καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία. Συνεπώς παράλληλα με την αλλαγή του συνταξιοδοτικού συστήματος θα πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης, με κύριο μοχλό το νέο εργατικό δυναμικό και την παράλληλη αναδιάρθρωση της δομής των ικανοτήτων του.
CODA
Η μείωση του χρόνου απασχόλησης δίχως μείωση των αποδοχών παρέχει συντριπτικά πλεονεκτήματα:
  • Αποθάρρυνση της μερικής και ελαστικής απασχόλησης
  • Αποθάρρυνσης της ατομικής δραστηριότητας
  • Προσέλκυση γυναικών και νέων στην «αγορά εργασίας»
  • Προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού από άλλες χώρες (first mover advantage)
Η κατάργηση του συστήματος των εισφορών εκτός από τη μείωση του λειτουργικού κόστους της οικονομίας:
  • Διευκολύνει την ίδρυση επιχειρήσεων, ιδίως από νέους και συνεταιριστικές.
  • Προσελκύει επιχειρηματική δραστηριότητα
  • Μειώνει τη φορολογία της εργασίας και αυξάνει την κατανόηση της σημασίας της φορολογικής πολιτικής και της φορολογικής συμμόρφωσης.
  • Θέτει νέους όρους στα ζητήματα της μεταναστευτικής πολιτικής.
Αναφορές
Blackburn R. (2002) Banking on Death – Or, Investing in Life: The history and future of pensions, Verso, London
Ghilarducci, T. (2008) When I’m sixty-four : the plot against pensions and the plan to save them, Princeton University Press, Princeton, New Jersey
Χλέτσος, Μ. (1993) «Ανάλυση του Κράτους Πρόνοιας ως Κρίση Οργάνωσης του Κοινωνικού», στο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. Αθήνα, σελ. 86-94
Χλέτσος Μ. – Ρομπόλης Σ. (1999), «Το σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων στον ορίζοντα του 2000», στο Θ. Σακελλαρόπουλος (επ.) Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, Εκδόσεις Κριτική, σελ. 399-430
—————————————————————————-
i Το Σχήμα 1, όπως και πολλά από τα επόμενα χρησιμοποιούν σχηματικές απεικονίσεις από τη μέθοδο προσομοίωσης της Συστημικής Δυναμικής. Δεν αποτελούν όμως αυστηρές αποδόσεις μοντέλων συστημικής δυναμικής.
ii Το Σχήμα 4 και πολλά από τα επόμενα αποτυπώνει τη συστημική δυναμική του συστήματος μέσω διαγραμμάτων βρόχων αιτιότητας (causalloop diagrams – CLDs), τα οποία χρησιμοποιούνται στη μέθοδο της συστημικής σκέψης και ανάλυσης
iii Παρόμοιο είναι και αυτό της Ιρλανδίας με ακόμη λιγότερες αναφορές στη διεθνή βιβλιογραφία.
iv Υπάρχει ένα είδος επικουρικής σύνταξης, όπου η συμμετοχή είναι εθελοντική, τελεί υπό κρατική εποπτεία και είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες αλλαγών στην επαγγελματική ζωή (αλλαγή εργασίας, διαστήματα ανεργίας κοκ). Σε αυτό συμμετέχει το 55% των μισθωτών της χώρας.
v Στοιχεία ΗΔΙΚΑ και Προϋπολογισμού 2015. Οι υπολογισμοί περιλαμβάνουν και τις επικουρικές, ενώ δεν έχει ληφθεί υπόψη η πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργείου για υπερεκτίμηση των συντάξεων, οπότε τα μεγέθη επηρεάζονται ελαφρά, αλλά όχι αποφασιστικά.
vi Ρομπόλης Σ. (2015) «Ενοποίηση Ασφαλιστικού πρώτα σε τρία Ταμεία και μετά σε ένα», συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών, 22.08.2015, http://www.efsyn.gr/arthro/enopoiisi-asfalistikoy-prota-se-tria-tameia-kai-meta-se-ena