Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) θεσμοθετήθηκε και συγκροτήθηκε το 1957 με τη συνθήκη της Ρώμης. Ήταν το δεύτερο βήμα έξι δυτικών χωρών της διχασμένης τότε σε δύο αντίπαλα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά στρατόπεδα Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Δυτική Γερμανία) προς την οικονομική ενοποίηση μέσω της δομικής και λειτουργικής αναβάθμισης ενός πρώτου βήματος, της ιδρυθείσας το 1951 Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (Ε.Κ.Α.Χ.). Ακολούθησε το 1973 η ένταξη στην Ε.Ο.Κ. της Βρετανίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας, όταν επί προεδρίας Πομπιντού αποσύρθηκε το γαλλικό «βέτο» του προκατόχου του Ντε Γκωλ. Σηματοδοτήθηκε τότε η σταδιακή εγκατάλειψη της κεϋνσιανής μεταπολεμικής οικονομικής πολιτικής, ιδίως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας της Βρετανίας από την Θάτσερ το 1979. Μέχρι το 1986, η Ε.Ο.Κ. είχε διευρυνθεί με τρία νέα κράτη-μέλη, την Ελλάδα (1η Ιανουαρίου 1981), την Ισπανία και την Πορτογαλία (1986).
Το τρίτο βήμα της οικονομικής ενοποίησης υλοποιήθηκε το 1987, με την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (Ε.Ε.Π.) που χαρακτηρίζεται από μείζονα στροφή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής προς τον νεοφιλελευθερισμό. Η θεωρία αυτή της οικονομικής σχολής του Σικάγου είχε ενισχυθεί κατά τη δεκαετία του ’70 από την παλιννόστηση των μονεταριστών του μεσοπολέμου. Διείσδυσε στα οικονομικά κέντρα εξουσίας της Ε.Ο.Κ. μέσω Βρετανίας μετά το 1979, άρχισε να εφαρμόζεται επίσημα το 1987 με την υπογραφή της Ε.Ε.Π., κυριάρχησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μετά την κατάρρευση του αντίπαλου κοινωνικοοικονομικού συστήματος στην ανατολική Ευρώπη[1].
Η θετική εξέλιξη της ελεύθερης διακίνησης πολιτών, κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών μεταξύ των δώδεκα – τότε - χωρών της Ε.Ο.Κ. με πληθυσμό τριακοσίων πενήντα εκατομμυρίων, είχε στην πράξη ορισμένες πρώτες σοβαρές αρνητικές παρενέργειες στο παραγωγικό δυναμικό και τη δημοσιονομική ισορροπία και πειθαρχία ορισμένων χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Οι ευθύνες βαρύνουν κυρίως τις κυβερνήσεις αυτών των χωρών. Αναδεικνύουν όμως και τη βολική ανευθυνότητα του άτυπου αλλά ισχυρού διευθυντηρίου της Ε.Ο.Κ., που συνέχιζε να επιτρέπει, εις όφελος των εξαγωγών των μελών του, την υπερχρέωση των αδύναμων χωρών που αγόραζαν αφειδώς βιομηχανικά κυρίως προϊόντα[2]. Οι κατευθυνόμενοι από το διευθυντήριο ελεγκτικοί μηχανισμοί αντιδρούσαν χλιαρά στη διάλυση κρίσιμων τομέων του ενδογενούς παραγωγικού ιστού των αδύναμων εταίρων της κοινότητας.
Τον Φεβρουάριο του 1992, οι πολιτικές ηγεσίες της δωδεκαμελούς τότε Ε.Ο.Κ. προχώρησαν σε ένα σημαντικό νέο βήμα. Υπέγραψαν στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας τον μετασχηματισμό της Ε.Ο.Κ. σε «Ευρωπαϊκή Ένωση» (Ε.Ε.), προικίζοντάς τη με δομές και εξουσίες που στόχευαν στην πολιτική ενίσχυση του τετράπτυχου «ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων – κεφαλαίων – εμπορευμάτων – υπηρεσιών». Μεταξύ άλλων, κατοχυρώθηκε συμβατικά ως κατεξοχήν διακυβερνητικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διάδοχο των συνόδων κορυφής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχουν οι αρχηγοί των κρατών - μελών και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σύμφωνα με την ιδρυτική συνθήκη της Ε.Ε., το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναβαθμίζει τη διακρατική της διάσταση, εξετάζοντας μείζονος κοινοτικής σημασίας εσωτερικά θέματα και καθορίζοντας τους γενικούς προσανατολισμούς της σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και άμυνας. Από τη μέχρι σήμερα πορεία της Ε.Ε. διαψεύδεται στην πράξη η συμβολή αυτής της πολιτικής αναβάθμισης προς την ευαγγελιζόμενη ουσιαστική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ τέθηκε σε ισχύ την 1ηΝοεμβρίου 1993 και δημιούργησε τρεις κύριους πυλώνες στο οικοδόμημα της Ε.Ε.[3]
- Τον πρώτο πυλώνα συγκροτεί η Ευρωπαϊκή Κοινότητα που ενσωματώνει την Ε.Κ.Α.Χ. και την Ε.Κ.Α.Ε.[4] και περιλαμβάνει τους τομείς στους οποίους τα κράτη μέλη της ασκούν από κοινού τις εξουσίες τους μέσω των κοινοτικών οργάνων. Η εφαρμοζόμενη νέα διαδικασία λήψης αποφάσεων ενίσχυσε τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τις επαφές μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου Υπουργών και συνέδεσε το Κοινοβούλιο με τη διαδικασία διορισμού των μελών του Κολεγίου των Επιτρόπων. Είναι γνωστή ως «Κοινοτική Μέθοδος», αρχίζει με πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνεχίζει με έγκριση από το Συμβούλιο Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ολοκληρώνεται με τον έλεγχο της τήρησης του κοινοτικού δικαίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
- Ο δεύτερος πυλώνας στηρίζει την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (Κ.Ε.Π.Π.Α.). Αντικαθίστανται οι διατάξεις της ενιαίας ευρωπαϊκής πράξης και επιτρέπεται στα κράτη μέλη να αναλαμβάνουν από κοινού δράσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι διακυβερνητική, σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αρχηγών κρατών. Απαιτείται ομοφωνία, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο διαδραματίζουν μικρό ρόλο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία παρέμβασης.
- Ο τρίτος πυλώνας θεμελιώνει την κοινοτική συνεργασία σε θέματα Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (Δ.Ε.Υ.) με τη συνδρομή των κρατικών δικαστικών και αστυνομικών αρχών. Η Ε.Ε. αναλαμβάνει δράση για την παροχή υψηλού επιπέδου προστασίας στους πολίτες της και η διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι επίσης διακυβερνητική.
Στο παραπάνω πλαίσιο, η Ε.Ε. θεσμοθέτησε την έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και διεύρυνε τις κοινοτικές πολιτικές σε έξη νέους τομείς: διευρωπαϊκά δίκτυα, βιομηχανική πολιτική, προστασία των καταναλωτών, εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση, νεολαία και πολιτισμός. Το σημαντικότερο πάντως βήμα παρέμεινε οικονομοκεντρικό, η συνθήκη του Μάαστριχτ επιβάλλει στα κράτη-μέλη τη διασφάλιση και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών τους, την καθιέρωση της πολυμερούς εποπτείας αυτού του συντονισμού και την τήρηση κανόνων αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Την ίδια περίοδο εγκαινιάστηκε η Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.). Πέραν της πλήρους απελευθέρωσης στην κίνηση κεφαλαίων και της σύγκλισης των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών, προέβλεπε τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος (ευρώ) και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1999. Με το ξεκίνημα της νέας χιλιετίας, το Ευρώ έχει καταλάβει τη δεύτερη θέση στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Οι χώρες της Ε.Ε. που απεμπόλησαν το δικό τους νόμισμα και το υιοθέτησαν, εφοδιάστηκαν με ένα νέο ισχυρό νόμισμα, θυσιάζοντας βέβαια τον αυτοδύναμο οικονομικό πυλώνα της εθνικής τους κυριαρχίας.
Η μετά το Μάαστριχτ δεκαπενταετία χαρακτηρίζεται από μια ενταξιακή έκρηξη στην Ε.Ε. των δώδεκα, με αποτέλεσμα τον υπερδιπλασιασμό των κρατών-μελών. Το 1993 επαναπροσδιορίστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης τα γενικόλογα οικονομικά και πολιτικά κριτήρια[5] για την ένταξη μιας ευρωπαϊκής χώρας στην Ε.Ε. και το 1995 προστέθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τρία υψηλών προδιαγραφών κράτη-μέλη, η Αυστρία, η Σουηδία και η Φινλανδία. Το 2004 ήταν ήδη ορατή η ανόρθωση της γονατισμένης κατά τη δεκαετία του 1990 Ρωσίας στο ευρασιατικό γίγνεσθαι. Υπό την πίεση της εν δυνάμει ανταγωνιστικής ως προς την Ε.Ε. παρουσίας της, πραγματοποιήθηκε ένα άλμα στη διεύρυνση, ανώριμο ως προς τα θεμελιώδη ενταξιακά κριτήρια. Ο ηγετικός πυλώνας της Ε.Ε. μεθόδευσε την ένταξη οκτώ χωρών του πρώην σοβιετικού συνασπισμού, της Τσεχίας, Σλοβακίας, Εσθονίας, Λετονίας, Λιθουανίας, Πολωνίας, Ουγγαρίας, Σλοβενίας και δύο άλλων μικρών μεσογειακών χωρών, της Κύπρου και της Μάλτας. Η ισχυρή βούληση των μεγάλων βιομηχανικών κρατών για την αύξηση των εξαγωγών τους και το οικονομικό δέλεαρ των κοινοτικών ενισχύσεων προς τις φτωχότερες χώρες λειτούργησαν αμφίδρομα και καταλυτικά. Το 2007 εντάχθηκαν οι Ρουμανία και Βουλγαρία και το 2013 η Κροατία. Άλλες τέσσερις χώρες, οι Ισλανδία, Μαυροβούνιο, Π.Γ.Δ.Μ. και Τουρκία, έχουν ήδη αποκτήσει την ιδιότητα της «υποψήφιας προς ένταξη χώρας» και έπονται ως πιθανές υποψήφιες οι Αλβανία, Βοσνία- Ερζεγοβίνη και Σερβία.
Η σημερινή Ε.Ε. των εικοσιοκτώ χωρών αριθμεί περί τα πεντακόσια δώδεκα εκατομμύρια πολίτες[6]. Υπό την περιορισμένη έννοια της οικονομικής κυρίως ένωσης κρατών με αρκετούς εσωτερικούς και εξωτερικούς βαθμούς ελευθερίας, η Ε.Ε. καλύπτει ως επικράτεια σχεδόν 4,4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα εδαφών (έβδομη μεγαλύτερη επικράτεια στον κόσμο), κατέχει δε πληθυσμιακά την τρίτη παγκόσμια θέση, μετά την Κίνα και την Ινδία. Διατηρεί ακόμα την πρώτη θέση στο παγκόσμιο παραγωγικό γίγνεσθαι και τις εξαγωγές, με ετήσιο Α.Ε.Π. που ξεπερνάει σήμερα τα δεκαέξι τρισεκατομμύρια ευρώ (ή δεκαοκτώ τρις δολάρια), καλύπτοντας το ένα τέταρτο του παγκόσμιου Α.Ε.Π. Είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας και εισαγωγέας του κόσμου και ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος άλλων μεγάλων οικονομιών, όπως της Κίνας και των Η.Π.Α. Προσφέρει, επομένως, η Ε.Ε. τη σκέπη ενός ισχυρού κοινωνικοοικονομικού συνασπισμού πολλών αναπτυγμένων χωρών με ολιγομελές διευθυντήριο, τους δομικούς και λειτουργικούς κανόνες του οποίου έχουν αποδεχθεί τα κράτη – μέλη, εκχωρώντας προφανώς ένα σημαντικό μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας. Επιπλέον διαθέτει ένα συγκριτικά υψηλό μέσο βιοτικό επίπεδο[7], εμφανίζοντας πάντως πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών και από περιοχή σε περιοχή. Το υψηλότερο κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. έχει το Λουξεμβούργο και το χαμηλότερο η Βουλγαρία, είναι δε χαρακτηριστικό της έντονης διαφοροποίησης το γεγονός ότι στις μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές πόλεις φθάνει τα 70.000 ευρώ έναντι μόλις 6.000 ευρώ σε ορισμένες βαλκανικές πόλεις.
Δεκαεννιά από τις χώρες της Ε.Ε. αποτελούν σήμερα την «Ευρωζώνη». Έχουν υιοθετήσει ένα κοινό νόμισμα, το ευρώ, εξασφαλίζοντας τη νομισματική σταθερότητα με αντάλλαγμα την εκχώρηση του συμβόλου και του πρακτικού οικονομικού όπλου που αντιπροσωπεύει για τις κρατικές οντότητες το εθνικό νόμισμα[8]. Έχει δηλαδή αφαιρεθεί από τις χώρες της Ευρωζώνης η δυνατότητα της νομισματικής υποτίμησης για να μειωθούν εύκαμπτα το κόστος παραγωγής, οι κρατικές δαπάνες και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους στα επίπεδα των άλλων δυνατών οικονομιών. Οι κυβερνήσεις τους γνώριζαν - ή όφειλαν να γνωρίζουν - ότι, η ομαλή πορεία εντός Ευρωζώνης προϋπέθετε την ενδογενή παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και τη λειτουργία αποτελεσματικών αναπτυξιακών, ελεγκτικών και εισπρακτικών μηχανισμών. Επέβαλε δε και την υπακοή στις οικονομοκεντρικές επιλογές των ισχυρών κρατών – μελών, που υιοθέτησαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του `80, τις αρχές της μονεταριστικής πολιτικής, την υποχρεωτική πειθαρχία σε ενιαίους και αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Δυσχερής είναι, λοιπόν, η θέση της χώρας που θα εισέλθει στην Ευρωζώνη με την υπόσχεση ότι θα υλοποιήσει στο άμεσο μέλλον τις επιβεβλημένες από το διευθυντήριο δομικές και λειτουργικές μεταρρυθμίσεις. Οι δημοσιονομικοί κανόνες λειτουργούν ως λαιμητόμος όταν αθετούνται οι αναληφθείσες δεσμεύσεις.
Άρχοντες και αρχόμενοι των χωρών της Ευρωζώνης καλούνται να επιλέξουν το μέγεθος του δανεισμού υπό τους πειρασμούς της υπερχρέωσης για την αναβάθμιση στο φαίνεσθαι της κοινωνικής τους ζωής και της προσφοράς θέσεων εργασίας σε γραφεία ευάερων και ευήλιων άυλων υπηρεσιών χωρίς ουσιαστικό παραγωγικό αντίκρισμα. Οι χώρες που ανέχθηκαν ή και ενθάρρυναν την απαξίωση των – επίπονων και για τους εργαζόμενους – παραγωγικών τους υποδομών και επέλεξαν τον εύκολο δρόμο της διόγκωσης του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους, προβάλλουν σήμερα ως ελαφρυντικό την αδυναμία να εντοπίσουν έγκαιρα και με ακρίβεια τους κίνδυνους από την αποεπένδυση στις φυσικές τους αξίες και από τον πακτωλό χρημάτων που τους προσφέρθηκαν, από το παγκόσμιο και εθνικό τους τραπεζικό σύστημα. Επικράτησε, σε τελευταία ανάλυση, ένα συνονθύλευμα ανεξέλεγκτης διεθνούς και εγχώριας κερδοσκοπίας και ανεύθυνης εσωτερικής πολιτικής, με κύρια χαρακτηριστικά την εγκατάλειψη της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής και την οικονομική απληστία στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα[9].
Το ενιαίο και ισχυρό ευρωπαϊκό νόμισμα, από ασπίδα εναντίον της εξωτερικής νομισματικής κερδοσκοπίας γίνεται βρόχος γύρω από τον λαιμό των χωρών που δεν τα κατάφεραν στο ανταγωνιστικό παραγωγικό γίγνεσθαι και στη συνέχεια παραστράτισαν, παρασυρόμενες από τον προσφερόμενο αφειδώς κατά την περίοδο οικονομικής ευφορίας εξωτερικό και εσωτερικό δανεισμό. Δημιουργούνται οι «φούσκες» των μη παραγωγικών επενδύσεων σε ακίνητα, εμπορικά μαγαζιά, υπεράριθμους υπαλλήλους, υπερχρέωση των ιδιωτών από τις πιστωτικές τους κάρτες χωρίς επαρκή σταθερά έσοδα. Αρχίζει και ο κατήφορος της συνεχούς αποκοπής τμημάτων της εθνικής κυριαρχίας λόγω της έξωθεν επιβολής δύο ανελέητων ποινών: σκληρών οικονομικών περιορισμών με οδυνηρό κοινωνικό αντίκρισμα και εκποίησης εθνικής περιουσίας, ακόμα και σε στρατηγικούς τομείς, αναγκαίους για τη στοιχειώδη άσκηση των εθνικών κοσμικών εξουσιών[10]. Η υπερχρέωση επεκτείνεται από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και οι αυξημένοι τόκοι της επιβαρύνουν δραματικά τη μειωμένη ήδη ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων. Οι νέες επενδυτικές ενέσεις από τις ισχυρές χώρες της ευρωζώνης μηδενίζονται ή και αρχίζουν οι αποεπενδύσεις[11]. Οι ελεύθερες εισαγωγές καταστρέφουν και την υπόλοιπη παραγωγική δομή και ο πληθυσμός της χώρας οδηγείται στο διαχρονικό ιστορικό κατάντημα των καταναλωτικών κοινωνιών χωρίς ανάλογο αντίβαρο από την ενδογενή παραγωγή[12].
Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό να μακρηγορήσω για το δραματικό όσο και πολύπλοκο σημερινό Ελληνικό Ζήτημα. Περιορίζομαι στην κατάθεση γεγονότων με γενικότερη διδακτική αξία για τις πολλές κοινωνικοοικονομικά αδύναμες χώρες του σημερινού κόσμου. Ο σπόρος της ελληνικής κακοδαιμονίας ρίζωσε από την πρώτη εισβολή του νέο-φιλελευθερισμού στην Ευρώπη μέσω της Βρετανίας επί Θάτσερ, με το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80. Κρύφτηκε έντεχνα πίσω από την πρώτη ευφορία των επιδοτήσεων της Ε.Ο.Κ. και στη συνέχεια μέσω μιας διαχρονικής πολιτικής συστηματικού οικονομικού αποπροσανατολισμού, με παραισθησιογόνο τον χωρίς αντίκρισμα δανεισμό κράτους και ιδιωτών. Στην ελληνική – και όχι μόνο – περίπτωση, με την ανεύθυνη πλειοδοσία πολιτικών ηγεσιών, την ανοχή των εθνικών και κοινοτικών ελεγκτικών μηχανισμών και την έμμεση συνενοχή των εταίρων μας που μας κατάκλυζαν με τα βιομηχανικά τους προϊόντα, ένα σημαντικό ποσοστό των μικρομεσαίων μεταλλάσσεται μετά τη δεκαετία του `70. Με πρότυπο τις ματαιόδοξες συμπεριφορές των νεόπλουτων, οδηγήθηκε στην κατηγορία των κοινωνικά επιπόλαιων και ατομικά υποταγμένων στις καταναλωτικές σειρήνες, πελατών. Με απλά λόγια, εκτροχιαστήκαμε από τις ράγες της προαιώνιας βασικής επιβιωτικής μας αρχής, όπως την είχαν επαναδιατυπώσει οι απλοί Έλληνες και κύριοι πρωταγωνιστές της εθνικής ανασυγκρότησης από τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου:
«Παράγω, κερδίζω με τον μόχθο μου το μεροκάματο ή τον μισθό μου και δεν ξοδεύω περισσότερα από όσα βγάζω για να έχω ‘πρόσωπο’ στην κοινωνία».
Διατελούμε, λοιπόν, εδώ και τριάντα οκτώ χρόνια υπό τη σκέπη ενός ισχυρού οικονομοκεντρικού συνασπισμού αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, τους δομικούς και λειτουργικούς κανόνες του οποίου έχουμε αποδεχθεί, περιορίζοντας αντίστοιχα την εθνική μας κυριαρχία. Συγκεκριμένα:
- Όταν η χώρα μας έγινε δεκτή ως πλήρες μέλος στην τότε Ε.Ο.Κ. την 1η Ιανουαρίου του 1981, 24 χρόνια μετά την ιδρυτική συνθήκη της Ρώμης, παρουσίαζε εμφανείς ελλείψεις ως προς τις αναγκαίες για την ένταξή της δομικές και λειτουργικές προδιαγραφές. Είχαμε δεσμευθεί ότι θα τις καλύψουμε εντός μιας πενταετίας, αλλά ο υπεσχημένος στόχος δεν επιτεύχθηκε. Αντίθετα, κατά τις δυο πρώτες μετά την ένταξή μας στην Ε.Ο.Κ. – και την μετέπειτα Ε.Ε. – δεκαετίες του ’80 και του ’90, διαπιστώνεται η αποδόμηση της γεωργίας και της μεταποίησης, μέσω μιας διαλυτικής - αντί της διαρθρωτικής - λειτουργίας των επιδοτήσεων[13].
- Η αποδόμηση του ελληνικού παραγωγικού ιστού σε τοπική, περιφερειακή και εθνική κλίμακα συνεχίστηκε και μετά την είσοδό μας στην Ευρωζώνη, το 2001. Υπερτιμήσαμε τότε την αρχική εμποροβιομηχανική ισοτιμία του νομίσματός μας με το ευρώ, διατηρήσαμε τους χαλαρούς οικονομικούς μηχανισμούς, βαπτίσαμε «ανάπτυξη» το ασύστολο δίδυμο δανεισμού – καταναλωτισμού, παραβιάσαμε τους περισσότερους δημοσιονομικούς κανόνες.
Υπό το επιστημονικό πρίσμα της πολιτικής οικονομίας, αποδείχθηκε για άλλη μια φορά ότι στον πραγματικό κόσμο, η αόρατος χειρ της αγοράς δεν λειτουργεί κατά κανόνα θετικά για τους μικρομεσαίους και απόκληρους. Μετατρέπεται δε σε θηρευτή ολόκληρων κοινωνιών όταν καταφέρνει να επικυριαρχήσει στις άλλες τρεις κοινωνικές εξουσίες[14]. Κατέρρευσε παταγωδώς και το σόφισμα ότι μετά την αφαίρεση του δικαιώματος της κοπής χρήματος από τις χώρες της Ευρωζώνης, οι ηγεσίες και οι λαοί τους θα αυτοπεριορίζονται ως προς το μέγεθος του δανεισμού, διότι υποτίθεται ότι η αόρατη χειρ κραδαίνει έγκαιρα στους υπερχρεωμένους τον χάρακα του μεγάλου επιτοκίου που καθιστά το χρέος τους μη βιώσιμο. Αγνοήθηκαν στην πράξη, μεταξύ άλλων, δύο «μικρές» λεπτομέρειες: τα κράτη κυβερνώνται από ανθρώπους με κύρια αδυναμία τη διατήρηση της δημοφιλίας τους, οι δε κυβερνώμενοι οπαδοί τους, υπό την πλύση εγκεφάλου πολιτικών ηγεσιών, αγοράς και τραπεζών, απεμπολούν συνήθως ως «ξεπερασμένη» την έννοια της σωφροσύνης.
Η αποσάθρωση της παραγωγικής υποδομής σε χώρες όπως η Ελλάδα και ο οικονομικός αποπροσανατολισμός, μέσω ενός χωρίς αντίκρισμα δημόσιου δανεισμού από τις αρχές της δεκαετίας του `80 οφείλονται, επιγραμματικά, στη συστηματική πλύση εγκεφάλου από το δίδυμο «αγορά-πολιτικές ηγεσίες» προς τον απλό «νοικοκύρη» των τελευταίων δύο γενεών, διεκδικούμενο καταναλωτή και ψηφοφόρο. Ειδικότερα στη χώρα μας, πλειοψηφούσαν μέχρι και τη δεκαετία του ’70 οι παραγωγικοί, λιτοί και οικονομικά υγιείς πολίτες. Στη συνέχεια, πολλοί από εμάς μεταλλαχθήκαμε σε καιροσκόπους πολιτικών πλειοδοσιών, κοινωνικά ανεύθυνους, και ατομικά υποδουλωμένους στη βουλιμία μας, πελάτες. Παρασυρθήκαμε από τη χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα νομή του προσφερόμενου από τους κρατικούς πόρους και το τραπεζικό σύστημα εισαγόμενου χρήματος, υποδουλωθήκαμε σταδιακά στις σειρήνες της αγοράς, καταντήσαμε εγωκεντρικοί, σπάταλοι και εξαρτημένοι, από τις βιτρίνες και τους δανειστές μας, καταναλωτές.
Επιτρέποντας, παράλληλα, την αποδόμηση της παραγωγικής μας υποδομής στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, αφαιρέσαμε από τον σκελετό της χώρας το ελάχιστο αναγκαίο για τη διατήρηση της όρθιας στάσης της ασβέστιο. Είναι δε γεγονός ότι οι κυβερνώντες που εμείς επιλέγουμε, ελάχιστα ασχολούνται με την εθνική μας «οστεοπόρωση» και πάντως δεν επιχειρούν συστηματικά προς την θεραπεία μας, που συνοψίζεται σε τρεις λέξεις:
Ενδογενής Παραγωγική Ανασυγκρότηση[15]
Οι διαπιστώσεις ότι η Ε.Ε. παραμένει κατ’ εξοχήν οικονομική ένωση, ότι «βαραίνει» λειτουργικά χωρίς ουσιαστικό εσωτερικό και εξωτερικό διακρατικό παραγωγικό αντίκρισμα και αδυνατεί να καλύψει τις περιφερειακές ανισότητες, οδήγησαν σε μια νέα προσπάθεια ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το 2004 αποφασίστηκε η θέσπιση ευρωπαϊκού συντάγματος, μετά την υιοθέτηση του οποίου τα εθνικά συντάγματα των κρατών-μελών θα περνούσαν σε νομικά υποδεέστερη θέση. Υποβλήθηκε για έγκριση το σχετικό σχέδιο, αλλά απορρίφθηκε το 2005 από τη Γαλλία και την Ολλανδία ως ελλιπές σε καίρια σημεία και υπερβολικά οικονομοκεντρικό. Χαρακτηριζόταν από απροσδιοριστία στα σύνορα, την αμυντική και εξωτερική πολιτική, τα όρια της κεντρικής διοικητικής εξουσίας ενώ, αντίθετα, ήταν υπερβολικά δεσμευτικό στο εμποροοικονομικό του μέρος, με έμφαση στην ανεξέλεγκτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Το δημοψήφισμα στη Γαλλία έδειξε ότι η πορεία του δύσκολου αυτού εγχειρήματος δεν ολοκληρώνεται με τις κεκλεισμένων των θυρών διαπραγματεύσεις μεταξύ ηγετών των κρατών-μελών. Πρέπει να καλλιεργηθεί και να εκφραστεί η θετική βούληση των ευρωπαϊκών λαών, ερήμην των οποίων κατ’ ουσίαν κινείται μέχρι σήμερα η ενοποιητική διαδικασία κατά τις κρίσιμες προκαταρκτικές φάσεις της[16].
Τον Δεκέμβριο του 2007, οι αρχηγοί των κρατών-μελών και οι υπουργοί εξωτερικών της Ε.Ε., εν όψει της αποτυχίας στη σύνθεση ενιαίου συντάγματος καθολικής αποδοχής, υπέγραψαν στη Λισαβώνα μια μεταρρυθμιστική συνθήκη για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του υπάρχοντος πολυσύνθετου ευρωπαϊκού μορφώματος. Οι κύριες συνιστώσες της νέας συνθήκης συνοψίζονται στη νομική επιβολή του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της Ε.Ε., στην επέκταση ορισμένων νομοθετικών αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην ενίσχυση των δυνατοτήτων προγραμματισμού και δράσης του μέχρι τότε εναλλασσόμενου προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (θέσπιση θητείας 2.5 χρόνων), στη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων σε όλα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής του ύπατου εκπροσώπου και στην εκχώρηση δικαιώματος υπογραφής διεθνών συνθηκών στην Ε.Ε., ως μοναδικού νομικού προσώπου. Παράλληλα, ορίστηκαν σαφέστερα τα τρία επίπεδα αρμοδιοτήτων της Ε.Ε. (αποκλειστικές, μοιρασμένες και βοηθητικές αρμοδιότητες) και προωθούνται βελτιώσεις στις ψηφοφορίες του Συμβουλίου της Ε.Ε. για να ξεπεραστεί ο λειτουργικός σκόπελος της ομοφωνίας.
Παρά την επικείμενη συμπλήρωση επτά δεκαετιών από το πρώτο συλλογικό οικονομικό βήμα, τη γέννηση της Ε.Κ.Α.Χ. (1951) και εξήντα δύο χρόνων από το δεύτερο βήμα, την ίδρυση της Ε.Ο.Κ. (1957), είναι προφανές ότι αν και βρισκόμαστε στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αργεί ακόμα η ωρίμανση των συνθηκών για μια ενσυνείδητη πολιτική και κοινωνική ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα γεωπολιτικά δεδομένα έχουν βέβαια αλλάξει ριζικά, αρχής γενομένης το 1991 από την κατάρρευση του αντίπαλου κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού δέους, του σοβιετικού συνασπισμού. Το δε κέντρο βάρους της δύναμης στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι διαχέεται σταδιακά εκτός Ευρώπης και Η.Π.Α., με νέους υποδοχείς τους δύο γίγαντες της ούτως ή άλλως υπερέχουσας σε έκταση, φυσικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, ασιατικής ηπείρου. Με τη βιολογική αποχώρηση της γενιάς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισαν εξάλλου να σβήνουν και οι μνήμες του ολέθρου, η θέληση για μια ισχυρή πανευρωπαϊκή οντότητα, την ενιαία Ευρώπη των ισότιμων πολιτών της. Ακόμα και αυτή η οικονομοκεντρική πολιτική της Ε.Ο.Κ. εγκατέλειψε μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 τις αρχές του Κέυνς για ένα κράτος ισχυρό και παρεμβατικό σε κοινωφελείς υποδομές και παροχές. Η Ευρώπη αποδέχθηκε σταδιακά μετά το 1991 την ισχυροποίηση και αποθράσυνση της ασύδοτης αγοράς υπό τον νεοφιλελεύθερο μανδύα.
Η Ε.Ε. λειτουργεί σήμερα στο πλαίσιο μιας κυνικής «κοινοτικής» αντίφασης. Οι λίγες «δυνατές» χώρες της κυριαρχούν στην ενιαία εσωτερική αγορά και διαθέτουν εμπορικά ισοζύγια που αντέχουν στο άνοιγμα των ευρωπαϊκών συνόρων στις εκτός Ε.Ε. αγορές. Γι’ αυτό και επιβάλλουν την απρόσκοπτη διεθνή διακίνηση πάσης φύσεως εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Οι λαοί πολλών «αδύναμων» χωρών της Ένωσης, όχι μόνο δεν προστατεύονται αλλά και παρασύρονται με κάθε θεμιτό - και μερικές φορές αθέμιτο - μέσο προς την υπερκατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων. Οδηγούνται αναπόφευκτα στην αποβιομηχάνιση, τη συρρίκνωση της γεωργικής τους παραγωγής. Οι δε ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν παρεμβαίνουν έγκαιρα για να σταματήσουν τον, κατά παραβίαση των όρων της συνθήκης του Μάαστριχτ, αλόγιστο δανεισμό και την υπερχρέωση. Τα κοινοτικά όργανα, για να μην περιορίσουν τις εξαγωγές των «δυνατών» χωρών, αρνούνται στη συνέχεια να στηρίξουν με γενναία ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά μέτρα τις ενδογενείς παραγωγικές υποδομές των προβληματικών οικονομιών στις αδύναμες χώρες, τις εγκαταλείπουν στο έλεος της διεθνούς κερδοσκοπίας.
Η ισότιμη προστασία του κοινωνικού κεκτημένου και η κατοχύρωση του αισθήματος ασφάλειας όλων ανεξαιρέτως των Ευρωπαίων πολιτών παραμένουν κενός λόγος. Η συνθήκη της Λισαβώνας αποδεικνύεται και στην πράξη ανεπαρκής, ένα ακόμα δειλό, πλάγιο βήμα για την αναβολή του αρχικού και τελικού ζητούμενου, της ευρωπαϊκής κοινωνικοπολιτικής ενοποίησης. Διαπιστώνουμε, εξάλλου, ότι ακόμα και σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπως η σχετικά πρόσφατη του 2008, οι επικυρίαρχοι της αυτοκρατορίας της αγοράς στον ευρωπαϊκό χώρο παραμένουν ακλόνητοι. Τα συστήματα οικονομικής εξουσίας της Ε.Ε., αν και ενισχυμένα πολιτικά μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, φροντίζουν να διασώσουν κατά προτεραιότητα από την χρεωκοπία τους ναούς του χρήματος, τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες, δηλαδή «τα σκυλόψαρα και όχι τα ψαράκια με τα οποία τρέφονται τα σκυλόψαρα», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Πολωνός κοινωνιολόγος Μπάουμαν[17]. Μεγάλη εκδοτική επιτυχία σημείωσε πρόσφατα το σχετικό βιβλίο του Ολλανδού δημοσιογράφου Γιόρις Λαϊνντάικ[18].
Στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, αναβιώνουν στις εκτός του ηγετικού πυρήνα χώρες – μέλη της Ε.Ε. ορισμένα εσωστρεφή εθνικιστικά σύνδρομα, η διάθεση της επιστροφής προς ένα κλειστό και αυτοδύναμο πολιτικό και οικονομικό παρελθόν, παρά τους κινδύνους που ελλοχεύουν στα άδυτα των σημερινών παγκόσμιων οικονομικών επικυρίαρχων. Παραμένει ανεκπλήρωτο όραμα η έκκληση του Τσόρτσιλ το 1946 για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Ακούγεται πάλι ο απόηχος της κυνικής ρήσης του Μπίσμαρκ: «Η Ευρώπη δεν είναι παρά μια γεωγραφική έννοια και τίποτε περισσότερο».
Μάιος 2019
Μάιος 2019
Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος: Ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Την περίοδο 1997 - 2003 διετέλεσε πρύτανης του Ε.Μ.Π.
[1] Ο Γάλλος οικονομολόγος Philippe Askenazy (1971-), διευθυντής ερευνών στο C.N.R.S. και καθηγητής στην École Normale Supérieure, αναδεικνύει μεταξύ άλλων την οπισθοδρόμηση στην οικονομία, την απασχόληση και την ανάπτυξη κατά τις μετα την κεϋνσιανή περίοδο τέσσερις δεκαετίες. Βλέπε Philippe Askenazy, Οι τυφλές δεκαετίες. Απασχόληση και ανάπτυξη, 1970-2010(μτφ. Σ. Τριανταφύλλου), εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2013.
[2] Από απλές οικιακές συσκευές μέχρι στρατιωτικούς εξοπλισμούς, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.
[3] Για μια πρόσφατη μελέτη της πορείας της Ε.Ε. μετά το Μάαστριχτ βλ. M.J. Baun, An imperfect Union: The Maastricht Treaty and the new politics of European integration, εκδ. Routledge, Λονδίνο, 2018.
[4] Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (EURATOM), ιδρυθείσα όπως και η Ε.Ο.Κ. το 1957, με τη συνθήκη της Ρώμης.
[5] Τα κριτήρια αυτά τέθηκαν στη σύνοδο κορυφής της Κοπεγχάγης (Ιούνιος 1993), γι’ αυτό και είναι γνωστά ως κριτήρια της Κοπεγχάγης. Θεωρούνται γενικόλογα, αρκετά χαλαρά και συνοψίζονται στη λειτουργία των κοσμικών εξουσιών στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κράτος δικαίου με κοινωνικές και θεσμικές ελευθερίες, στην ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίζει τις ανταγωνιστικές πιέσεις από τις δυνάμεις της αγοράς και να μπορεί να αναλάβει τις υποχρεώσεις του μέλους της Ε.Ε., κυρίως ως προς τη συμμόρφωση με τους οικονομικούς στόχους της. Για την επέκταση της Ε.Ε. και τα κριτήρια της Κοπεγχάγης βλ. το συλλογικό τόμο C. Hillion, EU Enlargement: Α Legal Approach, εκδ. Hart, Οξφόρδη, 2004-2014.
[6] Συμπεριλαμβανομένου μέχρι στιγμής (Μάιος 2019) και του Ηνωμένου Βασιλείου, εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί το Brexit.
[7] Μέσο κατά κεφαλή Α.Ε.Π. 27.000 ευρώ ή 30.500 δολάρια. Από τις μεγάλες δυνάμεις προηγούνται μόνον οι Η.Π.Α. και η Ιαπωνία.
[8] Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο αρνούνται ορισμένα κράτη – μέλη να εγκαταλείψουν το εθνικό τους νόμισμα.
[9] Το αναπόφευκτο της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε και τα αναγκαία κεϋνσιανά μέτρα για τη μη επανάληψή της παρουσιάζει ο Γάλλος οικονομολόγος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Paris X Nanterre, Michel Aglietta(1938-). Βλέπε την ελληνική έκδοση του έργου του Η οικονομική κρίση (μτφ. Α.Δ. Παπαγιαννίδης), εκδ. Πόλις, Αθήνα 2009
[10] Βλέπε το εκδοθέν και στη γλώσσα μας έργο του Φιλανδού καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι Heikki Patomäki (1963-) Η μεγάλη αποτυχία της ευρωζώνης. Από την κρίση σ’ ένα παγκόσμιο Νιου Ντιλ(μτφ. Γιώργος Μπαρουξής), εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2013.
[11] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γερμανίας, που καλύπτει το ένα τρίτο των εξαγωγών προϊόντων και επενδύσεων της Ευρωζώνης. Ο ισχυρός παραγωγικός της μηχανισμός στρέφεται τελευταία προς τις χώρες εκτός ευρωζώνης, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία, οι γειτονικές μας βαλκανικές χώρες και αυξάνει θεαματικά τις επενδύσεις σε Ρωσία και Κίνα.
[12] Μια ολιστική για την εποχή μας εικόνα παρουσιάζεται στο συλλογικό έργοΔημοκρατία ή καπιταλισμός. Η Ευρώπη σε κρίση, Τόμοι Α΄ & Β΄, (μτφ. Γ. Ριτζούλης), εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2015. Μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και τη «σύγκρουση» απόψεων Γιούργκεν Χάμπερμας - Βόλφγκανγκ Στρεκ στο ερώτημα «περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη».
[13] Για μια εκτίμηση της πρώτης φάσης της ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. και την αποτυχία των αρχικών σχεδιασμών, βλ. P.C. Ioakimidis, «The Europeanization of Greece: an overall assessment», South European Society and Politics 5 (2000), σελ. 73-94.
[14] Το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης αγοράς είχε προβλεφθεί και καταδικαστεί απερίφραστα από τον πρώτο της ανάδοχο, τον Άνταμ Σμιθ.
[15] Έχει επιτευχθεί ο μαζικός αποπροσανατολισμός από τις παραπάνω τρεις λέξεις που συνοψίζουν το πραγματικό υπαρξιακό μας πρόβλημα και τον μονόδρομο της λύσης του, μέσα από μια καλή «πλύση» και ένα προσεκτικό «σιδέρωμα» του κοινωνικού μας ενδύματος:
- Με την πλύση διαλύονται όλα τα πραγματικά εξωγενή αλλά και εσωτερικά αίτια της δομικής καχεξίας, με την εστίαση, προβολή και διόγκωση του διδύμου «χρέος + δανειακή σύμβαση». Ο εξορκισμός του έχει κυριαρχήσει πλήρως στην πολιτική σκηνή, ανάγοντας σε υπερκαθοριστικής αναγκαιότητας ζήτημα την διαγραφή του χρέους ή, έστω, την ριζική αναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης.
- Το επιμελές σιδέρωμα αποτυπώνει στο κοινωνικό μας ένδυμα το κίβδηλο ιδεολόγημα περί «εξωγενούς» ανάπτυξης, προβάλλοντας μια εξόφθαλμα ψεύτικη όψη και κόψη της παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης αγοράς. Είναι δυνατόν να πιστεύει σήμερα έστω και ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, ότι υπάρχει κάπου στον κόσμο ο «φιλόπτωχος – ευεργέτης» κεφαλαιούχος που θα χτίσει παραγωγικές μονάδες με θέσεις εργασίας και ουσιαστική εγχώρια προστιθέμενη αξία σε κράτος χωρίς σοβαρό, χρονοκλιμακομένο και μεσομακροπρόθεσμο προγραμματισμό, με συγκεκριμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση των διαλυμένων παραγωγικών του υποδομών;
[16] Για τις συνέπειες της απόρριψης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και την συνακόλουθη υπογραφή της συνθήκης της Λισαβώνας, βλ. S. Griller & J. Ziller, The Lisbon Treaty: EU Constitutionalism without a Constitutional Treaty?, εκδ. Springer, Βιέννη, 2008.
[17] Zygmunt Bauman, βλέπε σχετική αναφορά στην ενότητα «Ο καθένας για τον εαυτό του και η Αγορά για όλους», πρώτο κεφάλαιο, θέμα (δ), Α΄ Τόμος, σελ. 233-234.
[18] Joris Luyendijk (1971-). Βλέπε την ελληνική έκδοση του έργου του, με τίτλο Κολυμπώντας με τους καρχαρίες. Το ταξίδι μου στον κόσμο των τραπεζών(μτφ. Α. Σοκοδήμος), εκδ. Key Books, Αθήνα, 2017. Ο Luyendijk συνοψίζει την έρευνα δύο χρόνων στο Σίτι του Λονδίνου. Του είχε ανατεθεί από την εφημερίδα Guardian.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσθέστε τα σχόλια σας: